Καλημέρα, καρδιά μου!

Λίαν πρωί Κυριακής.
Καιρός μουντός να βάφει γκρι πινελιές, υγρές, σε μια μέρα προκεχωρημένης Άνοιξης.
Τα οικόπεδα όμορα και τα κτίσματα παλιά και μισοερειπωμένα μέσα. Οι ταμπέλες ανοικοδόμησης, γυαλιστερές και πρόσφατα τοποθετημένες στα σκουριασμένα συρματοπλέγματα, δήλωναν το μέλλον. Το ένα χάλασμα μπατικής τοιχοποιίας, τύπου ντάμας –πρωτοποριακό για την εποχή του – είχε τοίχο αυλής φτιαγμένο από τσιμεντόλιθους. Το άλλο, πιο παλιό, ψαθωτής τεχνοτροπίας με διάκενα, έφερε υπολείμματα κεραμιδοσκεπής. Η ιστορία των δύο κτισμάτων είχε ήδη γραφτεί.
Η πρώτη στάλα της ανοιξιάτικης βροχής έπεσε στην κίτρινη Κεραμίδα, που κείτονταν στο χώμα που κάποτε, εκτελούσε χρέη κήπου.
«Ουπς!» αναφώνησε εκείνη. «Θα λασπωθώ πάλι!» Πρώτη φορά έλεγε τις σκέψεις της τόσο δυνατά, μετά από χρόνια που έστεκε σε μια σκεπή και παρατηρούσε γύρω. Έπρεπε να βρεθεί στο χώμα – πριν 3 χρόνια είχε πέσει χαμηλά – για να ξεθαρρέψει.
Απ’ τον διπλανό μαντρότοιχο, ακούστηκε ένας βρυχηθμός, ή κάπως έτσι! Τρομαγμένη η Κεραμίδα από το θόρυβο, κινείται αργά και κοιτάζει. Ο γκρίζος, τεράστιος Τσιμεντόλιθος, πεσμένος κατάχαμα, αποκομμένος από τους γύρω, ροχάλιζε αμέριμνος!
Δεύτερη, τρίτη, χοντρή στάλα! Η βροχή ήδη έκανε αισθητή την παρουσία της. Η Κεραμίδα, κομψή καθώς αισθανόταν πως ήταν, έπρεπε να μη λασπωθεί. Κινείται πιο γοργά κάτω από τις φυλλωσιές, μα συνεχίζει να παρακολουθεί με περιέργεια τον κοιμισμένο Τσιμεντόλιθο.
Η βροχή δυναμώνει. «Επ! Τι συμβαίνει;» ξυπνά εκείνος μισοθυμωμένος, μισοχαμένος απ’ τον ύπνο. «Φτου! Ανοιξιάτικα βρέχει!» λέει. «Ο καιρός παλινδρομεί» και κινείται και αυτός νωχελικά προς τις φυλλωσιές με διάθεση να συνεχίσει τον ύπνο. Ζαλισμένος όπως ήταν, δεν καλοπαρατηρεί και πατά ελαφρά την άκρη της Κεραμίδας.
«Ω! προσοχή!» φωνάζει εκείνη.
«Με συγχωρεί η δεσποσύνη σου, μα δεν επικοινωνώ» απολογείται εκείνος.
«Δεν είσαι ο μόνος και συγχωρεμένος» του απαντά.
«Τι εννοείς;» τη ρωτά.
Εκείνη τον παρατηρεί προσεκτικά – είχε και πιτσιλιές από ασβέστη πάνω του – και προβληματίζεται αν πρέπει ν’ ανοίξει κουβέντα.
«Παρατηρώ τα τελευταία χρόνια τις απέναντι πολυκατοικίες, τα μπαλκόνια κι απ’ τα ανοιχτά παράθυρα και τις πόρτες, τους ανθρώπους μέσα και θλίβομαι».
Την κοιτάζει με περιέργεια, με ενδιαφέρον και κάτι άλλο αδιευκρίνιστο.
