“Τα πρόσωπα της Αθήνας“, της Αρτέμιδος Χατζηγιαννάκη, επιμελημένα εξαιρετικά από τον Νίκο Βατόπουλο, αγκαλιάστηκαν από την πρώτη στιγμή από το φιλότεχνο αθηναϊκό κοινό που επισκέπτεται την γκαλερί του Φιλολογικού Συλλόγου “Παρνασσός”, όπου αυτά φιλοξενούνται έως τις 22 Φεβρουαρίου, για να τα γνωρίσει από κοντά και να τα θαυμάσει.
Στο πλαίσιο της έκθεσης εκτός από τις ξεναγήσεις οργανώνονται παράλληλες εκδηλώσεις και μία εξ αυτών πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 31 Ιανουαρίου. Επρόκειτο για μία ομιλία με θέμα “Καφενεία, ζαχαροπλαστεία, θέατρα και κινηματογράφοι της παλιάς Αθήνα. Ματιές στον κοινωνικό χώρο“. Εκτός από την καλλιτέχνιδα, ομιλητές ήταν η αρθρογράφος Έλενα Ντάκουλα, η συγγραφέας, ξεναγός και εντεταλμένη Δημοτική Σύμβουλος Ιστορικής Ανάδειξης της Πόλης των Αθηνών Άρτεμις Σκουμπουρδή και ο συγγραφέας, δημοσιογράφος και αθηναιογράφος Νίκος Βατόπουλος.

Η μεγάλη προσέλευση του κόσμου ήταν πέραν κάθε προσδοκίας και αυτό είναι μία ένδειξη ότι η Αθήνα, η μαγική αυτή πόλη, με την πυκνή και πλούσια ιστορία εξακολουθεί να προσελκύει το ενδιαφέρον όλων όσοι την αγαπάνε και επιθυμούν να τη γνωρίσουν όσο το δυνατόν καλύτερα. Η ανάδυση του παρελθόντος, μέσα από φωτογραφίες, κείμενα, συζητήσεις, διαλέξεις, γοητεύει, ξυπνά μνήμες, προκαλεί νοσταλγία αλλά ταυτόχρονα περνάει μηνύματα που αναλόγως το πώς θα ερμηνευτούν μπορούν να φανούν ιδιαίτερα χρήσιμα για το μέλλον αυτής της χιλιοτραγουδισμένης πόλης.
Σ’ αυτά που χάθηκαν και δεν υπάρχουν πια ή αρχίζουν ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της αλλά και σε μερικά που, ευτυχώς, αντιστέκονται στον χρόνο, αναφέρθηκαν οι ομιλητές της εκδήλωσης ενώ τα αντίστοιχα έργα της εικαστικού προβάλλονταν στην οθόνη.


Aπό την Άρτεμη Χατζηγιαννάκη ακούσαμε για τον “Απότσο“, το μαγαζί του Βασίλη Απότσου από την Χίο, που ξεκίνησε να λειτουργεί στα τέλη του 19ου αιώνα με την επωνυμία «Β. Απότσος, Εδώδιμα, Αποικιακά». Η πορεία του ήταν εντυπωσιακή. Για ένα μεγάλο διάστημα υπήρξε ο επίσημος προμηθευτής της βασιλικής αυλής και με την πάροδο των χρόνων, κατέληξε σ’ ένα από τα πιο διάσημα ουζερί και δημοφιλή στέκια της Αθήνας. Η πολύ ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, η εξυπηρέτηση, οι εκλεκτοί μεζέδες, μεταξύ αυτών οι πασίγνωστοι… γκαζοκεφτέδες, συγκέντρωνε τους πάντες, από απλούς ανθρώπους μέχρι σημαντικές προσωπικότητες της πολιτικής, της διανόησης και της τέχνης. Ανάμεσα σ’ αυτούς, ο αδελφός της εικαστικού, ο οποίος δεν βρίσκεται εν ζωή, εικονίζεται στο έργο ν’ απολαμβάνει ένα ποτήρι κρασί στο αγαπημένο του στέκι που κι αυτό δεν υπάρχει πια.


