Δεν ξέρω, γιαγιά, αν θα ήμουν αυτό που είμαι σήμερα (…γιαγιά κι εγώ τώρα) αν δεν είχα ζήσει τόσα παιδικά και εφηβικά καλοκαίρια, στο σπίτι σου στην επαρχία. Ένα σπίτι, που το βλέπω ακόμη στα όνειρα μου και που αυτά που έζησα μέσα στους χώρους του, καθόρισαν την σκέψη μου και την ψυχή μου δια βίου.
Δεν υπάρχει περίπτωση να επισκεφτώ την πόλη που ζούσες και που μαζευόμαστε τα καλοκαίρια αδέλφια και ξαδέλφια, και να μην πάω την γειτονιά και να μην σταθώ για αρκετή ώρα μπροστά στο, τότε, σπίτι σου αναπολώντας τα ευτυχισμένα καλοκαίρια που έζησα. Μια ασυνείδητη σπουδαία εγγραφή, βάλσαμο σε πολλές μετέπειτα δύσκολες στιγμές.
Στέκομαι αρκετή ώρα μπροστά του και στήνω νοερά την εικόνα του τότε σπιτιού …, αφαιρώντας την «κεραία πιάτο» που καπελώνει, σήμερα, την όμορφη σκεπή του, καθώς και την «πόρτα ασφαλείας», που εξοβέλισε την υπέροχη ξυλόγλυπτη με το «ρόπτρο χεράκι» που με μανία χτυπούσαμε χωρίς λόγο, γιατί η πόρτα ήταν πάντα ανοιχτή με το κλειδί πάνω στην κλειδαριά, ώστε να είναι απρόσκοπτη η πρόσβαση σε κάθε επισκέπτη .
Πάνε και τα ξύλινα παντζούρια, που τα μεσημέρια τα κούφωνες, για μείνει έξω η κάψα του καλοκαιριού και που από τα κενά τους κρυφοκοιτάζαμε τα δρώμενα στη γειτονιά, κι αντικαταστάθηκαν από «κουφώματα αλουμινίου» πάνω από τα οποία είναι το εξωτερικό κουτί του κλιματιστικού.
Μια νοερή βόλτα μέσα στο σπίτι ,μου φέρνει στο νου το ψυγείο IZOLA ,για το οποίο καμάρωνες όταν αντικατέστησε το ξύλινο ψυγείο του πάγου, με την βρυσούλα και τα ανάγλυφα φρούτα στην πρόσοψη. Θυμάμαι την γκαζιέρα που μαγείρευε τα μοσχοβολιστά φρέσκα φασολάκια, (που δεν μας άρεσαν κι όλας). Αυτή η μυρωδιά έμεινε από τότε αποτυπωμένη στο μυαλό μου.
Η τραπεζαρία με τα τεράστια λιονταρίσια πόδια , με τρόμαζε. Δεν ξεχνώ τα σιδερένια κρεβάτια με το σκληρό στρώμα και στολισμένα με κουβέρτες δαντελέ, που έφκιανες με το βελονάκι.
Θυμάμαι το σαλόνι μετά λευκά καλύμματα (λόγω καλοκαιριού) και τόσα άλλα έπιπλα που ποτέ δεν αντικατέστησες με «δανέζικα» σε πείσμα των καιρών.
Δεν ακούγεται πια η κλαψιάρικη φωνή του Καζαντζίδη και τα «Ηλιοβασιλέματα» της Μαίρης Λίντα από το τζουκμπόξ του γωνιακού καφενείου γιατί έγινε all day καφετέρια.
Έριξα και μια ματιά στην πίσω αυλή και νοστάλγησα τα μπουγελώματα και τις τσιρίδες…
Και τώρα, γιαγιά, κάθονται δυο τρία παιδάκια, κάτω από τη μουριά, αμίλητα, στοχοπροσηλωμένα στα κινητά και τα τάμπλετς τους, προφανώς μην ξεφύγει από την οθόνη κανένα τέρας από τα παιχνίδια βίας ,που με μανία τα απασχολούν. Τι να κάνουμε, τα πάντα προχωράνε με ασύλληπτες ταχύτητες. Έτσι είναι τα πράγματα σήμερα.
