«Εσύ με ακούς, εγώ σε ακούω;»

Παλιά, πολλά χρόνια πίσω, όταν οι τηλεφωνικές γραμμές δεν ήταν «καθαρές», όταν για να ακούσεις καλύτερα έπαιρνες το μηδέν, όταν οι γραμμές μπορεί και να μπλεκόντουσαν και να άκουγες ξαφνικά συνομιλίες άλλων που δεν είχαν ιδέα ότι είναι και κάποιος τρίτος στην γραμμή, θεωρητικά, η επικοινωνία από απόσταση ήταν δύσκολη… Για να συνεννοηθείς με κάποιον έπρεπε να κανονίσεις ραντεβού από κοντά, το οποίο—όπως φαίνεται—ήταν πιο εύκολο απ’ ότι σήμερα, γιατί οι τηλεφωνικές επικοινωνίες ήταν μάλλον δύσκολες, αλλά και πολύ ακριβές, ειδικά αν ο άλλος βρισκόταν σε μια ξένη χώρα…  Και δυσκολευόσουν να «βγάλεις γραμμή», άσε που ο ήχος ήταν αμφίβολος και συνεχώς ο ένας ρωτούσε τον άλλον «Με ακούς; Ναι;  Εμπρός;»  για να καταλάβει αν ο άλλος είχε ακούσει τα λεγόμενά του… 
Και η πιο αστεία ατάκα που έχω ακούσει σχετικά με δύσκολες τηλεφωνικές επικοινωνίες είναι αυτή του τίτλου «Εσύ μ’ ακούς, εγώ σ’ ακούω;»  όπου από την πολλή προσπάθεια να καταλάβουν οι δύο συνομιλούντες αν η γραμμή είναι εντάξει, ο ένας μπερδεύτηκε και αντί να πει «Εγώ σ’ ακούω, εσύ μ’ ακούς;»  είπε το ανάποδο!!!

Ακόμα πιο παλιά, πριν γεννηθούμε εμείς, οι άνθρωποι δεν είχαν ούτε τηλέφωνο, μάλιστα κάποιοι ρωτούσαν «έχετε τηλέφωνο στο σπίτι σας;» γιατί μόνο τα σπίτια της ανώτερης τάξης και με κάποια επιφάνεια είχαν τηλέφωνο, άσε που ο ΟΤΕ για να σου βάλει τηλέφωνο χρειαζόταν πολλούς μήνες ίσως και χρόνια…  Και τότε, εκτός από την σπάνια και δύσκολη τηλεφωνία, η επικοινωνία γινόταν με τηλεγραφήματα για τα επείγοντα, και με γράμματα, που έκανε πολλές μέρες το ταχυδρομείο να παραδώσει, ειδικά από χώρα σε χώρα… άσε, μπορεί να περνούσε και μήνας!  

Η Ελένη έγραφε καθημερινά γράμματα στον αγαπημένο της Πέτρο που είχε φύγει εδώ και λίγους μήνες για την Γερμανία, μετανάστης, με σκοπό να μαζέψει χρήματα ώστε να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα, να στήσει ένα δικό του συνεργείο αυτοκινήτων, να πάει καλά, και να καταφέρουν να παντρευτούν όπως είχαν και οι δύο ονειρευτεί.  Είχαν γνωριστεί σ’ ένα φιλικό σπίτι, όπου έκανε μια μικρή συγκέντρωση για τη γιορτή του ο κοινός τους φίλος, ο Κώστας.  Με το που μπήκε στο σπίτι του Κώστα η Ελένη, ο Πέτρος ένιωσε την καρδιά του να χοροπηδάει:  το γλυκό της χαμόγελο, ο τρόπος που χαιρέτησε εγκάρδια όλους τους καλεσμένους και άπλωσε το χέρι της μ’ ένα «χαίρω πολύ» όταν τους σύστησε ο οικοδεσπότης, τον κέρδισαν από την πρώτη στιγμή, και σαν μαγνήτης πέρασε δίπλα της όλο το βράδυ, προσπαθώντας να μάθει όσο περισσότερα μπορούσε για εκείνη.

