Πώς εξαργυρώνεις ένα Φλος Ρουαγιάλ!

On the rocks & and on the road
Και να σε ζω, ζωή
με Αγία αλητεία
και με τζαζ
ήθελα
Μα κράτησα
το «τζαζ» να λειτουργώ
και τ’ άλλο
στο κεφάλι
έμεινε
σε γυάλα
σφηνωμένο
Κι ένα όνειρο, ειρωνεία
το χτίζανε οι άλλοι μου
για μένα συνεχώς,
χώρια από μένα
κι εγώ ν’ ακολουθώ.
Ατέλειωτα ταξίδια
ήθελα
σ’ ατέλειωτους τους δρόμους
Μ’ έρωτα κι αλκοόλ
και που και που καπνό,
τ’ όνειρο να θολώνει
αυτό που ήταν ξένο μου
Και με συνάντησες
Κάτι σου θύμισα ,από σε
κι απ’ την μποέμ ευχή σου
«Προφήτης» είπες
Και τότε το κατάλαβες
πως ήθελες να ζήσεις
Σ’ ένα καράβι να ‘τανε
ευρύχωρη η ψυχή σου
Και στ’ on the road
απ’ τ’ on the rocks
ξεκίνησε η πορεία
-Ευτυχία

Φεβρουάριος, Μικρά μου!
Τσουχτερός ή μήπως φλογερός;
Πώς θα ΄ταν αλήθεια, ο Φεβρουάριος της ζωής;
Ο μήνας του τέλους του χειμώνα, ή ο μήνας πριν την άνοιξη;
Θα σας πω μια ιστορία, Μικρά μου. Μια ιστορία αγάπης και ίσως κάτι παραπάνω από μια τέτοια ιστορία, με περίπλοκη ροή για την ανθρώπινη σχέση ενός Τέντζερη που βρήκε την Καπάκη.
Κάποτε, περίπου μισό αιώνα πίσω (συν, πλην) γεννήθηκε ένας Τέντζερης σ’ ένα κοινό μαιευτήριο της Αθήνας και τη βραδιά εκείνη, 2 Μοίρες παίξανε πόκερ στην κούνια του. Η Μια όρισε δύσκολα, σκληρά παιχνίδια αχάιδευτης εγκατάλειψης, με τραχιά ανηφόρα μιας φαινομενικά ήσυχης οικογενειακής ζωής. Η Άλλη όμως, έβαλε στο μάτι του μωρού, το αριστερό, ανάμεσα στις βλεφαρίδες, ένα μικρό φλος ρουαγιάλ και του σιγονανούρισε:
«Αν κάποτε στα βρόχια του πιαστείς
κανείς δεν θα μπορέσει να σε βγάλει,
μονάχος βρες την άκρη της κλωστής
κι αν είσαι τυχερός ξεκίνα πάλι».
Κι έτσι, ο μικρούλης Τέντζερης μεγαλώνει, ψηλώνει πολύ και γίνεται κάτι σαν κάδος. Δέχεται μέσα του λογιών-λογιών αντικείμενα, άχρηστα, χρήσιμα, πολύτιμα κι ημιπολύτιμα. Άλλοι τα πετούσαν βίαια κι άλλοι τα τοποθετούσαν ευλαβικά. Όλες οι κοινωνικές συμβάσεις, τα άκαμπτα ‘πρέπει’, οι σκληρές επιταγές και υποχρεώσεις, τοποθετούνται μέσα του, εκεί! Και βαραίνει και φουσκώνει και να κυλήσει δεν μπορεί. Μα όσο κι αν έστεκε εκεί και χορτάριαζε, δεν ξεχνούσε να συνομιλεί την άνοιξη με τις μαργαρίτες που φύτρωναν γύρω του: «Θα μ’ αγαπά; Δεν θα μ’ αγαπά; Θα μ’ αγαπά!»
Στιβαρός σαν κάδος πια, μα με την τρυφερή καρδιά του τέντζερη πάντα, στεκόταν, ανέμενε και προσμονούσε.

