Ποια είναι η δική σου επόμενη πίστα;

«Παππού αυτό πάτα για να σε βάλει στην επόμενη πίστα!» φώναξε γελώντας ο Γιωργάκης καθώς έδειχνε στον παππού Γιώργη την οθόνη του τάμπλετ.  Παππούς και εγγονός είχαν απορροφηθεί παίζοντας το ηλεκτρονικό παιχνίδι με τις ώρες, κι ο Γιωργάκης, γρήγορος και εξοικειωμένος, δεν χόρταινε να γελά με τον παππού που έμενε στην ίδια πίστα!

«Εσείς το λέτε πίστα, εμείς το λέγαμε «καινούργια αχαρτογράφητα νερά» κούνησε το κεφάλι ο παππούς, χαμογελώντας, και χαϊδεύοντας τρυφερά το κεφαλάκι του εγγονού του.  Δεν χόρταινε να τον καμαρώνει, αλλά και ο μικρός, δεν χόρταινε να ακούει τις ιστορίες του παππού που του διηγιόταν κάθε βράδυ πριν τον βάλει για ύπνο.  Βλέπετε, ο παππούς ήταν χήρος, αλλά καλοστεκούμενος, και οι γονείς του Γιωργάκη δούλευαν και οι δύο ως αργά… Έτσι, παππούς κι εγγονός περνούσαν πολλές ώρες οι δυό τους, και απολάμβαναν την παρέα ο ένας του άλλου, καθώς, στην σημερινή εποχή των αλλαγών και ανατροπών,  οι γνώσεις και οι συμβουλές ήταν αμοιβαίες: ο παππούς πρόσφερε εμπειρίες ζωής, κι ο εγγονός όλη αυτή την άνεση με την τεχνολογία και τις οθόνες αφής, που έπαιζε στα δάχτυλα, λες και τα είχε μάθει ήδη από την κοιλιά της μαμάς του!

«Τι εννοείς παππού;  Και τι είναι τα «αχαρτογράφητα νερά;»  κάρφωσε ο Γιωργάκης τα τεράστια μάτια του όλο απορία στο εκφραστικό, χαραγμένο από τις εμπειρίες πρόσωπο του παππού-Γιώργη… «Είναι εκείνα τα νερά που δεν ξέρεις, που δεν έχεις ξανακολυμπήσει, αλλά πρέπει να ανοιχτείς και να τα διασχίσεις για να βγεις στην επόμενη στεριά» απάντησε ο παππούς κοιτώνας με λατρεία τα απορημένα ματάκια του εγγονού του, που περίμενε ν’ ακούσει μια καινούργια ιστορία.

«Ήταν πριν 24 χρόνια σαν σήμερα που ήρθε η είδηση ότι χάσαμε όλα μας τα χρήματα στο Χρηματιστήριο» ξεκίνησε ο παππου-Γιώργης… «Γύρισα στο σπίτι απελπισμένος και η γιαγιά σου, ενώ ετοίμαζε το τραπέζι έμεινε με τα πιάτα στα χέρια όταν της το είπα… Κόπηκε η όρεξη σε όλους μας, η μαμά σου και ο θείος σου πήγαν στα δωμάτιά τους,  και εμείς για πολλές ώρες μείναμε αμίλητοι.  Ώσπου η γιαγιά σου η Ειρηνούλα έσπασε τη σιωπή και είπε αποφασιστικά:  «Ως εδώ ήταν:  πουλάμε το κτήμα στο χωριό και ξεκινάμε το μοδιστράδικο!  Θα κάνουμε επιδιορθώσεις σε ρούχα και σύντομα θα φτιάξουμε ολόκληρη αλυσίδα με μαγαζιά που θα κάνουν αυτή τη δουλειά.  Θα επιδιορθώνουν ρούχα:  κοντύματα, στενέματα, αλλαγές και μετατροπές που οι άνθρωποι έχουν ανάγκη, μια που τώρα δεν υπάρχουν πια μοδίστρες και όλοι αγοράζουν ρούχα έτοιμα!»  

