«Ποτέ δεν με βοηθάει αυτός ο μπαμπάς» σκεφτόταν η Ελεονώρα και φουρκιζόταν που ο πατέρας της δεν την βοηθούσε ποτέ στα μαθηματικά, γενικά στα μαθήματα, αλλά και με ότι καταπιανόταν. «Όλο μου λέει δεν έχει χρόνο γιατί δουλεύει ασταμάτητες ώρες» φούσκωνε και ξεφούσκωνε και σκεφτόταν πως ο μπαμπάς της κολλητής της, της Φανής, όλα της τα έκανε, την βοηθούσε καθημερινά και με τα μαθήματα και με ότι άλλο χρειαζόταν…
«Διάβασε πρώτα όλο το κεφάλαιο, προσπάθησε μόνη σου, και μετά φέρτα να τα δω» της έλεγε ο μπαμπάς της κάθε φορά που του ζητούσε βοήθεια, και μετά, όταν του πήγαινε αυτά που είχε κάνει, ασχολιόταν το πολύ δέκα λεπτά να της εξηγήσει μόνο αυτά που είχε «κολλήσει». Και πάλι, δεν της τα έκανε εκείνος, αλλά την καθοδηγούσε—ειδικά στα δύσκολα—πώς να σκεφτεί και πώς να τα λύσει μόνη της. «Χρήσιμο κι αυτό, δε λέω» σκεφτόταν η Ελεονώρα, αλλά της φαινόταν πολύ καλύτερος ο μπαμπάς της Φανής, που καθόταν μαζί της στο γραφειάκι της και σχεδόν της έλυνε εκείνος όλα τα προβλήματα και στα μαθηματικά και στα άλλα μαθήματα και η Φανή ήταν πάντα τέλεια διαβασμένη!
«Ενώ εμένα με βάζει να παιδεύομαι μόνη μου» έλεγε η Ελεονώρα στη μαμά της και δώστου να παραπονιέται και να γκρινιάζει καθώς συγκρινόταν με τη Φανή και τον μπαμπά της που τα έκανε όλα για εκείνη.
«Κάτι ξέρει ο πατέρας σου» απαντούσε η μητέρα της Ελεονώρας, «εξ’ άλλου, ο μπαμπάς της Φανής, δημόσιος υπάλληλος είναι, σχολάει στις 3 το μεσημέρι και μετά είναι συνέχεια στο σπίτι. «Ενώ ο δικός μας ο μπαμπάς πριν τις 7-8 το βράδυ δεν έρχεται στο σπίτι, αλλά όταν τον χρειάζεσαι είναι πάντα στο τηλέφωνο ή εδώ κοντά σου για να δει τι έχεις κάνει και να σε βοηθήσει. Και μην ξεχνάς πως με αυτόν τον τρόπο εσύ μαθαίνεις καλύτερα από τη Φανή, γιατί ότι κάνεις το έχεις κάνει μόνη σου, με τη δική σου προσπάθεια, την δική σου αξία! Κι αυτό μετράει περισσότερο!»
Η Ελεονώρα, 15 χρονών, δυσκολευόταν να καταλάβει ποια ήταν η «βοήθεια» του δικού της μπαμπά, αφού δεν καθόταν με τις ώρες μαζί της όπως ο μπαμπάς της Φανής. Και όλα αυτά που έλεγε η μαμά της, μάλλον μοιάζανε για δικαιολογίες… «Τέλος, ο μπαμπάς της Φανής ήταν πολύ καλύτερος!» έμενε η Ελεονώρα με το παράπονο, και πολύ θα προτιμούσε κι ο δικός της ο μπαμπάς να ήταν δημόσιος υπάλληλος και όχι επιχειρηματίας που μπορεί να δούλευε και σαββατοκύριακα ή να έλειπε συχνά σε ταξίδια για τη δουλειά του.
Δεν ήταν σε θέση η Ελεονώρα να καταλάβει πόσο πιο πολύτιμη ήταν η βοήθεια που της έδινε ο δικός της ο πατέρας. Ώσπου έφτασε μια μέρα που ο καθηγητής στην τάξη τους έδωσε κάποιες ασκήσεις που δεν είχαν ξανακάνει! Πανικός έπιασε τη Φανή στο διπλανό θρανίο και μάταια προσπαθούσε η Ελεονώρα να την καλμάρει, ανάμεσα στις δικές της προσπάθειες να λύσει την άσκηση. Φυσούσε, ξεφυσούσε η Φανή, όμως η Ελεονώρα γρήγορα έλυσε την άσκηση και σήκωσε το χέρι της μόλις ο καθηγητής ρώτησε ποιος είναι έτοιμος να μοιραστεί την λύση στον πίνακα.
