Επέστρεφα από το νησί παρέα με ένα ζευγάρι αγαπημένων φίλων μου που, από καιρού εις καιρό, τους φιλοξενώ με πολλή αγάπη.
Ο Άρης ήταν συμφοιτητής μου και όταν τελειώσαμε τις σπουδές μας, έφυγε για μία χώρα της Ευρώπης όπου ζει ακόμα.
Εργάστηκε πολλά χρόνια εκεί, μεγαλούργησε σαν επιστήμων, δημιούργησε μια υπέροχη μεγάλη οικογένεια και αρκετές φορές τον χρόνο, τα τελευταία 10 χρόνια, επισκέπτεται την Ελλάδα.
Η φωνή του έχει κρατήσει πολλά από τον τόπο μας, μα οι χειρονομίες του και η εξωτερική του στάση είναι αλλαγμένη.
«Άρη μου σου λείπει η Ελλάδα» τον ρώτησα.
Χαμογέλασε. «Δεν σταματά ποτέ να σου λείπει» μου απάντησε. «Απλώς μαθαίνεις να ζεις με την απουσία της. Στην αρχή σε πονά μετά τη φοράς σα ρούχο. Η νοσταλγία δε φεύγει ποτέ, απλά υπάρχει μέσα σου. Μαθαίνεις πως πατρίδα δεν είναι εκεί που βρίσκεσαι αλλά εκεί που σε πονά και σε συγκινεί. Να ξέρεις ότι ο μετανάστης κουβαλά δύο τόπους μέσα του: εκείνον που άφησε κι εκείνον που τον δέχτηκε».
«Και τι σου λείπει περισσότερο;»
«Τα ασήμαντα. Ο τρόπος που μιλάμε χωρίς να τελειώνουμε τις φράσεις μας, η θάλασσα όχι μόνο για να κολυμπήσεις αλλά για να τη βλέπεις, ο διαφορετικός ουρανός, οι γειτονιές, οι μυρωδιές, η φασαρία όταν μιλάμε και γελάμε, η μυρωδιά του μαγειρεμένου φαγητού που βγαίνει από τα σπίτια, ακόμη και το μπρίκι του καφέ. Κι ύστερα η αίσθηση πως κάπου ανήκεις, χωρίς να χρειάζεται να το αποδείξεις».
«Όταν έρχεσαι νιώθεις ότι γύρισες σπίτι;»
«Όχι ακριβώς. Όταν λείπεις τόσα χρόνια αλλάζει ο τόπος και μαζί κι εσύ. Επιστρέφεις και βλέπεις πως τίποτα δεν είναι όπως το άφησες και ούτε είσαι κι εσύ είσαι ο ίδιος. Η πατρίδα που νοσταλγώ υπάρχει μέσα μου, όμως έχει αλλάξει πολύ».
«Πως είναι η ζωή εκεί, στα ξένα;»
«Τακτοποιημένη», μου απάντησε. «Όλα λειτουργούν όπως πρέπει τα πάντα στην ώρα τους, οι άνθρωποι ευγενικοί και οι κανόνες ξεκάθαροι. Κι όμως μέσα σε αυτήν την τάξη υπάρχει μια σιωπή που δεν συνηθίζεται. Κανείς δε σε ρωτάει “τι κάνεις”, αν στ’ αλήθεια δεν θέλει να το μάθει. Ζεις με αξιοπρέπεια, αλλά λίγο αποστειρωμένα, χωρίς τη ζεστασιά της ακαταστασίας μας».
«Ναι, μα, έρχεσαι τόσο συχνά στην Ελλάδα».
«Να ξέρεις ότι, στην αρχή χαίρομαι, ύστερα με πιάνει μια γλυκιά μελαγχολία. Οι φίλοι έχουν αλλάξει, οι γειτονιές έχουν άλλο ρυθμό και εγώ κουβαλάω δύο πατρίδες που δεν χωράνε ποτέ στην ίδια βαλίτσα».
«Αν μπορούσες να γυρίσεις μόνιμα θα το έκανες;»
«Δεν ξέρω. Η καρδιά μου θα το ήθελε, το μυαλό μου όχι. Εκεί έχω τη δουλειά μου, τα παιδιά μου, τη ρουτίνα που με ορίζει πια. Ίσως αυτό να είναι το παράδοξο της ξενιτιάς, όταν φεύγεις η πατρίδα μένει μέσα σου, όταν γυρίζεις η ξενιτιά σε ακολουθεί. Μαθαίνεις να ζεις με δύο γλώσσες, δύο ρολόγια δύο τρόπους για να λες “σπίτι”».
«Σε άλλαξε η ξενιτιά;»
«Στην αρχή ντρεπόμουν για την έντονη νοσταλγία μου. Προσπαθούσα να μιλάω λιγότερο ελληνικά, για να μη φαίνομαι “διαφορετικός”. Με τον καιρό κατάλαβα ότι αυτό που με ξεχώριζε ήταν και η δύναμη μου».
