Γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου του 1837 στο Kaditz της Σαξονίας. Ήταν το πρώτο από τα δέκα παιδιά του αρχιτέκτονα Christian Ziller και της Sophie Ziller.
Oλοκληρώνοντας, με διάκριση, τις σπουδές του στη Δρέσδη, προσλήφθηκε στο γραφείο του Δανού αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν (1813-1891), στη Βιέννη. Η εν λόγω συνεργασία υπήρξε καθοριστικής σημασίας τόσο για τη ζωή και την καριέρα του, όσο και για την ιστορία της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Στο γραφείο αυτό, γνώρισε την Ελλάδα, τη χώρα που αγάπησε, έκανε δεύτερη πατρίδα, έμαθε τη γλώσσα της, απόκτησε την υπηκοότητά της, γύρισε απ’ άκρη σ’ άκρη, θέλοντας να γνωρίσει κάθε γωνιά της, δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα μνημεία και τους αρχαιολογικούς χώρους και της άφησε μία σπουδαία αρχιτεκτονική κληρονομιά.
Όταν το 1859 ο βαρόνος Σίμων Σίνας αποφάσισε να χρηματοδοτήσει την ανέγερση της Ακαδημίας Αθηνών, ανέθεσε στο γραφείο του Χάνσεν την εκπόνηση των σχεδίων. Τον Φεβρουάριο του 1861 ο 24χρονος Τσίλλερ έφτασε με τον Χάνσεν στην Αθήνα, ενώ έναν μήνα αργότερα, με επίσημη συμβολαιογραφική πράξη, ο Χάνσεν τού παρέχει, την εντολή και όλη την πληρεξουσιότητα να διευθύνει την οικοδομή της ενταύθα [εν Αθήναις] ανεγειρόμενης Ακαδημίας.
Το μεγάλο ταλέντο του, αλλά και η ενασχόλησή του με την αρχαιολογία και τη μελέτη των αρχαίων και βυζαντινών μνημείων, τον βοήθησαν να προσαρμόσει τις επιρροές του νεοκλασικισμού στα δεδομένα της ελληνικής πραγματικότητας. Με σεβασμό στην εντοπιότητα κατάφερε να συνδυάσει την ελληνική και γερμανική παράδοση, αλλά και να ενσωματώσει στα έργα του αρχαιοελληνικά και αναγεννησιακά στοιχεία, δημιουργώντας έτσι το προσωπικό του, εκλεκτικό, νεοκλασικό στυλ, που το διέκρινε η κομψότητα και η αρμονία. Η αθηναϊκή κοινωνία τον λάτρεψε, από τους βασιλείες μέχρι τους πιο απλούς πολίτες και του εξασφάλισε πλήθος πελατών, με πληθώρα παραγγελιών.
Τη δεκαετία του 1870 αγόρασε μία ακατοίκητη έκταση στην Καστέλα, στην πλατεία Αλεξάνδρας (λιμάνι Ζέας), και έκτισε μία μικρή συνοικία, την επονομαζόμενη “Συνοικία Τσίλλερ” ή “Συνοικία των Επαύλεων”, με βίλλες όπου κατοικούσαν επιφανείς και εύποροι Αθηναίοι, ενώ άλλες αποτελούσαν εξοχικές κατοικίες του Γεωργίου του Α. Οι θείοι τού γνωστού μας “Τρελαντώνη”, ήρωα της Πηνελόπης Δέλτα “καθόντουσαν σ’ ένα από τα σπίτια του Τσίλλερ“, και μέσα από το κείμενο δίνεται μία περιγραφή γι’ αυτή τη συνοικία, που δεν υπάρχει πια. “Επτά ήταν τα σπίτια του Τσίλλερ, όλα στην αράδα κι ενωμένα, το πρώτο, το ακριανό, μεγάλο με τρία πρόσωπα, τ’ άλλα όλα όμοια, με μία βεραντούλα προς τη θάλασσα και μίαν αυλή στο πίσω μέρος, προς τον λόφο. Στο πρώτο, το μεγάλο σπίτι κάθουνταν ο Βασιλιάς, στο δεύτερο μία Ρωσίδα, κυρία της τιμής της βασίλισσας, στο τρίτο ο Αντώνης με τ’ αδέλφια του και τον θείο και την θεία και στ’ άλλα παρακάτω διάφοροι άλλοι που σαν τον βασιλέα, είχαν κατέβει από τας Αθήνας να περάσουν τους ζεστούς μήνες του καλοκαιριού, κοντά στην Πειραιώτικη θάλασσα“.
