Σκηνή Α΄
Ήξερε;
Εκείνο το μουντό πρωινό του Οκτώβρη, η An καθόταν και πάλι μπροστά στο παράθυρο του δωματίου και παρατηρούσε τη φύση που άλλαζε. Το καφέ της γης του φθινοπώρου, διαδεχόταν το κίτρινο του καλοκαιριού και το συννεφώδες γκρι του ουρανού, το καθάριο μπλε του.
«Τι ωραία που θα ‘ταν αν ήμουν λεύτερη» σκέφτηκε η An και μελαγχόλησε.
Φυλακισμένη από την κακιά μητριά της, η An δεν μπορούσε ούτε καν έξω στον κήπο να βγει μόνη, ούτε περίπατο στο δάσος να κάνει, μα ούτε φίλους. Η πόρτα του δωματίου κλείδωνε κι άνοιγε μόνο από τη μητριά και την υπηρέτρια. Ευτυχώς, το δωμάτιο της An ήταν στο ισόγειο και μπορούσε να χαζεύει τη φύση, τα ζώα, τα πουλιά, από το τεράστιο παράθυρο με τη σιδερένια κάσα. Είχε προσπαθήσει τόσες φορές στο παρελθόν να το ανοίξει να δραπετεύσει από την οικιακή φυλακή, που οικεία δεν ήταν. Μάταια όμως! Όσο κι αν τα τραβούσε, τα βαριά σιδερένια παραθυρόφυλλα έμεναν ακίνητα.
Κι αν, η An ήταν φυλακισμένη σ’ ένα δωμάτιο με ξεκλείδωτα παράθυρα και δεν το ‘ξερε; Αν τυχόν άνοιγαν τα παράθυρα αλλιώς και δεν της είχε περάσει από το μυαλό; Τι θα γινόταν τότε, αν;
Σκηνή Β΄
Γνώριζε!
Ο Otan περπατούσε εκείνο το φθινοπωρινό πρωινό στο μονοπάτι του δάσους. Η υγρασία τον έκανε ν’ ανατριχιάζει και του προμήνυε την άφιξη του χειμώνα.
«Πρέπει να φροντίσω για το χειμερινό μου κατάλυμα», σκέφτηκε.
Ο Otan ήταν ταξιδευτής της ζωής. Γιος ενός μικροβιομηχάνου της Αμερικής και ορφανός από πατέρα από τα 8 του χρόνια, αποφάσισε να γνωρίσει τον κόσμο και τις γλώσσες του, γιατί έτσι θεωρούσε θα γνώριζε και τη ζωή. Επηρεασμένος από το έργο του φίλου του συγγραφέα και ποιητή Valery Larbaud (είχαν πολλά κοινά παιδικής ηλικίας) είχε ονομάσει τον εαυτό του Barnabooth και είχε αποφασίσει να μάθει όσες περισσότερες γλώσσες μπορούσε – μιλούσε αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά και διαλέκτους, καθώς και ελληνικά.
Barnabooth, ένας καλλιεργημένος αισθησιακός τυχοδιώκτης, που ταξίδευε συνεχώς.
Εκείνο το πρωί, είχε αποβιβαστεί από την ταξιδιωτική άμαξα και είχε αρχίσει να περιπλανάται στο δάσος, που από την πρώτη ματιά που του έριξε, κάτι τον τράβηξε. Είχε ταξιδέψει και δει πολλά δάση, μα αυτό άσκησε μια παράξενη γοητεία επάνω του. Και τώρα, είχε χαθεί μέσα του. Βυθισμένος στις σκέψεις του, ξαφνιάστηκε από το απότομο φως που έλουσε τα μάτια του.
«Ένα ξέφωτο;» αναρωτήθηκε.
«Όχι! Όχι! Ένας κήπος! Ένας τεράστιος κήπος στη μέση του δάσους; Στον χάρτη δεν υπάρχει επισημασμένη ιδιοκτησία. Πώς;»
Ο Otan κοντοστάθηκε κι άρχισε να παρατηρεί. Ο ήλιος, που ξετρύπωνε από τις μικρές χαραμάδες που άφηναν τα σύννεφα, φώτιζε κομμάτια του κήπου και του τεράστιου πύργου. Και τότε, την είδε.