Εγώ δεν πίστευα στα αυτιά μου: η γιαγιά σου που δεν είχε ποτέ της δουλέψει, που ήταν μια άψογη μητέρα, νοικοκυρά, οικοδέσποινα και σύντροφος, έβγαλε μπροστά σ’ αυτή την καταστροφή ένα αστείρευτο επιχειρηματικό δαιμόνιο και μια τόλμη που παρέσυρε και μένα και μου έδωσε φτερά!  Όπως το είπε, έτσι και το έκανε: την επόμενη κιόλας μέρα βρήκε μια πολύ καλή συμφωνία και πούλησε το κτήμα που είχαμε στο χωριό στον γείτονα που το ήθελε από χρόνια, και μέσα σε λίγες μέρες είχε βρει το πρώτο μας μαγαζί, την «Ασημένια Βελόνα» στο πιο κεντρικό σημείο της περιοχής μας και μάλιστα σε πολύ καλή τιμή!  

Γρήγορα το εξόπλισε, ξαναθυμήθηκε την τέχνη της μοδιστρικής που είχε μάθει από την μητέρα της που βοηθούσε όσο ήταν μικρή, και μέσα στον πρώτο μήνα οι δουλειές άνοιξαν και φτάσαμε να μην προλαβαίνουμε τους πελάτες.  Τελικά, η γιαγιά σου είχε ανακαλύψει «φλέβα χρυσού» με τις επιδιορθώσεις ρούχων που σκέφτηκε να ξεκινήσει την πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μας.  Και τα κατάφερε! 

Σύντομα προσέλαβε δύο βοηθούς και μέσα σ’ έξη μήνες έπιασε και τον διπλανό χώρο και μεγάλωσε το μαγαζί.  Και μέσα σ’ ένα χρόνο, άνοιξε ακόμα δύο μαγαζιά «Ασημένια Βελόνα» σε δύο κοντινά προάστεια, κι αργότερα, τα μαγαζιά έγιναν τριάντα και εύρισκες μια «Ασημένια Βελόνα» σχεδόν σε κάθε εμπορική γωνιά της Αθήνας και του Πειραιά.  Η γιαγιά σου ήταν εκείνη που επέβλεπε τα πάντα στην επιχείρηση, διάλεγε κάθε καινούργιο συνεργάτη, θέσπισε τις αξίες και τους κανόνες σε όλα τα μαγαζιά, έκανε κάθε μέρα επίσκεψη σε τουλάχιστον τρία-τέσσερα για να σιγουρέψει ότι λειτουργούσαν όλα με την ίδια φιλοσοφία, κρατούσαν ίδιες τιμές και εξυπηρετούσαν αποτελεσματικά τους πελάτες.  

«Όλα αυτά τα έκανε μόνη της η γιαγιά;  Χωρίς κανένας να τη βοηθήσει;»  απόρησε ο Γιωργάκης που δεν χόρταινε να ακούει τον παππού του να μιλάει με τόση αγάπη, θαυμασμό και νοσταλγία για την αγαπημένη του Ειρήνη… 

«Μόνη της τα έκανε αγάπη μου» απάντησε ο παππούς, σκουπίζοντας ένα δάκρυ που ξεκίνησε να κυλάει από την άκρη του ματιού του… «Με πίστη, υπομονή, σκληρή δουλειά και αγάπη γι’ αυτό που δημιούργησε…»

«Κι αυτά ήταν τα αχαρτογράφητα νερά για εκείνη;»  συνέχισε ο Γιωργάκης με τα έξυπνα ματάκια του να λάμπουν. «Ήταν η καινούργια της πίστα!»  αναφώνησε καθώς άπλωσε τα χεράκια του κι αγκάλιασε με αγάπη τον παππού του…

Η ζωή πάντα θα σου φέρνει μια καινούργια πίστα… Τόλμησέ την και θα βγαίνεις πάντα πιο σοφός, πιο δυνατός, πιο ανθεκτικός!

NEWSLETTER

Πρωτογενή άρθρα και καινούργιο περιεχόμενο στο email σας κάθε 15 ημέρες

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

Ακολουθήστε το κανάλι μας στο Youtube εδώ

Πρόσφατα άρθρα

JUST A NUMBER

Εγγραφείτε στο Newsletter μας

Τα πιο ενδιαφέροντα άρθρα στο email σας, κάθε 15 ημέρες!

JUST A NUMBER

Εγραφείτε στο Newsletter μας