Από την Έλενα Ντάκουλα ακούσαμε την ιστορία του ξενοδοχείου Hilton, το ξενοδοχείο τοπόσημο της Αθήνας, το ξενοδοχείο που υπήρξε σύμβολο μίας εποχής και μίας περιοχής, το ξενοδοχείο που έβαλε την χώρα στον χάρτη της παγκόσμιας τουριστικής αγοράς πολυτελείας και εξελίχθηκε σε σημείο αναφοράς αλλά και αγαπημένο στέκι πολλών Αθηναίων καθώς και τόπος διαμονής διάσημων προσωπικοτήτων απ’όλο τον κόσμο.
Ακούσαμε την πολυτάραχη ιστορία του κινηματογράφου Ideal, την “Ακρόπολη του κινηματογράφου” στην Αθήνα, όπως τον αποκαλούσαν, τον δεύτερο παλαιότερο της Αθήνας, απ’ όσους λειτουργούσαν έως πρόσφατα, που κουβαλούσε στη πλάτη του 102 χρόνια ζωής και βρισκόταν στο ισόγειο του εντυπωσιακού Μεγάρου Σλήμαν-Μελά. Με λύπη ακούσαμε ότι το μέλλον του πρωτοπόρου στις τεχνολογικές εξελίξεις Ideal, με τις μεταμεσονύχτιες παραστάσεις και τις “Νύχτες Πρεμιέρας”, που άφησαν εποχή, παραμένει αβέβαιο και ασαφές μια και ολόκληρο το κτίριο πρόκειται να μετατραπεί σε πεντάστερο ξενοδοχείο. Το Ideal είχε υποδεχθεί και είχε διαμορφώσει γενιές ολόκληρες σινεφίλ και μαζί του “σβήνει” ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής κινηματογραφικής πραγματικότητας. Λίγα χρόνια πριν πέσει η αυλαία του, έκλεισαν ακόμη δύο δημοφιλή στέκια που έγραψαν ιστορία στην κοινωνική & γαστρονομική ζωή της πόλης, όπως το εστιατόριο “Ιντεάλ”, και οι λουκουμάδες Αιγαίον”.

Η Άρτεμις Σκουμπουρδή, μας πήγε για καφέ στα πολυτελή καφενεία της παλιάς Αθήνας και συγκεκριμένα τα πέριξ της πλατείας Συντάγματος. Ακούσαμε για το “Καφενείο της Ανατολής”, μετέπειτα “Καφενείο Ζαβορίτη”, που βρισκόταν στο ισόγειο της οικίας Ανδρέου Κορομηλά, (γωνία οδού Ερμού & πλατεία Συντάγματος). Μάθαμε το πως ο Γεώργιος Ζαβορίτης, οδηγός του ατμοκίνητου τροχιοδρόμου της Αθήνας, του γνωστού “Κωλοσούρτη”, κατέληξε να είναι ο ιδιοκτήτης του καφενείου. Μη ικανοποιημένος από τη φύση της εργασίας του, έκανε αμοιβαία αλλαγή επαγγέλματος με τον καφετζή Βασίλη Βασιλείου ο οποίος διατηρούσε μία ξύλινη παράγκα-καφενείο στη μεσημβρινή άκρη της πλατείας, αλλά η συγκεκριμένη δουλειά δεν του άρεσε και θαύμαζε αυτή του Ζαβορίτη.
Ακούσαμε για το αριστοκρατικό “Καφενείο του Ζαχαράτου”, “το δεύτερον και πιο ελεύθερον κοινοβούλιον”, όπως το χαρακτήριζαν, μέχρι το 1960 που έκλεισε. Στέκι πολιτικών, διανοούμενων και κοσμικών αποτελούσε ένα κόσμημα για την πλατεία. Βρισκόταν στο ισόγειο της οικίας Ιωάννου Βούρου (σήμερα το ξενοδοχείο Αthens Plaza).