Μια μικροκαμωμένη φιγούρα, με λευκό δέρμα και σκούρα μαλλιά πίσω από τα τζάμια του τεράστιου σιδερένιου παραθύρου του ισογείου. Κάτι τον τράβηξε να κινηθεί προς τα εκεί. Καθώς είχε πλησιάσει, παρατήρησε τα μεγάλα σκούρα μάτια της καθώς και τη μελαγχολία μέσα τους.
«Όμορφη γυναίκα» σκέφτηκε «και η θλίψη της δίνει μια απόκοσμη λάμψη».
Πλησιάζει, την πλησιάζει. Εκείνη, τον βλέπει, ξαφνιάζεται, κάνει ν’ απομακρυνθεί, μα μετανιώνει. Τον παρατηρεί. Κάτι στην καθαρότητα της ματιάς του, της δημιουργεί εμπιστοσύνη.
«Τόσο γρήγορα;» αναρωτήθηκε και χωρίς δεύτερη σκέψη νοτίζει το παράθυρο με την ανάσα της και γράφει ανάποδα «είμαι φυλακισμένη».
«Μα πώς; Άνοιξε το παράθυρο» της συλλαβίζει αργά για να τον καταλάβει και να της επισημάνει το προφανές. Εκείνη ανασαίνει ξανά ζεστή ανάσα στο τζάμι. «Τράβηξα άπειρες φορές.»
Ο Otan μισοκλείνει τα μάτια του και συνδέεται με την ιδέα. «Δοκίμασες να σπρώξεις; Σπρώξε, μην τραβάς».
Η An τον κοιτάζει εμβρόντητη για μια στιγμή. Ακουμπά τα χέρια στο μάνταλο. Ο Otan την ενθαρρύνει, πιάνοντας το παράθυρο απ’ έξω. Η An αποφασιστικά σπρώχνει με όλη της τη δύναμη προς τα έξω και ο Otan τραβά προς τη μεριά του. Το βαρύ παράθυρο τρίζοντας, αρχίζει ν’ ανοίγει. Η An σπρώχνει ξανά δυνατότερα. Ο Otan τραβά κι αυτός πιο δυνατά.
«Τόσο απλό; Τόσα χρόνια;» ψιθύρισε η An.
Της χαμογέλασε. Ο Otan δεν προσπάθησε απλά να της δείξει την αλήθεια, δεν θα αρκούσε. Όταν της έδειξε το μονοπάτι που θα την οδηγούσε από το σφάλμα στην αλήθεια, εκείνη συνδέθηκε. Όταν…
Σκηνή Γ΄
Οκτώβρης 1932 , Παρίσι.
Ο Otan, μόνος στο μεγάλο δωμάτιο του Art Nouveau ξενοδοχείου του, απολάμβανε το πούρο του, συνοδεία του αγαπημένου του malt. Αυτή η προπολεμική τάση που ξεκίνησε πριν από 4 δεκαετίες, τα κτίρια αρχιτεκτονικά να μιμούνται τη μορφή της φύσης και ιδιαίτερα τις γραμμές των φυτών και λουλουδιών, τον ξένιζε. Προτιμούσε τις στιβαρές γραμμές των Art Deco κτιρίων, που άρχισαν μεταπολεμικά να αντικαθιστούν τα χαλάσματα.
Ο πόλεμος! Τι καταστροφή ! Και τελείωσε μόλις 14 χρόνια πίσω. Και οι πόλεις είχαν ήδη βρει τον ρυθμό τους. Έπιανε συχνά, τελευταία, τον εαυτό του ν’ αναπολεί το παρελθόν. Μόλις είχε κλείσει την πέμπτη δεκαετία της ζωής του. Μοναχικός καβαλάρης, δεν είχε επιθυμήσει γάμο ούτε παιδιά. Καμιά γυναίκα δεν τον είχε συγκινήσει ώστε να… «Καμιά;» αναρωτήθηκε με ειλικρίνεια. «Και η An μου; Ήταν καμιά; Τι θα γινόταν αν είχα επιμείνει τότε; Αν…»
Τότε, που δεν αισθανόταν έτοιμος ν’ αφήσει τη μποέμικη ζωή του ταξιδευτή. Δεν ήταν έτοιμος, ή φοβόταν την οικειότητα της αγάπης; Σχέση σήμαινε δέσμευση. Με την An όμως δεν ήταν έτσι. Με την An ένιωθε ανεξαρτησία μέσα στη σχέση. Κι όμως, άφησε τότε τις λανθασμένες πεποιθήσεις του για τη ζωή να θολώσουν το τοπίο. Ο συγχρονισμός τους σε όλα ήταν μοναδικός, μα η εσφαλμένη ερμηνεία των πραγμάτων, τα έκανε να δείχνουν λάθος. Άκαιρα. Τι θα γινόταν αν αφηνόταν στη ροή του ποταμού; «An, τι θα γινόταν τότε όταν, τότε αν…;» ψιθύρισε με υγρά μάτια.
