«Γιαγιά τρέχα να δεις το καινούργιο μου μαγιό» φώναξε χαρούμενα η μικρή Άννα από την πρώτη κιόλας μέρα που ξεκίνησαν οι καλοκαιρινές διακοπές της στο χωριό. Κοριτσάκι του δημοτικού ήταν τότε, με δυο μακριές κοτσίδες, η γελαστή Αννούλα, που πάντα πίστευε πως η ζωή της θα ήταν γεμάτη φως. Καλή μαθήτρια στο σχολείο της στην Αθήνα, πάντα περνούσε τα καλοκαίρια της στο χωριό, όπου τα πρωινά μύριζαν φρεσκοψημένο ψωμί και οι αυλές γέμιζαν με το γέλιο των παιδιών.
Κι η Άννα μεγάλωνε, μια κοπέλα αισιόδοξη, γεμάτη όνειρα και διάθεση να κατακτήσει τον κόσμο. Όλα άλλαξαν όταν στα 25 της, μόλις είχε ξεκινήσει την καριέρα της μετά από μεταπτυχιακές σπουδές, διαγνώστηκε με ένα αυτοάνοσο νόσημα. Ξαφνικά, οι πόνοι στις αρθρώσεις, η συνεχής κόπωση και η απογοήτευση έγιναν η νέα της πραγματικότητα. Κάθε μέρα έγινε ένας αγώνας. Τα φάρμακα τη βοηθούσαν, αλλά ταυτόχρονα την έκαναν να νιώθει αδύναμη. Δεν ήταν μόνο η σωματική δυσκολία· ήταν η ψυχική κόπωση που την έριχνε περισσότερο.
Απογοητευμένη και σε βαριά κατάθλιψη, η κάποτε γελαστή Άννα για μήνες, απομονώθηκε. Σταμάτησε να βγαίνει, να δουλεύει, να ζει όπως παλιά. Πίστευε πως το σώμα της την είχε προδώσει, πως δεν είχε πια έλεγχο πάνω στη ζωή της. Η μητέρα της, για να την βοηθήσει και να την παρηγορήσει, κάλεσε την αγαπημένη της γιαγιά να μείνει για λίγο καιρό μαζί τους στην Αθήνα, γιατί και εκείνη εργαζόταν και δεν ήθελε να αφήνει την Άννα μόνη στο σπίτι, φοβόταν τα χειρότερα.
Παρά το ξεβόλεμα, η γιαγιά ήρθε με χαρά στην Αθήνα για να βρίσκεται κοντά στην εγγονή της τώρα που την είχε τόσο ανάγκη. Κάθε μέρα της μαγείρευε και της έλεγε ιστορίες από τα νιάτα της, τους πολέμους, την κατοχή, την πείνα, την φτώχεια και πώς κατάφεραν να τα ξεπεράσουν όλα τελικά. Η Άννα την άκουγε «με μισό αυτί», τόσο απορροφημένη ήταν στη δική της θλίψη και απογοήτευση, χώρια οι αφόρητοι πόνοι σε όλο της το σώμα.
Ώσπου, ένα απόγευμα, η γιαγιά, διηγώντας της μια ακόμα ιστορία από τα παλιά, κατέληξε και της είπε κάτι που θα της άλλαζε τη ζωή: «Αννούλα μου, η ψυχή είναι αυτή που κάνει το σώμα δυνατό. Αν δυναμώσεις μέσα σου, θα δεις πως και το σώμα θα ακολουθήσει.»
