Ανήκω σ’ αυτούς που με χαρά θα φορούσαν ρολόι, στο οποίο ο χρόνος θα σταματούσε τα ξημερώματα της 1ης Δεκεμβρίου και θα ξανάπιανε τον ρυθμό του στις 20 Ιανουαρίου της επόμενης χρονιάς. Οι επαναλήψεις των jingle bells και της γνωστής διαφήμισης με του Αι Βασίλη τα φλας, με σπρώχνουν επικίνδυνα προς τη χρήση χημικών ουσιών, το ίδιο αποτέλεσμα έχει το μποτιλιάρισμα στα συνήθως έρημα στενά του βορειοανατολικού προαστίου που με φιλοξενεί, ενώ δεν έχω κάνει ποτέ, μα ποτέ, κουραμπιέδες δίπλες ή μελομακάρονα.
Παρόλα αυτά, τις παραμονές της πρωτοχρονιάς τοποθετώ κρυφά και με επιμέλεια μπισκότα σε μικρά πιάτα και γεμίζω φλιτζάνια με γάλα για τον θρυλικό «χο χο χο», που τα εγγόνια μου θα ορκίζονται ότι άκουσαν το προηγούμενο βράδυ να μισανοίγει το παράθυρο, ελλείψει καμινάδας. Επίσης, όσο με καταπιέζουν τα καταναγκαστικά δώρα της εποχής, τόσο απολαμβάνω τα γιορτινά τραπέζια στα σπίτια των φίλων – ίσως περισσότερο κι απ’ όσο απολαμβάνω αυτά που δεν έχουν άλλη αφορμή από την αγάπη που μας δένει και την επιθυμία μας να συναντιόμαστε.
Κι όταν κάθομαι σ’ αυτά, κατά βάθος γουργουρίζοντας σαν γάτα, παίζω μέσα μου το παιχνίδι που παίζαμε με την κόρη μου, επιστρέφοντας παλιά από αντίστοιχα τραπέζια, τότε που -ως single βαριά εργαζόμενη μητέρα- σκεφτόμουν τρόπους που θα κατάφερναν να μας κρατήσουν δεμένες στις δύσκολες στιγμές της δικής της εφηβείας που συνέπιπτε με τη δική μου πρώτη, άγουρη ενηλικίωση: Σενάρια. Αυτά κάναμε, παρατηρώντας στα φανάρια τους επιβάτες των διπλανών αυτοκινήτων. «Κοίταξέ τους!», μου έλεγε. «Η μητέρα της πετούσε συνέχεια μπηχτές στο τραπέζι και τώρα εκείνος παραμένει αμίλητος περιμένοντας ν’ αρχίσει το ποδόσφαιρο, ενώ εκείνη ονειρεύεται ότι θα της κάνει το χατίρι να πάνε για καφέ». Σενάρια, για τον άκληρο θείο που ήταν καθηγητής γεωμετρίας και είχε ετοιμάσει ασκήσεις «για να διασκεδάσουν τα παιδιά», για τον αυστηρό πατέρα – καλλιτέχνη των οφθαλμόλουτρων προς την πλευρά της νεαρής οικιακής βοηθού. Σενάρια-σαχλαμάρες που μας ένωναν με εύκολα χαχανητά, σενάρια που ακόμα κάνουμε με τα εγγόνια μου, σε εκδοχή κατάλληλη για άνω των 8 ετών. Σενάρια που μερικές φορές κάνουν τα μάτια μου να τσούζουν, όπως όταν διάβαζα για πολλοστή φορά το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα: για τη μεσήλικη γυναίκα από τη Γεωργία που εδώ και 12 χρόνια κάνει γιορτές ως εργαζόμενη πρόσφυγας, μακριά από τα δικά της παιδιά και ανακατεύει τη γέμιση, περιμένοντας να χτυπήσει το τηλέφωνό της και να αποσυρθεί, ψελλίζοντας, «έρχομαι αμέσως, κυρία». Σενάρια για τη γιαγιά, που τον Οκτώβριο έκλεισε τα 98 και τα 400 μυαλά της δεν μπορούν να μην επεξεργάζονται τις τρομαχτικές βεβαιότητες που σηματοδοτεί το επιπλέον κερί κάθε χρόνο. Σενάρια για τον αγαπημένο θείο, που καταλαβαίνει ότι η πρόσκληση την οποία έλαβε την περασμένη εβδομάδα από τον παθολόγο του δεν είναι δυστυχώς για πάρτι και για την αγαπημένη ξαδέλφη, που έκανε ότι δεν είδε τις προάλλες τον μεγάλο γιό της με τις κακές παρέες. Και μετά, στρέφω ξανά την προσοχή μου στα ορθάνοιχτα από την προσμονή μάτια των μικρών παιδιών της παρέας, που χτυπούν ανυπόμονα τα πόδια τους κάτω από το τραπέζι μπας και τελειώσει μια ώρα αρχύτερα το φαΐ και μοιραστούν επιτέλους τα δώρα.
Και θέλω να πεταχτώ όρθια και να αρχίσω να μοιράζω αγκαλιές και φιλιά, φωνάζοντας, «Και του χρόνου! Και του χρόνου αδέλφια – και με όλα τα σενάρια ανοιχτά!»