Σκηνή Δ΄
Οκτώβρης 1932, Southampton.
Η An περπατούσε χαζεύοντας το λιμάνι. Ο καιρός είχε βαρύνει για τα καλά και το κρύο και η υγρασία προμήνυαν έναν βαρύτερο χειμώνα. Μόλις είχε περάσει από το Tudor House στη Bungle Street. Της άρεσε να περπατά στον κήπο του συχνά! Της θύμιζε τότε, όταν… Ο Otan! Ο άντρας που της σημάδεψε τη ζωή. Ο Barnabouth, όπως συνήθιζε ν΄ αποκαλεί τον εαυτό του κι έτσι να μην αφήνεται να στεριώσει πουθενά. Και τι πραγματικά τότε εμπόδισε τη συνύπαρξή τους;
Αδυναμία, λάθος ερμηνεία, σκληρή πεποίθηση! Ίσως φόβος να ευτυχήσουν! Και οι δυο αντιστάθηκαν στη δέσμευση.
Εκείνος ορφανός στα 8 του, με τον φόβο εγκατάλειψης να έχει εγγραφεί μέσα του τόσο νωρίς, έτρεχε να φύγει πριν εγκαταλειφθεί.
Κι εκείνη φυλακισμένη χρόνια σ’ εκείνο τον πύργο, αισθανόταν πως η σχέση θα της στερούσε εκ νέου την ελευθερία.
Κι όμως! Μαζί είχαν καταφέρει το σπάνιο. Την ανεξαρτησία μέσα στη δέσμευση μιας σχέσης. Τέτοια χημεία, τέτοια συνάφεια, τέτοια πολυδιάστατη επαφή από τον πρώτο καιρό. Μα θυσίασαν το μοναδικό δώρο στο βωμό της συνηθισμένης σκληροπυρηνικής πεποίθησης.
«Αχ! Otan! Τι θα γινόταν αν είχαμε αντισταθεί σθεναρά στο λάθος. Μαζί. Αν…» σιγομουρμούρισε κι ένιωσε τις στάλες της βροχής να συνοδεύουν την καυτή στάλα που έτρεξε από τα μάτια της.
Σκηνή Ε΄
9 Ιανουαρίου 1933, Λονδίνο.
Ο χορός στη γαλλική πρεσβεία ήταν το μεγάλο γεγονός των τελευταίων ετών. Είχε γίνει συνήθεια ν’ ανοίγουν τη χρονιά μ΄ αυτόν, να γιορτάζουν το νεαρό χρόνο, που λίγες μέρες πριν είχε γεννηθεί. Όλοι γιόρταζαν το ενδιάμεσο , το συνηθισμένο, το πέρασμα από τον θάνατο στη ζωή. Όμως ο πρέσβης τα τελευταία χρόνια – μετά τον πόλεμο – ανέτρεψε το κατεστημένο.
Ο μόνος λόγος που δέχθηκε η An την πρόσκληση ήταν αυτός.
Η αίσθηση της ανατροπής.
Δύσκολα αποδεχόταν προσκλήσεις χοροεσπερίδας. Ασυνόδευτη σε τέτοια γεγονότα, αισθανόταν άβολα.