«Και τα παιδιά σου;»
«Είναι γεννημένα εκεί, αλλά μεγαλωμένα με ιστορίες από εδώ. Μιλάμε ελληνικά, φτιάχνουμε κουραμπιέδες τα Χριστούγεννα και τσουρέκι το Πάσχα, πάμε στην ελληνική εκκλησία. Δεν ξέρω αν θα ζήσουν ποτέ στην Ελλάδα, θέλω όμως όταν ακούνε τη λέξη “Πατρίδα” να σκέφτονται κάτι ζεστό και όχι μακρινό. Να νιώθουν ότι υπάρχει ένας τόπος, που ακόμη κι αν δεν τον γνώρισαν, τους ανήκει λίγο, όπως αυτά σε εκείνον!»
«Τι λοιπόν είναι η πατρίδα για σένα αγαπημένε μου φίλε;»
«Να σου πω. Για μένα πατρίδα είναι ό,τι με συνδέει με το παρελθόν μας, μας δίνει ρίζες στο παρόν και ελπίδα για το μέλλον και η βεβαιότητα ότι μέσα από εμάς, όσα αφήνουμε πίσω δεν χάνεται ποτέ. Για μένα πατρίδα δεν είναι εκεί όπου βρίσκεσαι, αλλά εκεί όπου σε πονάει και σε συγκινεί. Δεν είναι μόνο τόπος, είναι άνθρωποι είναι τρόπος να βλέπεις τον κόσμο. Ένα τοπίο, μια γεύση, μια λέξη που δε χρειάζεται μετάφραση».
«Και ο πατριωτισμός;» να μια λέξη που πολλοί αποφεύγουν πια.
«Ναι», μου απάντησε. «Γιατί την ταλαιπώρησαν. Δεν είναι κραυγή ούτε σημαία που ανεμίζει. Η λέξη αυτή έχει κουραστεί. Τη φώναξαν πολλοί και τη σιώπησαν άλλοι. Ώσπου άρχισε να φοβίζει, ιδίως όσους πίστεψαν σε ιδέες πιο διεθνιστικές. Για εκείνους ο πατριωτισμός συχνά θυμίζει υποταγή, όχι αγάπη. Τον ξόρκισαν γιατί τον είδαν να γίνεται εργαλείο εξουσίας, σημαία που χωρίζει αντί να ενώνει. Ο αληθινός πατριωτισμός δεν είναι φωνές και σύνορα, είναι να σέβεσαι τον τόπο σου να τον προστατεύεις, να τον κάνεις καλύτερο. Μπορεί να είσαι πατριώτης και ταυτόχρονα προοδευτικός άνθρωπος. Γιατί η αγάπη για τον τόπο σου δεν είναι φόβος για τον ξένο, είναι ευθύνη να κάνεις την πατρίδα σου αξία να αγαπιέται, όχι γιατί είναι τέλεια, αλλά γιατί προσπαθεί να γίνει καλύτερη. Όμως, υπάρχει και ένας άλλος πατριωτισμός: Ο σιωπηλός. Ο ανθρώπινος. Εκείνος που δεν διακηρύσσεται αλλά πράττεται. Είναι η φροντίδα για τον τόπο, η τιμιότητα στη δουλειά. Η ευθύνη απέναντι στους άλλους. Είναι η αγάπη που δεν υψώνει τείχη, αλλά γέφυρες! Ο αληθινός πατριωτισμός δεν αντιμάχεται τις προοδευτικές ιδέες, τις θεμελιώνει γιατί μόνο όποιος αγαπάει τον τόπο του πραγματικά μπορεί να αγαπήσει τον κόσμο».
Η συζήτηση τελείωσε λίγο πριν δέσει το καράβι. Ο Πειραιάς φαινόταν μπροστά μας με τα φώτα του να τρεμοπαίζουν. Μια πολύ όμορφη και άσχημη πόλη μαζί, όπως όλες οι πόλεις της πατρίδας μας! Πόλεις κουρασμένες κι όμως ζωντανές, γεμάτες φωνές, μυρωδιές και μικρές στιγμές ανθρωπιάς. Πόλεις που δεν είναι μόνο σημεία στον χάρτη, αλλά πόλεις της καρδιάς, εκεί όπου αγκαλιάζεται η μνήμη και η αγάπη και σκέφτηκα πως ίσως αυτό να είναι τελικά η πατρίδα μας.
Κλείνοντας τη συζήτηση σκεφτόμουν πως ίσως αυτό να είναι τελικά η ουσία της πατρίδας:
Να χωράει όσους έφυγαν χωρίς να τους κρίνει, κι εμείς που ζούμε σ’ αυτήν, να τους κρατάμε μία θέση στο τραπέζι της μνήμης, έστω κι αν λείπουν.
Η φωνή του φίλου μου, μακρινή και οικεία μαζί, μου θύμισε ότι η πατρίδα δεν είναι μόνο χώμα και σύνορα, αλλά ό,τι μας ενώνει ακόμη κι αν μας χωρίζει η απόσταση. Επίσης μου υπενθύμισε ότι ο πατριωτισμός, στην πιο αθόρυβη μορφή του, δεν είναι περηφάνια που φωνάζει, αλλά τρυφερότητα που επιμένει, ένα βλέμμα αγάπης προς τον τόπο που μας έθρεψε και που χωράει και τον ξενιτεμένο.