Αυτά τα λόγια καρφώθηκαν στο μυαλό της Άννας. Για πρώτη φορά μετά από καιρό, άρχισε να σκέφτεται διαφορετικά. Τι θα γινόταν αν αντί να επικεντρώνεται στο πρόβλημα του αυτοάνοσου, έβρισκε τρόπους να δυναμώσει την ψυχή της; Άρχισε να παρακολουθεί βίντεο από μεγάλους δάσκαλους αυτοβελτίωσης, από ψυχολόγους και ψυχοθεραπευτές. Εμπνεύστηκε κι άρχισε να αναρωτιέται: «Λες; Λες να καταφέρουμε να δυναμώσουμε την ψυχή;»
Το πίστεψε και ξεκίνησε στην αρχή με μικρά βήματα. Κάθε πρωί, αντί να μένει στο κρεβάτι, σηκωνόταν και έκανε έναν μικρό περίπατο. Οι πρώτες μέρες ήταν δύσκολες, αλλά δεν τα παράτησε. Άρχισε να διαβάζει βιβλία αυτοβελτίωσης, να γράφει σε ένα ημερολόγιο όσα ένιωθε, και χωρίς να το καταλάβει καλά-καλά, η σκέψη της μετατοπίστηκε από το «δεν μπορώ» στο «θα προσπαθήσω».
Ένα πρωί, καθώς περπατούσε στο πάρκο, συνάντησε τη Μαρίνα, μια παλιά της φίλη, η οποία την προσκάλεσε σε μια ομάδα γιόγκα. Η Άννα γέλασε. «Εγώ, με αυτά τα πόδια που με πονάνε, να κάνω γιόγκα;» Όμως, η Μαρίνα επέμεινε. Η πρώτη προπόνηση της Άννας στη γιόγκα ήταν δύσκολη. Το σώμα της δεν ανταποκρινόταν όπως ήθελε, αλλά κάτι μέσα της είχε ξυπνήσει. Για πρώτη φορά μετά από καιρό, ένιωθε πως είχε τον έλεγχο: μπορεί όχι στο 100% του σώματός της, αλλά σίγουρα στο 100% της στάσης της απέναντι στη ζωή.
Οι μήνες πέρασαν και η Άννα άρχισε να νιώθει αλλαγή, και τεράστια βελτίωση, όχι μόνο σωματικά, αλλά και ψυχικά. Η γιόγκα τη βοήθησε να αποδεχτεί το σώμα της, να το φροντίζει και να το προσέχει, αντί να το κατακρίνει και να το απορρίπτει. Οι διαλογισμοί την έκαναν να βλέπει τις σκέψεις της πιο καθαρά, να μην πελαγοδρομεί σε σενάρια φόβου, και να διατηρεί ελπίδα και ευγνωμοσύνη γι’ αυτά που έχει και όχι γι’ αυτά που δεν έχει.
Κι έφτασε μια μέρα που η Άννα κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και αντί να δει μια αδύναμη κοπέλα, είδε μια γυναίκα δυνατή «Πόσο δίκιο είχες καλή μου γιαγιά» σκέφτηκε. «Τελικά, όταν η ψυχή είναι δυνατή, τότε και το σώμα ακολουθεί». Ο πόνος δεν είχε εξαφανιστεί, αλλά είχε αλλάξει ο τρόπος που τον αντιμετώπιζε. Δεν τον έβλεπε πια σαν εχθρό, αλλά σαν έναν δάσκαλο που της έδειχνε την αξία της υπομονής και της δύναμης.
Λίγο καιρό αργότερα, αποφάσισε να βοηθήσει και άλλους ανθρώπους. Έφτιαξε μια μικρή κοινότητα γυναικών που αντιμετώπιζαν παρόμοιες δυσκολίες και μαζί μοιράζονταν εμπειρίες, στηρίζονταν και μάθαιναν να αγαπούν τον εαυτό τους ξανά.
Η Άννα δεν έγινε ποτέ η ίδια κοπέλα που ήταν πριν την ασθένεια. Έγινε, όμως, κάτι καλύτερο: μια γυναίκα που είχε μάθει πως η πραγματική δύναμη δεν βρίσκεται στην τελειότητα του σώματος, αλλά στην ανθεκτικότητα της ψυχής. Και με αυτή τη δύναμη, μπορούσε να ζήσει ξανά.