Η Νεράντζ(ι)α της Καρδιάς μας

«Μπαμπά μπαμπά έλα να δεις πόσο ωραίο το έκανα αυτό το κομμάτι που μου έβαλες να κάνω» φώναξε η μικρή Πωλίνα στον μπαμπά της… Είχαν φύγει από την Αθήνα και είχαν πάει στο εξοχικό τους που μόλις είχε τελειώσει—το έχτισε ο ίδιος ο Τζον για να πηγαίνουν τα καλοκαίρια όλοι μαζί—και τώρα ήταν στο τελευταίο στάδιο, που έπρεπε να περαστεί όλο το πάτωμα με μια ειδική κρέμα, να λουστραριστεί και μετά να ξαναπεραστεί άλλη μια φορά, να γυαλιστεί, έτσι ώστε τα πλακάκια να αποκτήσουν προστασία και να μην ξεθωριάζουν. 

Και είχαν πάει για πέντε μέρες, μπαμπάς και κόρη οι δυό τους, ενώ η μαμά με τον αδελφό της Πωλίνας είχαν μείνει στην Αθήνα, γιατί είχε κάποιες εξετάσεις να δώσει ο μικρός και έπρεπε να διαβάσει. 
Έτσι, έλαχε στην Πωλίνα να γίνει ο βοηθός του μπαμπά για να ετοιμάσουν το σπίτι γι’ αυτό το πρώτο καλοκαίρι.  Ήταν ένα σπίτι πάνω στη θάλασσα, άνοιγες την πόρτα και έβγαινες στα βότσαλα… ήταν κοντά στην Αθήνα, κι έτσι θα μπορούσε εύκολα να μετακομίζει για ολόκληρο το καλοκαίρι η μαμά με τα δυο παιδιά, και ο μπαμπάς να πηγαινοέρχεται για την δουλειά του στην Αθήνα όσο το χρειαζόταν.  

Το σπίτι ήταν αρκετά μεγάλο και άδειο όπως ήταν, μπαμπάς και κόρη μοίραζαν τις επιφάνειες και με τις οδηγίες του μπαμπά υπολόγιζαν πως μέσα σε πέντε μέρες θα το είχαν ολοκληρώσει.  Έμεναν σ’ ένα μικρό πανδοχείο πολύ κοντά στο σπίτι, και ξεκινούσαν από το πρωί, έκαναν ένα διάλειμμα το μεσημέρι και σταματούσαν το απόγευμα.  Και μετά έτρωγαν έξω οι δυο τους και ο μπαμπάς έλεγε ιστορίες στην μικρή Πωλίνα που τον άκουγε με τα μάτια, τ’ αυτιά και την καρδιά όλα ανοιχτά!

Πόσο τον θαύμαζε και τον αγαπούσε τον μπαμπά της η Πωλίνα… Ήταν όμορφος, δυνατός, γελαστός, εργατικός, και πάντα είχε τόσο όμορφα πράγματα να διηγηθεί!  Αληθινές ιστορίες από τη ζωή του, όχι παραμύθια με δράκους και πριγκήπισσες που η Πωλίνα βαριόταν να ακούει.  Ο μπαμπάς της έλεγε για τις δύσκολες εποχές, για τότε που μεγάλωνε στην Πόλη με την αυστηρή γιαγιά της, για τότε που πολύ νέος ήρθε στην Αθήνα και έπρεπε να παλέψει τα πάντα από το μηδέν. 
Και πάντα της τόνιζε πως από τα δύσκολα μαθαίνουμε, αποκτάμε δυνάμεις και κουράγιο να συνεχίζουμε… Της μάθαινε πως μπορεί να δημιουργήσει ότι κι αν θέλει, και πως κάθε φορά που προσπαθεί και δουλεύει σκληρά οι κόποι της θα ανταμείβονται… πως η εντιμότητα και η ακεραιότητα είναι κορυφαίες αρετές, πως όταν δίνει το λόγο της πρέπει πρώτα εκείνη να τον τιμά και να τον τηρεί!   

