ΣΕΝΑΡΙΟ Α
Η 20χρονη Αναστασία ξύπνησε δύσθυμη στο δωμάτιο της, σε ένα γκρίζο συγκρότημα κατοικιών κάπου στην Αθήνα.
Είναι μέσα Νοέμβρη και έξω η θερμοκρασία είναι κοντά στους 40 βαθμούς. Ο αέρας στο κτίριο είναι βαρύς, αν και τα συστήματα ανακύκλωσης οξυγόνου και κλιματισμού δουλεύουν στο μέγιστο. H πρωτεύουσα της Ελλάδας, όπως όλα τα αστικά κέντρα, έχει γίνει ένας κλειστός θύλακας με ογκώδη τείχη, που προστατεύουν τους κατοίκους από τις εξωτερικές συνθήκες και τις συμμορίες. Η Αναστασία φοράει την προστατευτική της στολή και μάσκα πριν βγει έξω από το κτίριο. Η πόλη είναι σχεδόν έρημη και γεμάτη σκουπίδια και υπολείμματα από τις τροπικές καταιγίδες και τα κύματα σκόνης που πνίγουν εκ περιτροπής την Αθήνα σχεδόν κάθε μήνα.
Ο προορισμός της είναι το κέντρο διανομής νερού, όπου οι πολίτες περιμένουν σε ουρές για να πάρουν το εβδομαδιαίο τους μερίδιο. Η Αναστασία στέκεται υπομονετικά στη σειρά, προσπαθώντας να αγνοήσει τις συζητήσεις γύρω της, που περιλαμβάνουν ιστορίες για άτομα που προσπαθούν να φύγουν από την πόλη, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στα απομακρυσμένα βουνά ή στις πιο βόρειες περιοχές.
Όταν επιστρέφει σπίτι, η Αναστασία τρώει μια πρωτεϊνική κάψουλα για γεύμα και παρακολουθεί τα μαθήματα της, μέσω ενός υπολογιστή που έχει συνδεθεί σε ένα δίκτυο που συχνά διακόπτεται λόγω ελλείψεων σε ενέργεια. Η εκπαίδευση είναι πλέον εξ αποστάσεως και τα μαθήματα επικεντρώνονται στην επιβίωση.
Η κοινωνική ζωή έχει περιοριστεί σε εικονικές πλατφόρμες. Ο έξω κόσμος είναι γεμάτος κινδύνους, και οι περισσότεροι προτιμούν την ασφάλεια του σπιτιού. Οι επισκέψεις σε φίλους είναι σπάνιες, και η αίσθηση της κοινότητας έχει χαθεί.
Δεν υπάρχουν ηλικιωμένοι στις πόλεις, γιατί οι άνω των 60 – συμπεριλαμβανομένων και των γονιών της – έχουν οδηγηθεί στους χώρους ευθανασίας. Και αυτό γατί δεν υπάρχει επάρκεια νερού και οξυγόνου για όλους.
Η Αναστασία νιώθει μοναξιά και θλίψη και αναπολεί ιστορίες που της είχαν διηγηθεί οι γονείς της για την εποχή που οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι ως τα βαθιά γεράματα, μπορούσαν να περπατήσουν ελεύθεροι κάτω από τον ανοιχτό ουρανό και να μαζεύονται στις πλατείες χωρίς να φοβούνται. Για τις εποχές που η Ελλάδα ήταν ένας παράδεισος φυσικής ομορφιάς και ευζωίας, με τα δάση, τις παραλίες της, τα ταβερνάκια της και τις γιορτές της…
100 χρόνια από τώρα, η Αναστασία ζει σε μια κοινωνία που απλά προσπαθεί να επιβιώσει, χωρίς ποιότητα ζωής και χωρίς να κάνει όνειρα για το μέλλον.
Ζει σε έναν κόσμο που λόγω αμέλειας έχει αλλάξει δραματικά, εξαιτίας των περιβαλλοντικών, κοινωνικών και πολιτικών αναταραχών.
Η μέρα της ξεκινά και τελειώνει με τον αγώνα για επιβίωση. Οι άνθρωποι πρέπει να επιδείξουν στωικότητα, θάρρος και δημιουργικότητα για να επιβιώσουν, ελπίζοντας να βρουν έναν τρόπο να ξαναχτίσουν έναν κόσμο που θα ξαναβρεί την ομορφιά, την ισορροπία και την ανθρωπιά του.
