Απόγευμα Τετάρτης. Το φθινόπωρο έκανε ήδη ισχυρή την παρουσία του. Το αεράκι υγρό και η μυρωδιά της νοτισμένης γης έφερνε στα ρουθούνια την είδηση της άλλης εποχής. Ο χώρος μικρός μα τακτοποιημένος, όπως άρμοζε ίσως, στις τελευταίες κατοικίες. Κυρίως λευκές και μαρμάρινες, λίγο κυριλέ για τη λέξη «τελευταία».
Έτσι άξιζε το τέλος; Ψυχρό, τετράγωνο και σοβαρό; Σχεδόν ίδιο με όλα τ’ άλλα;
Και οι δύο κάθονταν στο παγκάκι, σιωπηλοί και κοίταζαν. Εκείνος, ο Signore Scuro με σκούρα διάθεση, κοίταζε τις κατασκευές και την χωροταξία του μικρού οικοπέδου των τελευταίων κατοικιών. Εκείνη, η Signora Chiara με βλέμμα λίγο απλανές, ονειρευόταν τη διαφορά.
«Θα του βάλω έναν Χριστό, με τα χέρια ανοικτά στον ουρανό, αντί Σταυρού» σκέφτηκε.
«Μουρλέτζω…» ακούστηκε μια φωνή από τον θώρακα του Signore Scuro.
«Ορίστε; » μια άλλη φωνή αποκρίθηκε από τον θώρακα της Chiara.
«Ε, μα δεν ακούς τι σκέφτεται; Τι την απασχολεί; Χριστός, ή Σταυρός;» της απάντησε.
Ο Τάδε –η ψυχή του Signore Scuro- παρατήρησε το λίγο ονειρώδες, λίγο παρμένο βλέμμα τής κυράς τής Δείνα – η άλλη ψυχή! Τι να σκεφτόταν; Αυτός, αν και περιπετειώδης, είχε κολλήσει στο κορμί του Signore Scuro και όλη μέρα οδηγούσαν και δούλευαν. Δεκάξι ώρες παρακαλώ. «Μου έβγαινε η ψυχή» μονολόγησε.
Η Δείνα, εμβρόντητη με το παράδοξο, τον κοίταξε. «Κι άλλη ψυχή;»
«Που λέει ο λόγος» επεξήγησε ο Τάδε. «Τέτοια εποχή έκανε απολογισμό για τις διακοπές που δεν έκανε όπως ήθελε! Είχε εξοχικό, μα χρόνο θεωρούσε πως δεν είχε. Δεν μπορούσε να ζήσει την αληθινή εμπειρία ενός σπιτιού στην εξοχή, διασκορπισμένος όπως ήταν. Το κορμί να κατασκευάζει, ο νους να οργανώνει και εγώ – η ψυχή του – αλλού ντ’ αλλού! Διακοπές στο εξοχικό μιας υπέροχης καλοκαιρινής στασιμότητας.
Κι αυτός – ο Signore Scuro – πάντα με μια επιθυμία να παίρνει το μικρό βαρκάκι του να οργώνει τις γύρω θάλασσες, να ξεφεύγει. Μια επιθυμία μόνιμα καρφωμένη στο κεφάλι, μα ποτέ στα πόδια, ποτέ στα χέρια.
O! Mio Signore! Μες στο χάος και στο μπέρδεμα.
Η Δείνα, τον άκουγε με προσοχή. Η κυρά της, η Signora Chiara, ήταν πιο δυναμική των διακοπών. Θεωρούσε πως ήταν ιερές. Και ήθελε να ταξιδεύει, να περιπλανιέται, να ξεφεύγει. Κι αυτή να ξεφεύγει. Από μια σκληρή καθημερινότητα 11 μηνών, που θεωρούσε πως δεν μπορούσε ν΄ αλλάξει. Τι πλάνη! Και τα τελευταία χρόνια, καρφωμένη σ’ ένα εξοχικό παιδικών, άσχημων αναμνήσεων να κάνει διακοπές τελευταίας στιγμής – γι’ αυτό σιχαινόταν τις στιγμές. Ταξιδιάρα, μα με το συννεφάκι μικρού σπιτιού στη θάλασσα, καρφωμένο και στο δικό της κεφάλι. Μα το κορμί ακίνητο, όπως τώρα, λες και σ’ άλλη ανήκε!
«Όνειρο στο πήγαινε, ανάμνηση στο έλα…» ψιθύρισε η Δείνα και κοίταξε τον Τάδε. Τι μπέρδεμα κοινό κι οι δυο. Και τώρα, ακίνητοι, ασάλευτοι σ΄ αυτό το παγκάκι να παρατηρούν την τελευταία εξοχική κατοικία των άλλων, σε τόπο χλοερό, σε τόπο αναψυχής.
Αγαπητέ μου, δεν ήρθε η ώρα να μετακομίσουμε κορμιά. Μα ούτε να συνεχίσουμε να ζούμε στη θολούρα και στην αχλή. Πρέπει να τους ξυπνήσουμε. Έλα να συντονιστούμε στο απλό κομμάτι του ονείρου τους. Μικρό σπιτάκι, εξοχικό, θέα θάλασσα, μυρωδιά αλμύρας, ανάμνηση άγνωστη.
Ζωή απλή, όχι εύκολη μα απλή. Δεύτερη κατοικία, δεύτερη ευκαιρία!»