Και περνούν τα χρόνια και φτάνει αισίως στη χρονιά της χολέρας, με κωδικό 20/20, όπου εκεί θα συναντήσει για πρώτη φορά την Καπάκη.
Άλλο μοιραίο μωρό, γεννημένο κι αυτό λίγο πριν, σε ανάλογο μαιευτήριο, με 3 Μοίρες όμως να παίζουν πόκα πάνω απ’ το κεφάλι του.
Εδώ τα πράγματα ήταν πιο σκούρα Μικρά μου, γιατί τρεις κάνανε παιχνίδι. Η Λάχεση, η Κλωθώ και η Άτροπος. «Αυτό το μωρό θα πάρει τη μοίρα στους ώμους του!» αναφώνησαν και κτύπησαν … ντούκου! Η Μια όμως, το λυπήθηκε κι έβαλε τη γνώση ενός φλος ρουαγιάλ στο αυτί του.
Κι έτσι η Καπάκη αρχίζει να μεγαλώνει και δίχρονη πια, εκπληρώνει της μοίρας τα γραμμένα «…στους ώμους».
Και περνούν τα χρόνια και η Καπάκη προσπαθεί να προσαρμοστεί σε τόσα «φιλικά» δοχεία, άλλα ψηλά, άλλα κοντά, άλλα βρώμικα, άλλα κενά, μα όλα ακατάλληλα. Σε κάθε νέα εφαρμογή κάτι άλλαζε στο σχήμα της, μα αυτή κάθε πρωί υπομονετικά, με την αρετή του πολεμιστή τραγουδούσε «σφυροκοπώ, πόση σκουριά σου βάλανε, σφυρηλατώ το σχήμα σου ζωή μου» και συνέχιζε.
Φτάνει κι εκείνη αισίως, στο απαίσιον έτος της χολέρας 20/20 και τολμά να δεχτεί, παρά τις απαγορεύσεις, την πρόσκληση –πρόκληση ενός μαθήματος οινογνωσίας, σ’ ένα κρυφό σχολειό. Εκεί, συναντά σε μια τσιμεντένια ταράτσα μιας Πέμπτης ιερής … Ε! καταλαβαίνετε Μικρά μου, το παιχνίδι της Μοίρας.
Ο Τέντζερης αψηλός και μοναχικός κλαυσιγελώντας, μ’ ένα on the rocks στο χέρι κι εκείνη δίπλα, με το διττό λόγο στο στόμα, των στίχων ενός τραγουδιού να σιγομουρμουρά:
«Και να σε ζω ζωή
με Αγία αλητεία και με τζαζ ήθελα
Μα κράτησα το ‘τζαζ’ να λειτουργώ
και τ’ άλλο στο κεφάλι
έμεινε σε γυάλα σφηνωμένο… »
Και στοπ καρέ!
Μια σειρά ασπρόμαυρων φωτογραφιών, χωρίς ήχο, ορίζει τη μη κοινή πορεία τους τα επόμενα τρία χρόνια –όπου αίφνης, η Καπάκη κάνει την ανατροπή. Σε μια δίνη ενός καλλιτεχνικού οίστρου, αναφωνεί την ευχή του ιερού έτους 23:
«Τώρα,
περικυκλωμένος από
απομεινάρια δικαιολογιών
ενός τότε,
ενός μετά.
2 υποσχέσεις δίνω και τις
τιμώ.
3 πνεύματα μέσα μου
να κρατώ
κι άνθρωπος αγαπημένος
να πορευτώ»
Και η Μοίρα της κτυπά τον ώμο χαμογελώντας και της λέει: «καλή μου,…»
Η ΜΟΙΡΑ ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ
«Δεν ξέρω,
αν ήμουν προορισμένη γι’ αυτό
μα ήμουν αποφασισμένη γι’ αυτό»
μονολογεί η Καπάκη.
Κι εκεί ο Τέντζερης, με τη στολή του θεμελιακού γειωτή, σε μεταλιζέ πετρόλ «500» σα βγαλμένος από ντίσκο πάρτυ του ΄70, εμφανίζεται να σώσει την Καπάκη, ένα βράδυ που ’βρεχε , που ‘βρεχε μονότονα, από τους αρχαίους τρελούς ιδιοκτήτες μιας γωνιακής πολυκατοικίας.
Εκείνο το μονότονο βράδυ παίχτηκαν όλα!
Η Καπάκη παρατηρεί κάτι στο αριστερό μάτι του Τέντζερη και τον ρωτά: «πάντα έτσι ήταν αυτό σου το μάτι;» Εκείνος ξαφνιασμένος, καθότι, αν και στα χρόνια της ωριμότητας, δεν είχε παρατηρήσει παρά πρόσφατα, την αριστερή του ιδιοτυπία, απαντά: «Όχι, κάνα δίμηνο, θα πάω σε οφθαλμίατρο». Και καθώς το ακουμπά, πέφτουν τα μικροσκοπικά τραπουλόχαρτα στ’ ακροδάχτυλα του κι έκπληκτος τα κοιτά κι αναφωνεί: «φλος ρουαγιάλ!» καθότι παίκτης πόκας μια ζωή.
Εκείνη τον κοιτά απορημένη, κάτι της θυμίζει η φράση και πριν προλάβει να πει «Ορίστε;» εκείνος τη ρωτά «μπορώ να σ’ αγκαλιάσω;»
«Ορίστε; Ορίστε! Βεβαίως» απαντά αυτή με φυσικότητα.
Κι εκείνη τη μοιραία, τυχερή στιγμή, περνούν από τους έρωτες στα χρόνια της χολέρας, στον έρωτα των χρόνων της αθωότητας που δεν είχαν ζήσει.
Και τι νομίζετε Μικρά μου, πως έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα;
Η ευτυχία είναι ενεργητική διαδικασία.