Απ’ όλες αυτές τις επαύλεις, σώζεται μόνο μία, η οικία του βιομήχανου Π. Πατσιάδη (σημερινή ιδιοκτησία Σταυριανάκου).
Μεγάλο ενδιαφέρον έδειξε και για το Παναθηναϊκό Στάδιο. Το 1868 αγόρασε από τον μεγαλοκτηματία κο Ιωάννη Κάπαρη, έναντι 2.000 δρχ. τον λόφο και άρχισε τις ανασκαφές. Η αποκάλυψη μέρος του Σταδίου στάθηκε η αφορμή για να γνωριστεί και να δεθεί με στενή φιλία με τον βασιλιά Γεώργιο τον Α’. Η επιθυμία του βασιλιά ήταν ν’ ανασκαφεί ολόκληρο το Στάδιο, αλλά ο Τσίλλερ δεν μπορούσε να το αναλάβει και έτσι πούλησε την περιοχή του Σταδίου στον Γεώργιο τον Α’, αντί του ιδίου ποσού που το είχε αγοράσει και εκείνος στη συνέχεια, το πρόσφερε στην Ολυμπιακή Επιτροπή. Για το συγκεκριμένο ανασκαφικό του έργο τού απενεμήθη από τον Γεώργιο τον Α’, το παράσημο του Σωτήρος.
Επίσης, έκανε ανασκαφές στον Ραμνούντα, αλλά και αρχαιολογικές έρευνες στη Μικρά Ασία για την ανακάλυψη της Τροίας, οι οποίες ήταν η αφορμή για να γνωριστεί και να συνδεθεί φιλικά με τον Ε. Σλήμαν, στον οποίον δάνεισε τους χάρτες και τους πίνακες που είχε σχεδιάσει, σπουδαία βοηθήματα για τις επικείμενες ανασκαφές του Γερμανού επιχειρηματία – ερασιτέχνη αρχαιολόγου. Από τις διάφορες αρχαιολογικές μελέτες του εμπνεύστηκε τα διακοσμητικά στοιχεία για τις κατοικίες του.
Από το 1872 και για δέκα χρόνια εργάστηκε ως καθηγητής της αρχιτεκτονικής στη Σχολή των Τεχνών (μετέπειτα Πολυτεχνείο). Απολύθηκε από τη θέση αυτή το 1883 επειδή δεν συγκατένευσε στην πρόταση ορισμένων μελών της επιτροπής ανέγερσης του Μεγάρου Εκθέσεων (Ζάππειο) για υπεξαίρεση ενός σημαντικού ποσού. Προσέφυγε στη δικαιοσύνη για αποζημίωση 12.000 δρχ. την οποία έλαβε μετά από 15 χρόνια!!! Αν και όλο αυτό ήταν μία δυσάρεστη επαφή με την ελληνική πραγματικότητα, η απόλυση τού βγήκε σε καλό, γιατί όπως γράφει ο ίδιος στις “Αναμνήσεις” του, “ύστερα από την αποχώρησή μου από το Πολυτεχνείο, πήρα δια μιας δέκα περισσότερες αναθέσεις, επειδή η πελατεία μου δεν με εύρισκε πια απόντα, αλλά παρόντα στα ατελιέ μου“.
Παντρεύτηκε με τη σολίστ πιάνου, Σοφία Δούδου, κόρη του Κωνσταντίνου Δούδου, Έλληνα εμπόρου από την Κοζάνη, και της Ελένης Κιρίλωφ, με καταγωγή από διαπρεπή οικογένεια του Βουκουρεστίου και απέκτησαν πέντε παιδιά.
