Βάφει και ξαναβάφεις.
Αλλάζεις πέργολες… (η υγρασία…).
Μετανιώνεις που άφησες τα ποδήλατα στην αποθήκη… (σκουριάζουν).
Δεν δουλεύει η τηλεόραση…(και δεν βρίσκεται ο ηλεκτρολόγος για την κεραία).
Κουβαλάς. Νερά. Κι άλλα νερά.
Υπόσχεσαι «του χρόνου να πάμε οπωσδήποτε σε ένα νησί που δεν έχουμε πάει…»
Φιλοξενείς. Στρώνεις καθαρά σεντόνια. Μαγειρεύεις. Ψήνεις.
«Όταν είμαστε Αθήνα, κάνω λιγότερα…» σκέφτεσαι.
Τρως τέλεια πρωινά…
Βουτάς στη θάλασσα με το που ξυπνάς.
Βόλτα με ένα φουσκωτό κάποιων φίλων που ήταν κοντά.
Βλέπεις το ηλιοβασίλεμα.
Το ξαναβλέπεις (δεν χορταίνεις).
Μιλάς για τον καιρό. Βασικά για τον αέρα ( «Εδώ δεν το πιάνει ο βοριάς»).
Έρχονται τα παιδιά σου. Τα θυμάσαι μικρά. Να τρέχουν, να κάνουν βουτιές να γελάνε.
Οι παρέες του καλοκαιριού, «Μα γιατί δεν βρισκόμαστε το χειμώνα;»
Και απορείς. Αξίζει όλο αυτό για 2 βδομάδες διακοπές; Άντε και κάποια σαββατοκύριακα;
Το ερώτημα είναι αληθινό και η απάντηση του γιου σου απλή και αφοπλιστική. «Σιγά μωρέ. Δώστε το και λίγο Airbnb»