Οι οικογένειες και των δύο ήταν φτωχές, τηλέφωνο δεν είχαν, όμως τα σπίτια τους ήταν κοντά και έτσι κατάφεραν να ιδωθούν μετά από λίγες μέρες και με το πρώτο τους ραντεβού κατάλαβαν ότι ήταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον.  Γρήγορα έκαναν τα σχέδιά τους για το μέλλον και έτσι ο Πέτρος έφυγε με την δέσμευση και την υπόσχεση πως μέσα στα επόμενα δύο χρόνια θα έδεναν την ζωή τους για πάντα!  

Κάθε βράδυ, μόνος στην μικρή του κάμαρα, ο Πέτρος ρουφούσε με κάθε του κύτταρο τα γράμματα της Ελένης, που ξεδίπλωναν όλα της τα συναισθήματα και τα κοινά τους όνειρα, δίνοντάς του κουράγιο να συνεχίσει να δουλεύει σκληρά για να αποκτήσουν τις βάσεις για το μέλλον τους! Μέσα από τις αρωματισμένες σελίδες και τον καλαίσθητο γραφικό της χαρακτήρα, ζωντάνευε η ατέλειωτη αγάπη, η πίστη, η αφοσίωση και έπαιρναν σάρκα και οστά οι όμορφες μέρες που τους περίμεναν με την επιστροφή του.  Σαν να την είχε στην αγκαλιά του ένιωθε ο Πέτρος μέσα από αυτά τα γράμματα… Για τηλέφωνο ούτε λόγος, εκείνος δεν είχε στην πανσιόν που έμενε, αλλά ήταν και πολύ ακριβό να καταφέρει να της μιλήσει… και χόρταινε με τα γράμματά της που κρατούσαν άσβεστη την αγάπη τους…

Τα δύο χρόνια πέρασαν «αστραπή», το ζευγάρι παντρεύτηκε με τις ευλογίες και των δύο οικογενειών τους που τους λάτρευαν και τους στήριξαν απόλυτα από την πρώτη στιγμή, και με κουμπάρο τον Νίκο, που ήταν εκείνος που τους γνώρισε και αγαπούσε και εκτιμούσε βαθιά και τους δύο.

Ο Πέτρος πρόκοψε με την δουλειά του, δημιούργησε μια τεράστια επιχείρηση στον χώρο των αυτοκινήτων, και μαζί με την Ελένη του απέκτησαν τρία παιδιά και εφτά εγγόνια:  όλα τα αγαπούσαν και τα φρόντιζαν, όμως η μεγάλη τους αδυναμία ήταν η μικρή Ελενίτσα, κόρη της μικρότερής τους κόρης, που σήμερα έκλεινε τα δεκαεφτά της χρόνια, μαθήτρια της δευτέρας λυκείου και με μεγάλα όνειρα για σπουδές και καριέρα.  Εδώ και λίγο καιρό η Ελενίτσα είχε εξομολογηθεί στην γιαγιά της πως της άρεσε πολύ ο Διονύσης, ένα αγόρι στην τάξη της, αλλά δεν τολμούσε να του το δείξει…

«Του έχω κάνει λαικ και του έχω βάλει δύο φορές καρδούλα σε στόρυ του στο ίνσταγκραμ γιαγιά, τι άλλο να κάνω;»  ρωτούσε απελπισμένα η Ελενίτσα τη γιαγιά Ελένη… «αν του δείξω ότι μ’ αρέσει, μπορεί να το πάρει πάνω του και να με κοροϊδέψει, άσε που μπορεί να μιλάει και με άλλες στα σόσιαλ» συνέχιζε η μικρή, κάνοντας την γιαγιά της να κουνάει απελπισμένα το κεφάλι της…

«Τι είναι αυτά που μου περιγράφεις, δεν καταλαβαίνω…» απάντησε η γιαγιά «Άμα σου αρέσει αυτό το αγόρι, να τον καλέσεις στο πάρτι σου και να του το δείξεις από κοντά», όμως η μικρή δεν φάνηκε να πείθεται… «Και πώς να του το δείξω βρε γιαγιά;  Λέω να του στείλω στο ίνμποξ στο ίνσταγκραμ, θα βάλω και στόρυ για το πάρτι μου, δεν θα το δει;  Έλα να σου δείξω τι λέω να κάνω» παρακίνησε η Ελενίτσα τη γιαγιά της και βάλθηκε να εγκαταστήσει στο κινητό της το βάϊμπερ, το γουατσάπ, και να της δείξει το μέσσαντζερ στο φέϊσμπουκ που είχε φροντίσει να δημιουργήσει προφίλ για να βρει η Ελένη τις παλιές της φίλες από το σχολείο! 

