Όταν ήμουν έντεκα χρονών, δεν είχα δικό μου κουτί μαρκαδόρους.
Ούτε βιβλία. Ούτε παιχνίδια. Ούτε κάποιον να πει:
– Να, αυτό είναι για σένα.
– Γιατί;
– Γιατί σε σκέφτηκα.
Έτσι απλά.
Στο σπίτι μας υπήρχαν χρήματα για φαγητό – μα όχι για φροντίδα.
Αυτά τα δύο μοιάζουν, αλλά δεν είναι το ίδιο.
Το φαγητό σε κρατάει ζωντανό.
Η φροντίδα σε μαθαίνει να θέλεις να μένεις έτσι.
Μια μέρα, πήρα τον εαυτό μου και πήγα μόνη μου στη δανειστική βιβλιοθήκη της γειτονιάς.
Όχι γιατί ήθελα να γίνω έξυπνη, αλλά γιατί ήθελα να καταλάβω πώς λειτουργεί αυτός ο κόσμος – και πού μπορεί να χωρέσει ένα παιδί που δεν το χάιδεψε κανείς.
Εκεί με βρήκαν – έτσι το ένιωσα – δύο βιβλία:
“Με οικογένεια” και “Χωρίς οικογένεια”, του Έκτορα Μαλώ.
Δεν με διάλεξε ο συγγραφέας. Οι τίτλοι με διάλεξαν.
Ή έτσι πίστευα.
Σαν να με κοίταζαν στα μάτια και να μου έλεγαν:
-Αποφάσισε.
-Ποιο απ’ τα δύο είσαι; Ποια θέλεις να είσαι;
Έκτοτε, κουβαλώ το δίπολο του “με” και του “χωρίς”.
Δεν είχα οικογένεια. Είχα ένα περιβάλλον. Ένα κλίμα κι ένα κλάμα. Μια παρουσία και μια απουσία ταυτόχρονα.
Δεν είχα πατρίδα. Γιατί – πώς να έχεις πατρίδα όταν σου λείπει το “μήτηρ και πατήρ”; Χωρίς αυτά, ούτε αυγολέμονο δε γίνεται. Ένα αυγό, λίγο λεμόνι, και μια κουτάλα αγάπη.
Έτσι απλά.
Μερικές φορές προσπαθούσα να χτίσω πατρίδα με φαντασία. Την έφτιαχνα μέσα μου, σαν εσωτερικό καταφύγιο:
Είχε μαξιλάρια. Είχε ησυχία.
Κάποιον να ρωτάει:
– Θες να σου φτιάξω κάτι;
(Και δεν εννοούσε να του δώσω κάτι πίσω.)
Τα χρόνια πέρασαν. Έτρεχα.
Έψαχνα να ξεφύγω – απ’ το σπίτι, την ενοχή, τον καθρέφτη, το αίμα μου.
«Είσαι το αίμα μου», έλεγαν. «Οφείλεις.»
Κι εγώ μουρμούραγα: «Πατρίδα δεν είναι εκεί που γεννιέσαι. Πατρίδα είναι εκεί που θέλεις να μείνεις.»
Μέχρι που διάβασα Μαχφούζ:
«Σπίτι δεν είναι εκεί που γεννιέσαι. Σπίτι είναι εκεί όπου οι προσπάθειές σου να ξεφύγεις… σταματούν.»
Το “αστείο” ήταν πως αμέσως συνδέθηκα.
Ποιος; Εγώ! Με τον Νομπελίστα!
Δεν ξέρω αν ήμουν ακόμα παιδί ή αν είχα ήδη μεγαλώσει, αλλά το ένιωσα σαν δικαίωση.
Πως ναι – δεν είμαι τρελή που προσπαθώ να βρω πατρίδα όχι στον τόπο, αλλά στην παύση της φυγής.
Στη σιωπή.
Στην ανάσα.
Στον Άλλον.
Αυτό ήταν. Εκεί ένιωσα μια πρώτη συγγένεια. Όχι με πρόσωπα. Με λέξεις. Με τη δυνατότητα να σταματήσεις να φεύγεις.
Ο ΑΛΛΟΣ
Ο Άλλος δεν ήρθε σαν όραμα. Ήρθε με βήματα.
Κουρασμένος. Και είπε:
-Δεν θέλω κάτι μεγάλο. Ένα πιάτο φαγητό, ένα χάδι θέλω κι ένα φιλί να μη χρειάζεται να προσποιούμαι.
Κι έτσι κατάλαβα.
Πατρίδα δεν είναι πάντα να γυρνάς. Μερικές φορές είναι να βρίσκεις ποιος σου μοιάζει στο “που δεν άνηκε ποτέ”.
Μια μέρα, ο Άλλος σταμάτησε να τρέχει. Τον περίμενε ένα τάπερ.
Από μένα.
Ένα γυάλινο τάπερ, με φρικασέ.
Όχι φιλοσοφία. Όχι ιδανικά.
Απλώς φρικασέ.
Μέσα στο τάπερ, όλη του η χώρα.
Και ίσως, και η δική μου.
Αν με ρωτήσεις τώρα τι είναι “πατρίδα”, θα σου πω:
Είναι εκεί που μαγειρεύεις για κάποιον και δεν κρατάς σημειώσεις για το αν στο ανταπέδωσε.
Είναι εκεί που μπορείς να πεις: «Κουράστηκα», και να μη σου απαντήσουν:
-Ε, κι εγώ! Δεν είσαι ο μόνος!
Είναι εκεί που δεν χρειάζεται να εξηγήσεις την παιδική σου σιωπή.
Εκεί που δεν σε χειροκροτούν για τη δύναμή σου, αλλά σε κρατούν όταν δεν θες να είσαι δυνατή.
Πατρίδα είναι εκείνη η βιβλιοθήκη της γειτονιάς, όπου ένα παιδί πήγε μόνο του να δανειστεί μια απάντηση, μήπως και την κάνει δική του.
Είναι τα μαλλιά σου, σαν μπερδεύονται απ’ τον αγέρα της.
Τα δάκρυά σου, σαν στεγνώνουν απ’ τον οικείο άνεμο που κατεβαίνει απ’ τα βουνά της.
Το νερό που ζεσταίνει στο μπρίκι του καφενείου χωρίς λόγο – κι εσύ νομίζεις για έναν καφέ.
Και ναι! Πατρίδα είναι και το αυγολέμονο.
Για εκείνο το φρικασέ, σ’ ένα τάπερ -γυάλινο – για τον Άλλον σου.
Το πρώτο πιάτο που έφτιαξες μόνη σου, για κάποιον που αγαπάς.
Με το άγχος να μην κόψει.
Με τη φροντίδα να είναι αρκετό. Και νόστιμο. Δεν ήξερες αν θα πετύχει.
Ήξερες όμως πως, αν του άρεσε, θα είχες φτιάξει πατρίδα σε μια κατσαρόλα.
Για όλους μας.
ΥΓ.
Ευτυχία, Μικρά μου.