Εκείνες τις πέντε μέρες, η ευτυχία της Πωλίνας ήταν ανείπωτη που είχε τον μπαμπά της τόσο πολλές ώρες κοντά της και είχε την ευκαιρία να του δείξει πως μέσα από τα μικρά της χεράκια μπορούσε να προσφέρει κι εκείνη στην οικογένεια.  Μα πιο πολύ απολάμβανε τις καληνύχτες που την φιλούσε και την σκέπαζε και τις καλημέρες με γέλια και χαρές, παρά την κούραση που τους περίμενε!  Έφτασε και η τελευταία μέρα, και πριν φύγουν για την Αθήνα μπαμπάς και κόρη καμάρωσαν το έργο τους, ένα πάτωμα που έλαμπε μέσα σ’ ένα πανέμορφο σπίτι πάνω στη θάλασσα.  Και στον κήπο, ο μπαμπάς είχε ζωγραφίσει γαλάζιο ένα χώρο που έφτιαξε για να παίζουν ρακέτες και είχε πει «Αν ποτέ φτιάξουμε πισίνα θα είναι εδώ». Αποχαιρέτισαν, μπήκαν στο αυτοκίνητο και γύρισαν στην Αθήνα.  

Λίγες μέρες αργότερα, όλη η οικογένεια μετακόμισε στο καινούργιο εξοχικό για καλοκαίρι!  Από τότε, κάθε καλοκαίρι η οικογένεια περνούσε εκεί τα καλοκαίρια της.  Η Πωλίνα μεγάλωνε, μπήκε στην εφηβεία, άρχισαν τα πρώτα σκιρτήματα, κατάφερε τον μπαμπά της να της πάρει ποδήλατο να πηγαίνει βόλτες, κι εκείνος, αυστηρός όπως ήταν της είχε πει:  «Ναι θα πηγαίνεις, από τη μια άκρη του χωριού στην άλλη, και κάθε φορά που θα περνάς, θα χτυπάς και το κουδούνι του ποδηλάτου για να ξέρουμε πού είσαι»  Ήταν αυστηρός ο  μπαμπάς της και δεν την άφηνε να κάνει παρέα με τα άλλα παιδιά του χωριού, γι’ αυτό και η Πωλίνα έκανε μόνη της μπάνιο κάτω από το σπίτι και κοιτούσε με ζήλεια τα άλλα παιδιά που ήταν όλα μαζεμένα γύρω στα πενήντα μέτρα πιο πέρα από το σπίτι τους. 

Τα χρόνια πέρασαν, αλλά το σπίτι στην θάλασσα ήταν πάντα εκεί για να τους περιμένει τα καλοκαίρια… τα παιδιά μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν και «σκόρπισαν» και για πολλά χρόνια πήγαιναν ο παππούς και η γιαγιά μόνοι τους, ενώ η Πωλίνα και ο αδελφός της πήγαιναν πολύ λιγότερο, κάποια καλοκαίρια μπορεί και καθόλου…

Μέχρι που ο μπαμπάς έφυγε… η Πωλίνα ήταν απαρηγόρητη… η ίδια ζούσε δυστυχής ήδη μέσα σ’ έναν όχι και τόσο καλό γάμο, ήρθε και ο χαμός του αγαπημένου της μπαμπά και την αποτελείωσε… πέρασε βαθιά κατάθλιψη, φόρεσε τα μαύρα για έξι μήνες και δεν ήθελε να τα βγάλει… μέχρι που εκεί στα διαδικαστικά και στα κληρονομικά, συμφώνησαν με τον αδελφό της να πάρει εκείνος το μεγάλο σπίτι στην Αθήνα και εκείνη το εξοχικό που λάτρευε και τόσο της θύμιζε τον μπαμπά της… 