Παρά τις κλεισμένες πέντε δεκαετίες της, ήταν όμορφη γυναίκα, ακόμη. Με τα σκούρα μαλλιά της συχνά πιασμένα σ΄ ένα χαμηλό σινιόν να πλαισιώνουν το λευκό δέρμα του προσώπου της και τα μεγάλα, θλιμμένα μάτια της, που όμως απέπνεαν σιγουριά και τη γνώση της ζωής, κομψή στην όψη και στις κινήσεις, ήταν πρόκληση για πολλούς επίδοξους μνηστήρες.
Γνωστή για το συγγραφικό της έργο, φιλοσοφικού και ψυχαναλυτικού πεδίου – πρόσφατη τάση της μεταπολεμικής εποχής – ήταν περιζήτητη στα σαλόνια, μα και γνωστή για τη συχνή της άρνηση. Η An ήταν αμφιστρεφής ως χαρακτήρας. Της άρεσε ο κόσμος, η επαφή μαζί του, μα δεν άντεχε πολύ, γρήγορα «κλεινόταν».
Εκείνο το βράδυ, μέσα στη μαύρη, μακριά έξωμη τουαλέτα της, που τόνιζε τη στρογγυλάδα των ώμων της, έλαμπε. Είχε αποφασίσει να μείνει λίγο, τόσο όσο να μην χαλάσει το χατίρι του αγαπημένου της φίλου, του Γάλλου πρέσβη. Παρατηρούσε τους προσκεκλημένους με προσοχή. Μια υπερβολή στην ευθυμία, στον τόνο της φωνής, στην κίνηση. Λογική μεταπολεμική αντίδραση να ρουφήξουν τη ζωή ως την τελευταία της σταγόνα, όπως και τα ποτήρια τους. Το αλκοόλ έρρεε άφθονο και χαλάρωνε τα ήθη. Οι χορευτές υπό τους ήχους του Foxtrot – ένα είδος νέου βαλς – κατέκλυζαν την πίστα.
Και τότε θυμήθηκε. Ξανά και ξανά οι αναμνήσεις τη συνεπήραν. Ο Otan ήταν εξαιρετικός χορευτής. Πόσο συχνά στροβιλίζονταν μεθυσμένοι από έρωτα, υπό τους ήχους του Strauss του νεότερου, στα κύματα του Δουνάβεως! Το αγαπημένο τους βαλς. Σαν να συντονίστηκε η ορχήστρα με τη σκέψη της και άρχισε να παίζει την εισαγωγή του Γαλάζιου Δούναβη Op.313. Δάκρυα κατέκλυσαν τα μάτια της An που προσπάθησε διακριτικά να τα σκουπίσει καθώς ψιθύρισε «Αχ! Otan!»
Ένα χέρι ακουμπά τον ώμο της και μια φωνή ψιθυρίζει στο αριστερό αυτί της. «Αχ! An μου!»
Εμβρόντητη μα μένοντας ασάλευτη, προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει.
«Θα μου χαρίσεις το βαλς μας;»
Γυρίζει τον κοιτάζει και η καρδιά της συντονίζεται στην υπέροχη θέασή του. Ψηλός, με ελάχιστα γκρίζους κροτάφους, γοητευτικός όπως πάντα, της προτείνει το χέρι χαμογελώντας της.
Υπνωτισμένη τον ακολουθεί. Από τους πρώτους στροβιλισμούς, συγχρονίζεται. Η όψη του γνώριμη, η μυρωδιά του οικεία και η αίσθηση του «ανήκειν» παρούσα να βροντοφωνάζει «εδώ ανήκεις!»
«Ήρθα An μου» της ψιθυρίζει.
Όσο κι αν αντιστάθηκαν στη μοίρα, όσο κι αν οι ερμηνείες της ζωής τούς οδήγησαν σε λάθος μονοπάτια, μοναχικά, η ροή του ποταμού ήταν ανίκητη. Έφτανε να συγχρονιστούν.
«Αργά, μα όχι αργά, Otan…» είπε η An.
«Ακούμπησε πάνω μου, An. Πόσο ελαφριά τελικά είναι η ευτυχία!»
… και η ζωή τους, συνεχίστηκε!
Υ.Γ. Αχ! Μικρά μου.
Όταν και Αν. Η αβάσταχτη ελαφράδα της ευτυχίας.
«Ακούμπα επάνω μου, αντέχω» ψιθύρισε στην ευτυχία και την καλημέρισε.