«Αλλά αν από φόβο σου γυρέψεις
μόνο την ησυχία της αγάπης και
την ευχαρίστηση της αγάπης,
τότε, θα ήταν καλύτερα για σένα
να σκεπάσεις τη γύμνια σου και
να βγεις έξω από το αλώνι της αγάπης.
Και να σταθείς στο χωρίς εποχές κόσμο,
όπου θα γελάς, αλλά όχι με ολάκερο το γέλιο σου
και θα κλαις, αλλά όχι
με όλα τα δάκρυά σου».
Khalil Gibran
Άραγε, ο Τέντζερης άνοιξε τα χαρτιά του τη σωστή στιγμή και εξαργύρωσε το σπάνιο «φλος ρουαγιάλ» του, στην ανηφόρα που λέγεται ζωή, δίνοντας το χέρι του στην Καπάκη; Όχι για ένα «love story» στα χρόνια της ωριμότητας μα για ένα «life story» που μια φορά – και αν – θα σου χαρίσει η Μοίρα;
To be continued

ΥΓ. Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία, Μικρά μου. Συμφωνείτε;

Παρόμοια άρθρα

Λέξεις κλειδιά

NEWSLETTER

Πρωτογενή άρθρα και καινούργιο περιεχόμενο στο email σας κάθε 15 ημέρες

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

Ακολουθήστε το κανάλι μας στο Youtube εδώ

Πρόσφατα άρθρα

04/05/2024

Το Κιντσούγκι (Kintsugi) είναι μια μεσαιωνική ιαπωνική τεχνοτροπία αποκατάστασης «ρωγμών» με σκόνη χρυσού και μια ειδική κόλα που εισχωρεί στα θρυμματισμένα ανοίγματα ενός αντικειμένου από πηλό, πορσελάνη η γυαλί αναπλάθοντας τις ατέλειες με μια νέα αισθητική διάσταση.

JUST A NUMBER

Εγγραφείτε στο Newsletter μας

Τα πιο ενδιαφέροντα άρθρα στο email σας, κάθε 15 ημέρες!

JUST A NUMBER

Εγραφείτε στο Newsletter μας