Και βάλθηκε να το φτιάξει, να το ανακαινίσει, να το περιποιηθεί, να του βάλει καινούργια έπιπλα, να το κάνει ένα πλήρες, οργανωμένο και εξοπλισμένο σπίτι, σαν να ήταν σπίτι της πόλης, και όχι μόνο ένα εξοχικό! Εύρισκε παρηγοριά σ’ αυτή την διαδικασία, λες και το κάθε τι που έφτιαχνε την έφερνε πιο κοντά στον μπαμπά της!  Κάθε φορά που επισκεύαζε κάτι, που αγόραζε κάτι καινούργιο, το έλεγε νοερά στον μπαμπά της, κι αμέσως έβλεπε το πρόσωπό του να της χαμογελάει… Πόσο της έλειπε… Και βέβαια, μιλώντας με τον εργολάβο, του ανέθεσε να φτιάξει την πισίνα ακριβώς εκεί που ο μπαμπάς της είχε βάψει γαλάζιο τον χώρο για τις ρακέτες.  «Μπορεί να μην παίζουμε ρακέτες πια, όμως μπαμπά μου, εγώ την φτιάχνω την πισίνα που ονειρεύτηκες»  έλεγε μέσα της η Πωλίνα και τα μάτια της δάκρυζαν… και ερχόταν η εικόνα του χαμογελαστή, λες κι άκουγε το γέλιο του στ’ αυτιά της…

Πέρασαν κι άλλα χρόνια, η Πωλίνα χώρισε, έμεινε μόνη γιατί τα παιδιά της μεγάλωσαν και το καθένα ξεκίνησε σπουδές στο εξωτερικό, αργότερα παντρεύτηκαν και άνοιξαν τα φτερά τους για τις δικές τους φωλιές.   Εκείνη εξακολουθούσε να εργάζεται, αλλά πάντα—μα πάντα, χειμώνα καλοκαίρι—Παρασκευή βράδυ έφευγε από την Αθήνα και πήγαινε σ’ αυτό το ευλογημένο σπίτι μέχρι την Δευτέρα το πρωί.  Και κάθε Δευτέρα πριν φύγει, νωρίς το πρωί, κολυμπούσε, απολάμβανε την πανέμορφη φύση και στην συνέχεια έμπαινε στο αυτοκίνητό της κι έλεγε μέσα της «Από ποιο παράδεισο φεύγω, και σε ποια κόλαση πάω»…  καθώς φούντωνε μέσα της η λαχτάρα να μένει όλο και περισσότερο καιρό στο όμορφο εξοχικό της.  Εκείνο που την έκανε να νιώθει ένα με τη φύση, με τον Θεό, εκείνο που η παρουσία του αγαπημένου της μπαμπά ήταν έντονη σε κάθε γωνιά, κι η εικόνα του ολοζώντανη στο μυαλό και στην καρδιά της.

Και αργότερα ήρθε ο covid, τα lockdowns και η τηλεργασία.  Και όπως όλες οι καταστάσεις που έρχονται για να ανατρέψουν τα δεδομένα και φέρνουν μαζί τους καινούργιες συνθήκες, το όνειρο της Πωλίνας έγινε πραγματικότητα :  πήρε την μεγάλη απόφαση, νοίκιασε το σπίτι της στην Αθήνα και μετακόμισε μόνιμα στο όμορφο εξοχικό της, στην Νεράντζ(ι)α της καρδιάς της. Τώρα η Πωλίνα πηγαινοέρχεται στην Αθήνα γιατί το απαιτεί η δουλειά της, όμως δεν αλλάζει με τίποτα την αίσθηση πληρότητας, χαράς και ανάτασης που νιώθει κάθε πρωϊνό που ξυπνά και βγαίνει ξυπόλητη στον κήπο, ακούγοντας τα πρωϊνά σκιρτήματα της φύσης, μυρίζοντας την αύρα της θάλασσας και νιώθοντας τους παλμούς της καρδιάς μαζί με τα κελαϊδίσματα των πουλιών:  «Μπαμπά μου, είσαι πάντα κοντά μου!» 

Ψυχική ανθεκτικότητα χτίζεις κάθε φορά που επιμένεις και δεν εγκαταλείπεις το όνειρό σου, όσο μακρινό ή δύσκολο κι αν φαίνεται!  Όσο εσύ το πιστεύεις, τόσο πιο πιθανό το κάνεις να πραγματοποιηθεί!

NEWSLETTER

Πρωτογενή άρθρα και καινούργιο περιεχόμενο στο email σας κάθε 15 ημέρες

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

Ακολουθήστε το κανάλι μας στο Youtube εδώ

JUST A NUMBER

Εγγραφείτε στο Newsletter μας

Τα πιο ενδιαφέροντα άρθρα στο email σας, κάθε 15 ημέρες!

JUST A NUMBER

Εγραφείτε στο Newsletter μας