Να ξεκινήσω με την εξομολόγηση ότι το συγκεκριμένο τραγουδάκι δεν μου άρεσε καθόλου, μα καθόλου. Πρώτον, ο στίχος προϋπέθετε ότι στο διπλανό θρανίο καθόταν κάποιο γοητευτικό αγόρι το οποίο, κάθε φορά που μου έδινε το βιβλίο, μου ‘λεγε “σ’ αγαπώ”. Ψευδέστατο! Εμείς φοιτούσαμε σε ίδρυμα θηλέων και ο συγχρωτισμός με αγόρια στην τάξη ήταν βαριά ουτοπία.
Δεύτερον, εγώ δεν ήμουν καθόλου Πασχαλίτσα. Ήθελα ροκιές, Πελόμα Μποκιού, Βλάση Μπονάτσο, Κώστα Τουρνά – κι ακόμα πιο σκληρά ξένα, με ηλεκτρικά πλήκτρα, στριγκές κιθάρες, μπάσα και θεϊκά φωνητικά. Όταν πηγαίναμε λοιπόν μαζί σχολείο, ήθελα πάντα κάτι πιο δυνατό, πιο θυμωμένο, πιο διαμαρτυρόμενο, ψάχνοντας για επαναστάτες άνευ καμιάς αιτίας να καταλαγιάσουν την εντός μου φουρτούνα.
Παρόλα αυτά, έχοντας ξεκαθαρίσει το σχολικό τοπίο -προσωπικό και μουσικό- των 70’s θα πω ότι είχα πολλές συγγενείς: από τις περίπου 30 συνολικά συμμαθήτριες, τουλάχιστον οι 20 ήμασταν μια παρέα, μια οικογένεια, μια γροθιά στα δύσκολα, μια γιορτή στην καθημερινότητα, με τρομερά γέλια, μοιρασμένα μυστικά και θορυβώδεις κοινές εξόδους, όταν μας το επέτρεπαν.
Με κάποιες, κρατήσαμε για καιρό επαφή. Με λιγότερες, η επαφή παραμένει. Στο δικό μου μυαλό, δεν υπάρχει τίποτα πιο φυσιολογικό απ’ αυτό. Συμπορεύεσαι – και ο ρυθμός του κοινού βηματισμού εξαρτάται από την ισχύ της συγκολλητικής ουσίας. Όσες, για παράδειγμα, γίναμε μωρομάνες -όχι μάνες μωρών, δηλαδή, αλλά μάνες σε ηλικία που ήμασταν εμείς ακόμα «μωρά» – σχηματίσαμε ένα κύτταρο αλληλεγγύης, μια φυλή που αντί για τα μπαράκια σύχναζε σε παιδικές χαρές και, αντί να μιλάει για αγόρια και πάθη, μιλούσε για πεθερές και συνταγές. Κι όσο μεγαλώναμε -κι έχουμε ακόμα το προνόμιο να μεγαλώνουμε- οι φυλές ανακατώνονταν σαν τράπουλα. Κύτταρα αλληλεγγύης, ανάλογα με τις συνθήκες. Σπουδές, δουλειές, διαζύγια, αναποδιές, χαρές – ξεχωρίζαμε τα χαρτιά μας από την τράπουλα για να δημιουργούμε πολύτιμες συγγένειες. Από τότε που «πηγαίναμε μαζί σχολείο», προσωπικά, νιώθω ευγνωμοσύνη για εκείνες τις παλιές κολλητές, που όπου ή όποτε κι αν βρεθούμε, απλώς, συνεχίζουμε την κουβέντα. Είναι η ίδια ευγνωμοσύνη που νιώθω για τις σημερινές συγγένειες – φιλίες που ξεκίνησαν αργά μεν, αλλά έχουν προλάβει να στεριώσουν, νέες γνωριμίες, παλιοί έρωτες που ανακαινίστηκαν.
Mια αλυσίδα αγάπης, κατανόησης, κοινής πορείας, νοιαξίματος, βαθιών συναισθημάτων και, κυρίως, αλληλεγγύης, γιατί η ζωή είναι πολύ μπερδεμένη και το «λυσσάρι» της θέλει παρέα. (Έτσι, για να θυμηθούμε τα χρόνια που “Πηγαίναμε Μαζί Σχολείο”).