Σηκώθηκε η Ελεονώρα όλο καμάρι, έγραψε την λύση στον πίνακα, εισπράττοντας ένα μεγάλο «μπράβο» από τον καθηγητή της, ενώ όλη η τάξη την χειροκρότησε! «Το μπράβο και τα χειροκροτήματα ανήκουν στον μπαμπά μου» σκέφτηκε κοκκινίζοντας από χαρά η Ελεονώρα, και συνέχισε όλο χαρά να διηγείται την σημερινή της εμπειρία στην μαμά της όταν γύρισε στο σπίτι.
Εκείνο το βράδυ ο πατέρας της γύρισε πολύ αργά από το γραφείο του, κουρασμένος και στενοχωρημένος γιατί είχαν στη δουλειά ένα πρόβλημα με ένα μεγάλο τους πελάτη και έπρεπε να μείνει μέχρι αργά για να το διευθετήσει.
«Μπαμπάκα μου, μπαμπάκα μου» έτρεξε στην αγκαλιά του η Ελεονώρα μόλις τον είδε να μπαίνει από την πόρτα, και τον τρέλανε στα φιλιά «Είσαι ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου και σ’ αγαπώ ως τον ουρανό!» φώναζε ενθουσιασμένη και δεν κρατιόταν να του περιγράψει την επιτυχία της στα μαθηματικά σήμερα στην τάξη. Ο πατέρας της, παρά την κούραση και τις έννοιες του, την αγκάλιασε κι εκείνος με αγάπη κι ένα πλατύ χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του «μικρούλα μου το ήξερα εγώ πώς πρέπει να σε βοηθήσω για να γίνεις δυνατή κι αυτόφωτη» σκεφτόταν μέσα του «κι ας ένιωθες πως σε στριμώχνω και ξέρω τι έλεγες πίσω από την πλάτη μου για τον μπαμπά της Φανής» σκεφτόταν και γελούσαν και τα μουστάκια που δεν είχε, καθώς τα μάτια του δάκρυζαν από χαρά, συγκίνηση κι αγάπη για την μοναχοκόρη του.
Υποστήριξη: Πόση θέλουμε; Πόση μπορούμε; Εγώ θα προσθέσω και το «Πόση χρειαζόμαστε;»
Υπάρχουν στιγμές στην ζωή μας που όντως χρειαζόμαστε έναν ώμο να κλάψουμε, κάποιον να μας καταλάβει, κάποιον να μας βοηθήσει δίνοντάς μας μια γλυκιά «κλωτσιά» τη στιγμή που έχουμε πέσει ώστε να ξανασηκωθούμε. Και πολλές στιγμές θέλουμε υποστήριξη μέσα στην δουλειά μας που μπορεί να χρειαζόμαστε βοήθεια σε κάτι που δεν ξέρουμε, μια δεύτερη γνώμη για να «ξεκολλήσουμε» ή ένα brainstorming για να εμπνευστούμε. Ας μην ξεχνάμε πως οι δυνατοί ζητούν βοήθεια, οι αδύναμοι είναι εκείνοι που δεν ζητάνε…Σε μια ομιλία μου στο TEDx Kids το 2015 με τίτλο “A mom and an entrepreneur” (υπάρχει στο youtube), έκλεισα λέγοντας πως «στα παιδιά μας χρειάζεται να δίνουμε ρίζες και φτερά».
Σήμερα, σαν ειδικός στην Ψυχική Ανθεκτικότητα αυτό που προσφέρω είναι τρόπους σκέψης και πρακτικά βήματα για να καλλιεργεί κανείς εκείνες τις ψυχικές αντοχές ώστε να διαχειρίζεται με επιτυχία τις συνεχείς αλλαγές και δυσκολίες της ζωής, στα προσωπικά, στις σχέσεις και στα επαγγελματικά, όπου σήμερα ζούμε αλλεπάλληλες και γρήγορες προκλήσεις η μια πάνω στην άλλη!