Μια από τις ρουτίνες του καλοκαιριού είναι το κάλεσμα της δροσιάς, που γλιστράει κάτω από τα φύλλα του δέντρου, στην παραλία στις Καμάρες που καθόμαστε τέσσερις – πέντε φίλοι και φίλες (πάνω από τα 60)και πιάνουμε την κουβέντα για διάφορα θέματα, με δροσερό νερό, παγωμένους καφέδες και καμμιά μπύρα!
Για να ανταποκριθώ στο θέμα «ρουτίνα», που αφορά στο νέο τεύχος του περιοδικού, πέταξα την ερώτηση: ποια είναι η άποψή σας για τη «ρουτίνα»;
Πρώτος ο Σπύρος θυμήθηκε τα παιδικά χρόνια.
«Θυμάστε που μας έβαζαν κάθε μέρα για μεσημεριανό ύπνο; Εκείνα τα καλοκαίρια με τα μισόκλειστα πατζούρια και τη μυρωδιά από τα γιασεμιά να μπαίνει μέσα; Εμείς βαριόμαστε, μετράγανε τις ρωγμές στο ταβάνι και παριστάναμε ότι κοιμόμαστε για να μας αφήσουν να βγούμε; Κι όμως, συμπληρώνει, αυτή η ρουτίνα είχε τη γλύκα της. Έμοιαζε σαν φυλακή τότε με τώρα τη θυμάμαι σαν ασφάλεια.
Η Νανά χαμογέλασε. «Εγώ θα σας πω για τα φοιτητικά χρόνια. Κάθε πρωί ο ίδιος δρόμος για τη σχολή, η ίδια στάση λεωφορείου, οι ίδιες φάτσες. Έσπαγε η μονοτονία όταν έμπαινε στην παρέα ένας καινούργιος φίλος ή όταν μαζευόμασταν κρυφά για την αντίσταση και την αντίδραση μας στο τότε καθεστώς, επίσης όταν το σκάγαμε στην παραλία αντί να πάμε στη βιβλιοθήκη. Τότε η ρουτίνα ήταν το σκηνικό όχι το έργο. Εμείς γράφαμε το έργο με μικρά ξεσπάσματα.
Η Γιάννα, αφού ήπιε μια γουλιά παγωμένη μπύρα, πήρε τον λόγο.
«Εμένα η πιο βαριά ρουτίνα ήταν τα χρόνια της δουλειάς. Κάθε μέρα ξυπνητήρι στις έξι, ίδια γραμμή λεωφορείου, ίδια στάση, ίδιο γραφείο και θυμάμαι να κοιτάζω το ρολόι και να μετράω τις ώρες.
Μα παράλληλα υπήρχε η άλλη πλευρά, αυτή που τα απογεύματα πήγαινα με την κόρη μου στο πάρκο και τα καλοκαίρια όλη αυτή η κούραση μετατρεπόταν σε αίσθηση πληρότητας.
Ναι, η ρουτίνα τότε μας κρατούσε όρθιους, ασφαλής αλλά έπρεπε να της δίνουμε νόημα για να μη μας καταπιεί.» Ο Γιώργος συμπλήρωσε: «Τώρα είναι όλα αλλιώς. Αν δε βάλω στόχο να κάνω τη γυμναστική μου κάθε μέρα, να κολυμπήσω το καλοκαίρι, να πάω στο βουνό το χειμώνα, οι μέρες μου μοιάζουν ίδιες. Σα να διαγράφεται το νόημα «Όμως αντιστέκομαι ακόμα».
Καθώς άκουγα τους φίλους μου ένιωσα, πως και η δική μου διαδρομή είχε τα ίδια σκαμπανεβάσματα.
Στα παιδικά μου χρόνια η ρουτίνα μου φαινόταν φορτική (σχολείο, διάβασμα, ωράριο στο σπίτι, κανόνες, όρια). Ήθελα να τρέξω, να ξεφύγω από όλα!
Στα χρόνια της δουλειάς τη χρειαζόμουν τη ρουτίνα. Ο προγραμματισμός απαραίτητος για να σταθώ με συνέπεια και ας με κούραζε. Τώρα στην τρίτη ηλικία τη βλέπω αλλιώς. Ούτε σαν καταφύγιο, ούτε σαν εχθρό, αλλά σαν καμβά πάνω στον οποίο μπορώ να ζωγραφίσω καινούργιες μικρές χαρές. Τώρα ξέρω πως ίσως η ρουτίνα να είναι σαν το νερό. Χωρίς αυτήν δεν ζούμε. Μας ποτίζει με ασφάλεια, με σταθερότητα, αλλά αν μείνουμε ακίνητοι, μέσα της πνιγόμαστε.
Ξέρω ότι αν την αφήσω μπορεί να με παρασύρει σε στασιμότητα.
Αλλά ξέρω επίσης ότι μπορώ να τη γεμίσω με μικρές απολαύσεις όπως μια βόλτα στη θάλασσα, μια κουβέντα με κάποιον που είχα χρόνια να δω, ένα ταξίδι έστω και κοντινό, μια καινούρια λέξη σε μια ξένη γλώσσα.
Τελικά, το καλύτερο δώρο που μπορούμε να κάνουμε στον εαυτό μας είναι να βάζουμε στη ρουτίνα της καθημερινότητας, σε ολες τις ηλικίες, σπίθες χαράς και να θυμόμαστε πως ΖΟΥΜΕ και όχι ότι απλώς περνάμε τις μέρες μας!