Eπι κυβερνήσεως Τρικούπη, και σε ένδειξη αναγνώρισης της άδικης μεταχείρισης (απόλυση), στο θέμα του Ζαππείου, ο Τσίλλερ, διορίστηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών, ως διευθυντής Δημοσίων Έργων, θέση η οποία καταργήθηκε μετά την πτώχευση του ελληνικού κράτους (1893), ελλείψει χρημάτων και οικοδομικής δραστηριότητας. Το ατελιέ του, όπως γράφει “ήταν έρημο και άδειο, σαν ακρωτηριασμένο”. Tη δε εποχή εκείνη υπήρχε μεγάλη αποστροφή ως προ το οτιδήποτε γερμανικό, εξ’ αιτίας της ανθελληνικής στάσης του Κάϊζερ (αδελφού της βασίλισσας Σοφίας) για την επιβολή οικονομικού ελέγχου και αυτή η κατάσταση επηρέασε άμεσα τον Τσίλλερ.
Παρ’ όλα αυτά, του ανατέθηκαν ορισμένες καλές δουλειές, όπως η οικία Μπάγκα (αργότερα ξενοδοχείο “Μέγας Αλέξανδρος”), το ξενοδοχείο “Μπάγκειον”, η ανέγερση του Ορφανοτροφείου Χατζηκώνστα στην οδό Πειραιώς, το κτίριο του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου (Λεωφ. Αλεξάνδρας), για το οποίο τιμήθηκε με το παράσημο του Τάγματος του Φραγκίσκου Ιωσήφ.
Εκτός από αρχιτέκτων ήταν πολύ καλός μηχανικός, αλλά και σχεδιαστής επίπλων πολύ εκλεπτυσμένου γούστου (έπιπλα γραφείου και αναγνωστηρίου της Βαλλιανείου Βιβλιοθήκης, έπιπλα για το Μέγαρο Σλήμαν κά). Ασχολήθηκε με την αντισεισμικότητα των κτιρίων και ήταν ο πρώτος που έφερε τον τεχνητό εξαερισμό και κεντρική θέρμανση στην Ελλάδα.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του σχεδίασε και επέβλεψε την κατασκευή τουλάχιστον πεντακοσίων δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων στην Αθήνα, Κηφισιά, Πειραιά, Αίγιο, Πάτρα, Σύρο, Καλαμάτα, Ζάκυνθο, Κεφαλονιά, Κέρκυρα.
Από τα πιο γνωστά, τα οποία σώζονται, είναι το Ιλίου Μέλανθρον (εκεί στεγάζεται το Νομισματικό Μουσείο), τα Ανάκτορα του Διαδόχου (το σημερινό Προεδρικό Μέγαρο), τα Μέγαρα Δεληγιώργη, Μελά, Σταθάτου, Ψύχα, Κούπα, Πεσμαζόγλου, το Εθνικό Θέατρο, τα Θέατρα των Πατρών και της Ζακύνθου, το Δημαρχείο της Ερμούπολης, η Τράπεζα Αθηνών (οδός Σοφοκλέους), τα ξενοδοχεία “Μπάγκειον” και “Μέγας Αλέξανδρος”, ο Ι.Ν. του Αγίου Λουκά Πατησίων, ο Ι.Ν. του Αγ. Γεωργίου του Ορφανοτροφείου Χατζηκώνστα, ο Ι.Ν. Αγίας Τριάδας στον Κεραμεικό. Επίσης, στο Α’ Νεκροταφείο υπάρχουν μνήματα και μαυσωλεία που είχε σχεδιάσει (οικογενειακό τάφο οικ. Νεγρεπόντη, Μαυσωλείο Ε. Σλήμαν, Μνημείο της οικ. Ευσταθίου Ευγενίδη).