«Έχουν δει τα μάτια μου, χρόνια τώρα, εκατοντάδες ανθρώπους, μα το χάλι των σχέσεών τους όσο πάει κι επιδεινώνεται. Τόσο κοντά ζουν, μα τόσο αλλού! Φοράει καθένας στο κεφάλι του άλλο καπέλο και είναι σα να μιλά άλλη γλώσσα ο νους. Μα πόσο απλό θα ‘ταν να επικοινωνούν με την καρδιά! Όχι εύκολο, μα απλό. Χαμογελάστε ρε, τι σας ζητάνε; μου ‘ρχεται να φωνάξω κάποια πρωινά, όταν ξυπνούν, πίνουν καφέ, μουγκρίζουν σχεδόν μια καλημέρα κι εξαφανίζονται.
Η γλυκιά κουβέντα, η αγαπημένη ματιά, το τρυφερό άγγιγμα, η καλημέρα μ΄ όλο το κορμί, πού; Αυτιστικά απομονωμένοι μέσα στην εγγύτητά τους.»
Την κοίταξε απορημένος μα κι ελαφρά γοητευμένος από την πολυλογία της. Πρώτη φορά άφηνε κάτι να του χαλάει το πρωινό ραχάτι, μα την έβρισκε ενδιαφέρουσα.
«Κοίτα η Κεραμίδα!» σκέφτηκε σιωπηλά. Ο Τσιμεντόλιθος ήταν μοναχικός τύπος και λιγομίλητος. Έκανε παρέα με τους άλλους της μάντρας, τους είχε φίλους έλεγε, μα ποτέ δεν ανοιγόταν, δεν επικοινωνούσε πραγματικά μαζί τους. Σκεφτόταν μέσα στη μοναξιά της παρέας, τις ζωές των άλλων και τη δική του, μα ποτέ δεν άνοιγε βαθιά συζήτηση για τον πόνο του, για τις πεθυμιές, για τα όνειρα. Μόνο κάτι ουζάκια έπινε τα βράδια με τους άλλους, απ΄ αυτά που έμεναν στην αυλή των ανθρώπων.
Την είχε παρατηρήσει 2-3 χρόνια πίσω, όταν είχε πρωτοπέσει στο χώμα απ΄ τη διπλανή στέγη. Της είχε φανεί βαριά η πτώση και εκείνου του φαινόταν και λίγο κούκου μ’ αυτά που μονολογούσε. Μιλούσε με περίεργες λέξεις και ρυθμικά, σα να τραγουδούσε στίχους. Κλεφτά κανά δυο φορές, της είχε ρίξει ένα βλέμμα θαυμασμού. Παρατηρούσε πως έκρυβε την καλή καρδιά της από τις άλλες κεραμίδες, που την παρεξηγούσαν. Έπειτα πούλαγε τρέλα, λέγοντας αλήθειες γι’ αυτές, μέσα σε ιστορίες από τον εαυτό της. Κάποιες, κάνοντας προβολή της εσωτερικής τους ιστορίας αδιαφορούσαν, άλλες, πιο αγαθές στην προαίρεση, αλληλεπιδρούσαν ευχάριστα.
Την περίοδο εκείνη, ο Τσιμεντόλιθος κατάλαβε πως από εκεί που δε το περιμένεις, μπορεί ν’ ακούσεις τη σπουδαία αλήθεια.
Αυτό το πρωινό, παρατήρησε το βλέμμα της απλής, κίτρινης Κεραμίδας. Αυτό το βλέμμα που τον μαγνήτισε και τον γέμισε αισιοδοξία αθόρυβα. Αυτή πάλευε πολύ με τον εαυτό της, ήταν φανερό. Κι αυτός με τον δικό του και την αλήθεια του. Κι όμως επικοινωνούσε μαζί της μ’ ένα περίεργο κώδικα, χωρίς λόγια.
«….και μετά η σιωπή. Κάτι σέρνεται μέσα στα σπίτια τους. Μια γιαγιά, μια ξένη γυναίκα! Έως τ’ απόγευμα, που θα ανταμώσουν στο κουτί τους πάλι. Θα μιλούν, δε θ’ ακούν και θα ξαναφύγουν. Και το βράδυ, πάλι φασαρία. Ίσως τσακωθούν – η μόνη επικοινωνία – θα γκρινιάξουν, θα φάνε, θα κοιμηθούν. Τι ζωή! Δεν είναι άποροι! Είναι άποροι;» συνέχισε εκείνη μέσα στην αναρώτηση.