Ο Νίκος Βατόπουλος, μας περπάτησε στο κατηφορικό κομμάτι της οδού Πανεπιστημίου, στο σημείο που αυτή συναντά την πολύπαθη πλατεία Ομονοίας. Μέσα από φωτογραφίες είδαμε την Αθήνα μίας άλλης εποχής, πριν την επέμβαση της μπουλντόζας. Ακούσαμε για ξενοδοχεία που κατεδαφίστηκαν και στη θέση τους κτίστηκαν πολυώροφα κτίρια, για θέατρα και καφενεία που δεν υπάρχουν πια, αλλά γνώρισαν μεγάλες δόξες στην εποχή τους, όπως το θέατρο Κοτοπούλη, τα καφενεία/ ζαχαροπλαστεία/ζυθοπωλεία “Ηνωμένα Βουστάσια”, “Αστόρια”, “Ηβη”, “Παρθενών” (έχει απαθανατιστεί σ’ έναν πίνακα του Γιάννη Τσαρούχη). Η φωτογραφία με τα «σιντριβάνια της Ομόνοιας», έργο του Γ. Ζογγολόπουλου, και τοπόσημο της πόλης, μας θύμισε το πόσο όμορφη ήταν η πλατεία πριν γίνει αντικείμενο συνεχών αναδιαμορφώσεων.
Ακούσαμε την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ιστορία του Θεάτρου Rex, που κτίστηκε την περίοδο 1935-1937, σε σχέδια των αρχιτεκτόνων Λ. Μπόνη και Β. Κασσάνδρα, ως χώρος διασκέδασης και ψυχαγωγίας. Το “Σικιαρίδειο Μέγαρο Θεαμάτων”, όπως ήταν η επίσημη ονομασία του, ιδιοκτησίας των επιχειρηματιών αδελφών Σικιαρίδη, χαρακτηρίστηκε ως “ουρανοξύστης”, όχι για το ύψος του, όσο για το σχήμα και τη πρόσοψή του, που θύμιζε έντονα τους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης.
Φεύγοντας ο κόσμος, είχε ένα χαμόγελο στα χείλη αλλά και αρκετοί, μία νοσταλγία στα μάτια. Άλλοι θυμήθηκαν τα νιάτα τους και τα μέρη που σύχναζαν, ή που έδωσαν τα πρώτα τους ραντεβού, άλλοι αναπόλησαν την Αθήνα που έζησαν, την πιο ανθρώπινη και ίσως πολύ πιο όμορφη, άλλοι άκουσαν για πολλά απ’ αυτά ίσως για πρώτη φορά και το ευχαριστήθηκαν.
Υπήρξαν όμως και αυτοί που προβληματίστηκαν. Είναι γεγονός ότι η πόλη της Αθήνας, ως ένας ζωντανός οργανισμός, αλλάζει και αυτό είναι κατανοητό και απόλυτα θεμιτό. Αλλά ταυτόχρονα, αυτή κινδυνεύει να χάσει τη μνήμη και την ταυτότητά της. Ιστορικά τοπόσημα εξαφανίζονται, ίχνη του παρελθόντος απαλείφονται, χώροι που άλλοτε υπήρξαν κιβωτοί πολιτισμού ή τόποι συνάθροισης και κοινωνικοποίησης σβήνουν από τον χάρτη, συμπαρασύροντας τις αναφορές μας αλλά και τη σύνδεση με τα βιώματά μας.
Χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή από τους ιθύνοντες, ώστε να μην χαθούν όλα αυτά και να μην επαληθεύονται συνεχώς οι στίχοι του όμορφου τραγουδιού του Νίκου Γούναρη: Όμορφη μ’ Αθήνα/πούν’ τα χρόνια εκείνα/πούν’ τα χρόνια εκείνα/τα παλιά./Λες και σ’ είχαν άχτι/και σε κάναν στάχτη/σαν γριά μ’ αχτένιστα/μαλλιά.