Μία ατυχής επιχειρηματική συνεργασία με δύο Γερμανούς, αποδείχθηκε καταστροφική, με αποτέλεσμα να περιέλθει σε οικονομική δυσχέρεια. Όπως διαβάζουμε σ’ επιστολή που έστειλε η κόρη του Ιωσηφίνα στη θεία της Helene στο Ομπερλεσνιτς, “Ο μπαμπάς, πάντως δεν στάθηκε διόλου τυχερός με τις επιχειρήσεις του τα τελευταία χρόνια. Ο Μίλλερ και ο Φίσερ αποδείχθηκαν κι αυτοί αναξιόπιστοι και αν δούμε την ουσία, αποκαλύφθηκαν ως απατεώνες.”
Η οικία του, στην οδό Μαυρομιχάλη, υποθηκεύθηκε, αργότερα βγήκε σε πλειστηριασμό και πουλήθηκε το 1912 έναντι 150.000 δρχ. στον τραπεζίτη Διονύσιο Λοβέρδο, ο οποίος στέγασε εκεί την αξιόλογη συλλογή του από εικόνες μεταβυζαντινής εποχής. Μέχρι την πώληση του σπιτιού, όπως γράφει στη θεία Helene, η κόρη του Ναταλί, “η οικογένεια, εκτός τη Σοφία, είχε μεταφερθεί στα δωμάτια του υπογείου, που τον χειμώνα έχουν ωραία ζέστη, επειδή στο σπίτι έχουμε κεντρική θέρμανση” και η οικία είχε μετατραπεί σε πανσιόν για κυρίες για τις οποίες οι κόρες του μαγείρευαν τρία γεύματα την ημέρα, η δε σύζυγός του, παρέδιδε μαθήματα πιάνου και ό,τι έβγαζε τα έδινε για την πανσιόν.
Μετά την πώληση και της θερινής τους έπαυλης στην Κηφισιά (Πεσμαζόγλου 12), μετακόμισαν οικογενειακώς στον χώρο που διατηρούσε ως γραφείο, σε κτίριο στη συμβολή Κανάρη και Σόλωνος, το οποίο είχε κτίσει ο ίδιος. Αν και μεγάλος σε ηλικία συνέχισε να εργάζεται, αλλά η οικονομική του κατάσταση ποτέ δεν βελτιώθηκε.
Πέθανε στις 12 Νοεμβρίου 1923 και ενταφιάστηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Ο κοσμοπολίτης, οξυδερκής, ιδιοφυής, πολυσχιδής Τσίλλερ, ακούραστος και παθιασμένος με την δουλειά του αλλά και με τη χώρα μας, άφησε πίσω του ένα τεράστιο έργο, διαμορφώνοντας με τα κτίρια του τη φυσιογνωμία του ελληνικού αστικού χώρου των τελών του 19ου – αρχών 20ου αιώνα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αδάμη – Καρδαμίτση Μάρω, Παπανικολάου-Κρίστενσεν Αριστέα. ERNST ZILLER. ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ. Περικοπαί – Σημειώματα υπό κ. Ι. Τσίλλερ – Δήμα. Εκδόσεις LIBRO, Αθήνα, 1997.
- Αδάμη – Καρδαμίτση Μάρω, ΕΡΝΤ ΤΣΙΛΛΕΡ 1837-1923. Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΚΛΑΣΙΚΟΥ. Εκδ. ΜΕΛΙΣΣΑ, Αθήνα, 2006.
- Αδάμη – Καρδαμίτση Μάρω, Δανιήλ Μαρία. Το Α’ Κοιμητήριο της Αθήνας. ΟΔΗΓΟΣ ΤΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ. Εκδ. ΟΛΚΟΣ, Αθήνα, 2016.
- Δέλτα Πηνελόπη, ΤΡΕΛΑΝΤΩΝΗΣ. Εκδ. Βιβλιοπωλείον της “ΕΣΤΙΑΣ” Ι.Δ. Κολλάρου & Σιας Α.Ε., Αθήνα 1970.
- Κασιμάτη Μαριλένα, ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΡΝΣΤ ΤΣΙΛΛΕΡ. Εκδ. Peak Publishing, Αθήνα, 2020.
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