«Να ‘το πάλι!» σκέφτηκε ο Τσιμεντόλιθος, «μιλά σα να τραγουδά στίχους!»
Αυτός ο τρόπος της, που δεν είχε αγκάθια προς τον άλλον αλλά κατανόηση και παραδοχή, τον γοήτευε. Δρόμος χορταριασμένος, το ήξερε ο Τσιμεντόλιθος, γιατί οι άνθρωποι δεν επέλεγαν να τον βαδίσουν. Σίγουρα δεν ταιριάζουν όλα κι όλοι, μα πολλοί βολεύονταν σ’ αυτές τις σκέψεις και έτσι, έμεναν μακριά από τους υπόλοιπους.
Αυτή, η Κεραμίδα, προσπαθούσε ν’ αλλάξει τον τρόπο σκέψης της να μη θεωρεί σωστό μόνο τον εαυτό της. Κι έτσι, άλλαζε και ο άλλος απέναντί της, μα κι ο κόσμος όλος!
Μαθηματικός στη σκέψη ο Τσιμεντόλιθος, καταλάβαινε πως το δικό του 8, ήταν το ∞ άπειρο της Κεραμίδας, όταν ξάπλωνε.
«Σε ερωτεύω» της λέει ξαφνικά με το μόνο τρόπο που ήξερε να επικοινωνεί. Ντόμπρα!
Τον κοιτάζει εμβρόντητη και μετά απορημένη! Ποτέ δεν είχε δει τον Τσιμεντόλιθο ερωτικά. Τον είχε παρατηρήσει, καταλάβαινε τη διαφορετικότητά του, τον είχε εκτιμήσει, της άρεσε η παρέα του, αν και λιγομίλητος! Αλλά αυτό πάλι; Πώς; Φαινόταν άλλο είδος.
Αν μπει στη θέση του, θα τον δει αλλιώς. Μα ποιος μπαίνει στη θέση του άλλου, πια; Να έρθει αυτός στη δική μου;
«Μμμ! Ενδιαφέρον» σκέφτηκε η Κεραμίδα. «Με κάνει καλύτερη. Αν θέλω σχέση μαζί του, χρειάζεται έμπρακτη μεγαλοψυχία και γενναιοδωρία για να μειωθούν οι αποστάσεις της καρδιάς. Και θα επικοινωνώ με το μέσα μου για να επικοινωνώ και μαζί του» κατέληξε στη σκέψη της.
«Σε ερωτεύομαι» του απαντά. «Η σιωπή δεν κάνει λάθη, μα εγώ επιλέγω να μιλώ κι ας κάνω πολλά».
Αύριο θα έρχονταν οι εργάτες να κατεδαφίσουν.
Η Κεραμίδα και ο Τσιμεντόλιθος όμως, είχαν ήδη πάρει το χορταριασμένο μονοπάτι της κατανόησης και χάρασσαν νέα πορεία.
Διαφορετικά υλικά, μα τί πείραζε; Ήθελαν, άρα και θα μπορούσαν!

Υ.Γ. Μικρά μου!
Ζωές μέσα σε σιωπηλή απόγνωση.
Δυστυχισμένες ζωές.
Παράσιτα, στο θόρυβο της επικοινωνίας, αντί μουσική, σιωπή ανάμεσα στις νότες.
-Ευτυχία

NEWSLETTER

Πρωτογενή άρθρα και καινούργιο περιεχόμενο στο email σας κάθε 15 ημέρες

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

Ακολουθήστε το κανάλι μας στο Youtube εδώ

Πρόσφατα άρθρα

07/09/2024

Η ταχύτατη εξέλιξη της τεχνολογίας στο χώρο της Ιατρικής επηρρεάζει καθοριστικά την ειδικότητα της Ορθοπαιδικής. Έτσι

JUST A NUMBER

Εγγραφείτε στο Newsletter μας

Τα πιο ενδιαφέροντα άρθρα στο email σας, κάθε 15 ημέρες!

JUST A NUMBER

Εγραφείτε στο Newsletter μας