ΣΕΝΑΡΙΟ Β
Αντίστοιχα ο 30χρονος Νίκος ζει την ίδια εποχή στην ίδια πόλη, που όμως έχει εξελιχτεί διαφορετικά.
Ξυπνά σε ένα ουρανοξύστη που ελέγχεται πλήρως από τεχνητή νοημοσύνη. Χτισμένος με ανθεκτικά αλλά βιοδιασπώμενα υλικά, είναι καλυμμένος εξωτερικά, όπως όλοι οι άλλοι, με κατακόρυφους κήπους, που εκτός από την αισθητική και την παροχή τροφής, φροντίζουν να μειώνουν τη θερμοκρασία της πόλης και να παρέχουν οξυγόνο.
Οι τοίχοι του υπνοδωματίου του, οι οποίοι είναι φτιαγμένοι από οργανικά υλικά που μετατρέπουν το φως σε ενέργεια, προβάλλουν το πρωινό ηλιοβασίλεμα, ενώ η φωνητική βοηθός του, του ανακοινώνει τις ειδήσεις και τον καιρό.
Ο Νίκος διαπιστώνει ότι η θερμοκρασία είναι ήδη 40 βαθμοί και αποφασίζει ότι θα κινηθεί σήμερα με τη μονοθέσια ηλεκτρική του κάψουλα, μια αυτόνομη μονάδα μετακίνησης που χρησιμοποιεί ηλιακή ενέργεια. Σε 10 λεπτά βρίσκεται στην Πάρνηθα για το πρωινό του τζόκινγκ, σε ένα δάσος προστατευμένο κάτω από ένα γυάλινο θόλο.
Οι δρόμοι είναι καλυμμένοι με έξυπνα υλικά που παράγουν ενέργεια, από τα βήματα των πεζών και την κίνηση των οχημάτων και η οποία χρησιμοποιείται για τον φωτισμό και κλιματισμό των κτιρίων.
Ο Νίκος εργάζεται σε μια εταιρεία τεχνητής νοημοσύνης, όπου οι περισσότεροι υπάλληλοι δουλεύουν από το σπίτι ή χρησιμοποιούν εικονικά γραφεία, για να ελαχιστοποιείται η ανάγκη για μετακινήσεις. Η επικοινωνία γίνεται μέσα από ολογραφικές συναντήσεις, όπου οι συμμετέχοντες εμφανίζονται σαν τρισδιάστατες προβολές στον χώρο.
Στην ώρα του μεσημεριανού διαλείμματος, ο Νίκος επισκέπτεται ένα κέντρο τροφίμων με εργαστηριακά καλλιεργημένο κρέας, αφού τα ζώα υπάρχουν μόνο για τη βιοποικιλότητα, και φρέσκα λαχανικά που καλλιεργούνται στους κάθετους κήπους. Οι πόλεις πλέον παράγουν μεγάλο μέρος της τροφής τους με τη χρήση υδροπονικών συστημάτων, εξασφαλίζοντας φρέσκα προϊόντα, χωρίς την εξάρτηση από τα ακραία καιρικά φαινόμενα που επηρεάζουν την παραδοσιακή γεωργία.
Το απόγευμα, έχει μια σύντομη συνάντηση για εικονικό καφέ με τους φίλους του. Παρακολουθούν όλοι μαζί μια έκθεση τέχνης, όπου πίνακες και γλυπτά προβάλλονται στο σαλόνι τους. Και καθώς η μέρα φτάνει στο τέλος της, συναντά τη σύντροφο του τη Μαρία από τη Θεσσαλονίκη, που έφθασε σε μισή ώρα με το super express τρένο, για να περάσει τη βραδιά μαζί του. Σχεδιάζουν τις ολιγοήμερες διακοπές τους στην Αλάσκα, μια περιοχή που είναι από τις λίγες πλέον με εύκρατο κλίμα στον πλανήτη και μετά χαλαρώνουν με μια συνεδρία γιόγκα, με τον ψηφιακό τους εκπαιδευτή.