«Μα τι σόι επικοινωνία είναι αυτή;» ύψωσε τον τόνο της φωνής της η γιαγιά Ελένη στην μικρή της εγγονή.  «Με τα μηνύματα περιμένεις να συνεννοηθείτε;  Και μάλιστα να του δείξεις ότι ενδιαφέρεσαι ειδικά για εκείνον;  Εγώ λέω να τον πάρεις τηλέφωνο και να τον καλέσεις επισήμως!» ολοκλήρωσε την άποψή της η Ελένη  «Σιγά μην το σηκώσει… δεν απαντάμε στο τηλέφωνο εμείς, προτιμάμε τα μηνύματα τα σόσιαλ, κι αν βρει κλήση μου μπορεί να το πάρει επάνω του» απάντησε η μικρή και σηκώθηκε να φύγει απελπισμένη… «καλύτερα να βάλω τη φίλη μου την Μαριλένα να του στείλει και να έρθουν μαζί στο πάρτι, αν θέλει δηλαδή» κατέληξε και πήγε ευθεία στο δωμάτιό της. 

Τρεις φορές άλλαξε ρούχα η Ελενίτσα μέχρι να ετοιμαστεί για το πάρτι της:  όλα ήταν έτοιμα στο σπίτι, η μητέρα και η γιαγιά της είχαν φροντίσει τα πάντα, και ξεκίνησαν από τις 8.30 να έρχονται οι καλεσμένοι φίλοι της.  Όμως η ώρα περνούσε και ο Διονύσης με την Μαριλένα ακόμα να φανούν… μιάμιση ώρα πριν της είχε στείλει η Μαριλένα ότι θα ξεκινούσαν… συνεχώς τσέκαρε η Ελενίτσα όλα της τα σόσιαλ, το βάϊμπερ, το γουατσάπ… κανένα νέο όμως… τόσους τρόπους είχε ο Διονύσης να επικοινωνήσει μαζί της, όμως δεν το έκανε… τι να συνέβαινε άραγε;  Μήπως άλλαξαν γνώμη;  Μήπως μιλάει με κάποια άλλη;  Μήπως, μήπως… το μυαλό της έτρεχε παντού και με κόπο έκρυβε την αγωνία της από τους άλλους καλεσμένους της που είχαν έρθει για να την γιορτάσουν.  Ένιωθε στο «κενό»…

Κι εκεί, κατά τις 10, χτύπησε το κουδούνι, έτρεξε με καρδιοχτύπι η Ελενίτσα στην πόρτα για να ανοίξει, σήκωσε τα μάτια της και τα κάρφωσε στα δικά του νιώθοντας ότι θα λιποθυμήσει όταν εκείνος της είπε «Καλησπέρα όμορφη, χρόνια πολλά»  προσφέροντάς της μια ανθοδέσμη κόκκινα τριαντάφυλλα.

Οι τρόποι επικοινωνίας άλλαξαν, οι καρδιές όμως δεν αλλάζουν τον τρόπο που έχουν για να συνδεθούν… και αναπτύσσουν εκείνη την ψυχική ανθεκτικότητα που ξεπερνάει τις επιφανειακές βιασύνες, τα μισά μηνύματα, τους ξεχασμένους διαλόγους που έμειναν στο «διαβάστηκε»… αρκεί να το θέλεις!

NEWSLETTER

Πρωτογενή άρθρα και καινούργιο περιεχόμενο στο email σας κάθε 15 ημέρες

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

Ακολουθήστε το κανάλι μας στο Youtube εδώ

JUST A NUMBER

Εγγραφείτε στο Newsletter μας

Τα πιο ενδιαφέροντα άρθρα στο email σας, κάθε 15 ημέρες!

JUST A NUMBER

Εγραφείτε στο Newsletter μας