Εγώ φέρνω στο μυαλό μου, σαν κινηματογραφική ταινία, τα συναισθήματα, τις μυρωδιές, τα ακούσματα, τις γεύσεις του τότε και θυμάμαι τα πρωινά στο τραπέζι της κουζίνας με το καρό τραπεζομάντιλο, τη γκρίνια που ρίχναμε για το κατσικίσιο γάλα και το ψωμί με βούτυρο (για να παχύνουν κάνα δυο κιλά τα παιδιά, άσχετα αν σε όλη τους τη ζωή βασανίζονται να τα χάσουν και αδιάφορο αν το τραύμα της παχυσαρκίας δεν θεραπεύεται.)
Θυμάμαι τα μεσημέρια μετά τη θάλασσα, τη βάσανο του μεσημεριανού ύπνου και ένα σφυριχτό σσσσσστ από το δωμάτιο σου όταν χαχανίζαμε με το τίποτα και λουφάζαμε μέχρι ν ´ακούσουμε τον παγωτατζή να διαλαλεί την πραμάτεια του, ώρα που τέλειωνε και το μεσημεριανό απαγορευτικό σιωπητήριο και να πεταχτούμε στο δρόμο για το απογευματινό παγωτό ξυλάκι ή χωνάκι,´
και μετά να τρέξουμε πίσω από τον καταβρεχτήρα του δήμου, να εξοντωθούμε στην ποδηλατάδα και το κρυφτό! Και τα βράδια, ερείπια πιά, πέφταμε ξερά στα κρεβάτια κάτω από τις κουνουπιέρες γιατί έβγαιναν παγανιά τα κουνούπια,
Αχ βρε γιαγιά, αυτή την ασφάλεια, αυτή την ξενοιασιά και την ευτυχία τις θεωρούσαμε δεδομένες…..δεν ξέραμε τι μας περιμένει!
Σήμερα, γιαγιά μου, είμαι κι εγώ γιαγιά.
Έχω κι εγώ ένα καλοκαιρινό σπίτι και προσπαθώ να δημιουργήσω αναμνήσεις στα εγγόνια μου. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω όπως εσύ. Το προσπαθώ πάντως.
Για παράδειγμα, άλλαξα τα ηλεκτρικά σε ηλεκτρονικά για να εξυπηρετούνται οι παντός τύπου δορυφορικές λήψεις.
Η κουζίνα έπηξε στις έξυπνες συσκευές και σε καφετιέρες για κάθε είδος καφέ.
Η μεγάλη αυλή το βράδυ μετατρέπεται εύκολα σε home cinema.
Αυτόματα ποτίσματα και φωτισμούς στον κήπο που δεν νομίζω όμως να συγκινούν κανέναν.
Το δωμάτιό μου, όμως έχει δικά σου έπιπλα !
Διαφορετικές συνήθειες, διαφορετικοί θόρυβοι, διαφορετική κίνηση στο χωροχρόνο!
Όμως η αγάπη που δίνεται και παίρνεται είναι ίδια όπως στο δικό σου σπίτι, Η ευχαρίστηση και τα γέλια διάχυτα. Η απόλαυση του μεσημεριού κάτω από την μπουκαμβίλια παρούσα!
Ο καθένας παίρνει τον δρόμο του, όμως ακόμα οι καρδιές είναι μαζί και δεν αλλοτριώνονται από τις ψηφιακές εφαρμογές.
Έπρεπε να γίνω κι εγώ γιαγιά για να καταλάβω τα λόγια σου: «Ο χρόνος και η ηλικία δεν γίνονται αντιληπτά έως ότου τα ζήσεις και τα δύο».