Το σπίτι προσαρμόζει αυτόματα τον φωτισμό και τη θερμοκρασία για ύπνο, ενώ το ζευγάρι ακούει αγκαλιασμένο μουσική από το παρελθόν. Και αναλογίζεται τις προκλήσεις, αλλά και τις ευκαιρίες της εποχής του κάνοντας όνειρα για το μέλλον .
Αν και οι συνθήκες της ζωής έχουν γίνει πιο απαιτητικές, η ελληνική κοινωνία στο Σενάριο Β’ έχει βρει τρόπους με τη βοήθεια της τεχνολογίας, να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή.
Και το κάνει με δημιουργικότητα και ανθεκτικότητα, διατηρώντας την ανθρωπιά της, σε έναν κόσμο που προσπαθεί να ζήσει και να προοδεύσει παρά τις αντιξοότητες.
Ας είμαστε ειλικρινείς: η κλιματική αλλαγή δεν είναι πια ο «ελέφαντας στο δωμάτιο».
Είναι ο ελέφαντας που έφαγε το δωμάτιο. Και συνεχίζει να το τρώει. Ζούμε σε ένα πλανήτη όπου θα καιγόμαστε και θα πνιγόμαστε από τη μια μέρα στην άλλη.
Ο ρόλος της μικρής χώρας μας – και του καθενός από εμάς προσωπικά – δε μπορεί εύκολα να αναστρέψει ένα μέλλον που διαφαίνεται ως ιδιαίτερα δυσοίωνο. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να αλλάξουμε συμπεριφορά, ο καθένας μας σαν μονάδα, και δε θα πρέπει να απαιτήσουμε από τους ηγέτες μας να θωρακίσουν την πατρίδα μας για να διασφαλίσουν ποιότητα ζωής για τις επόμενες γενιές.
Αν και κανένα σενάριο από αυτά που προανέφερα δεν είναι ιδανικό με τα σημερινά μας μέτρα, η Ελλάδα μας θα μπορούσε να επενδύσει από τώρα, για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις κλιματικές και κοινωνικές προκλήσεις, και να φροντίσει ώστε να εξελιχθεί σε ένα πρότυπο καινοτομίας και βιωσιμότητας:
Να έχει αναπτύξει κυκλική οικονομία που να βασίζεται σε ανακύκλωση πόρων.
Να έχει λύσει το πρόβλημα διαχείρισης πόσιμου νερού.
Να έχει γίνει ενεργειακά αυτόνομη με τη βοήθεια ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Να έχει αναπτύξει κάθετη γεωργία για αυτάρκεια σε τρόφιμα και αρμονία με τη φύση.
Να έχει εξελίξει «έξυπνες πόλεις» από υλικά που αλληλοεπιδρούν με το περιβάλλον, για τη ρύθμιση της θερμοκρασίας και παραγωγή ενέργειας.
Να έχει ενσωματώσει πλατφόρμες επαυξημένης (augmented) και εικονικής (virtual) πραγματικότητας, που να προσφέρουν μάθηση και ψυχαγωγία.
Να έχει διατηρήσει ήθη, έθιμα και παραδόσεις, μέσω ψηφιακών μουσείων και εκθέσεων.
Να έχει προστατεύσει τις φυσικές ομορφιές της με αυστηρή νομοθεσία, κατάλληλες υποδομές και καινοτόμες πρακτικές διαχείρισης, ώστε να διατηρηθεί η βιοποικιλότητα.
Η ζωή των απογόνων μας, του Νίκου, της Αναστασίας, της Μαρίας, εξαρτάται από την κατεύθυνση και τις επιλογές που θα κάνουμε σήμερα.
Εξαρτάται από τη δέσμευση μας στην τεχνολογική και οικονομική καινοτομία, με επίκεντρο τη φύση και τον άνθρωπο.
Αν όμως συνεχίσουμε να φερόμαστε σαν να έχουμε “καιρό για να φτιάξουμε τον καιρό”, όχι μόνο τα δισέγγονά μας αλλά και εμείς οι ίδιοι θα ζήσουμε δύσκολα, ίσως και εφιαλτικά χρόνια. Γιατί όπως λέει κι η παροιμία, «όταν καίγεται το σπίτι του γείτονα, μην εφησυχάζεσαι. Ρίξε νερό πριν πάρει φωτιά κι η αυλή σου»