Ο Καραγκιόζης στο Καρναβάλι

Ω! να ο Καραγκιόζης, ω! να και η καμήλα
ω! να τα ρόπαλά μας και μασκαράδων μούραις
στα μάτια μάς προβάλουν θεάματα ποικίλα,
παλιάτσικα ποδάρια και τηγανιού μουντζούραις
Τι μουτσούνα στους δρόμους και μέσα στη Βουλή
η Αποκριά στο γλέντι και πάλι μας καλεί.

Φιγούρες και δρώμενα που αναφέρονται στους παραπάνω στίχους του Γ. Σουρή, όπως η «γκαμήλα», ή τα «ρόπαλα», δεν εμφανίζονται πια την περίοδο της Αποκριάς και έχουν καταγραφεί στην συλλογική μνήμη του παρελθόντος.  Όμως, η διαχρονική φιγούρα του Καραγκιόζη, αν και δεν ταυτίζεται άμεσα  με τις Απόκριες και το Καρναβάλι έχει στοιχεία, που συναντώνται στην αποκριάτικη διασκέδαση. 
Ο αγαπημένος λαϊκός ήρωας, με τις επεισοδιακές του περιπέτειες, υποδύεται διάφορους ρόλους (γιατρό, φούρναρη, μάγειρα κλπ) και οι μεταμφιέσεις του αποτελούν αναπόσπαστο καρναβαλικό στοιχείο.

Το Καρναβάλι, το έθιμο της μεταμφίεσης, του γλεντιού και της κραιπάλης, είναι μία λαϊκή γιορτή όπου όλοι γελάνε με όλους και όλα, όπως συμβαίνει και σε μία παράσταση του Καραγκιόζη. Με τις μάσκες και τα δρώμενά τους, το Καρναβάλι και το λαϊκό θέατρο σκιών μας προσφέρουν ψυχαγωγία, μέσω μίας ολοκληρωμένης συμβολικής γλώσσας. Οι απαγορεύσεις της κοινωνικής ζωής παύουν να ισχύουν, οι κοινωνικοί ρόλοι και οι συμπεριφορές αντιστρέφονται και ο καθένας γίνεται ένας άλλος, με την χρήση της μάσκας και της αποκριάτικης στολής, νιώθοντας ότι έχει την ευκαιρία να εκδηλώσει, με έναν κοινωνικά και πολιτισμικά αποδεκτό τρόπο, ένστικτα και συμπεριφορές που υπό κανονικές συνθήκες, θα δίσταζε να κάνει. 

Μεταξύ των δύο – Καρναβάλι και Καραγκιόζη – υπάρχει ένας ανθρωπολογικός δεσμός που σχετίζεται με τη φύση του ανθρώπου και έχει τις ρίζες του στο ίδιο του το σώμα.  Η ασχήμια και η σωματική παραμόρφωση του Καραγκιόζη και των ηρώων του, με τα μεγάλα ορθάνοιχτα στόματα, τις υπερμεγέθεις μύτες ή άλλα σημεία του σώματος, τη τονισμένη καμπούρα, έχουν τις ρίζες τους σε αρχετυπικές μορφές.  Ομοίως, κατά τη διάρκεια της εορταστικής περιόδου του Καρναβαλιού (Απόκριες), δημιουργείται μία ιλαρή, διονυσιακή ατμόσφαιρα με στοιχεία, όπως τις μάσκες, να θεωρούνται απόγονοι των σατυρικών προσωπείων που φορούσαν οι ηθοποιοί σε γιορτές της αρχαιότητας. 

Όμως, Καρναβάλι και Καραγκιόζης έχουν και ένα άλλο κοινό σημείο το οποίο δεν έχει θετικό πρόσημο. Οι λέξεις «μασκαράς» και «Καραγκιόζης», εκτός της περιόδου της Αποκριάς, εμπεριέχουν υποτιμητικό συμβολισμό και συχνά χρησιμοποιούνται σαν βρισιά απευθυνόμενη σ’έναν ψεύτη, υποκριτή. Ομοίως,  η λέξη «καρνάβαλος» ή «καρναβάλι» δεν αναφέρεται στο αποκριάτικο άρμα, αλλά σε τραγελαφικές ή αλλοπρόσαλλες καταστάσεις ή σε άτομα που κυκλοφορούν ντυμένα με ό,τι να’ναι.

Ο Καραγκιόζης, ενσαρκώνει έναν αγαθό, φτωχό, τεμπέλη, ετοιμόλογο, μαλαγάνα, αλλά αισιόδοξο τύπο, με μεγάλη αίσθηση του χιούμορ και αυτοσαρκασμού αλλά και διάθεση να πειράζει και να κοροϊδεύει, τους πάντες, καταλήγοντας συχνά  να τις αρπάζει…Παντρεμένος με την Αγλαϊα, μία υπάκουη νοικοκυρά, έχει αποκτήσει τρία παιδιά, τα Κολλητήρια. Γύρω του, ο θείος του ο μπάρμπα-Γιώργος, ο παμπόνηρος, βιοπαλαιστής και καλός του φίλος, ο Χατζηαβάτης, ο μικρόσωμος Ζαχαρίας με το πελώριο κεφάλι και την τεράστια μύτη, ο αποκαλούμενος ειρωνικά «Μορφονιός», ο οποίος έχει βάλει στόχο να κατακτήσει την κόρη του πασά, την Βεζυροπούλα, ο Εβραίος ο Σολομών ή Σολωμός, όπως το αποκαλεί ο Καραγκιόζης, ο φαντασιόπληκτος ζακυνθινός διανοούμενος Διονύσης, ο άξεστος, τουρκοαλβανός στην καταγωγή Βεληγκέκας, φύλακας στο Σεράϊ και σύμβολο της ωμής βίας.  

Η γέννηση και η εμφάνιση του θεάτρου σκιών, ενός από τα πιο ενδιαφέροντα θεατρικά είδη, είναι άγνωστη, αλλά σύμφωνα με μελετητές, ξεκίνησε σαν θρησκευτικό θέατρο και είναι δημιούργημα των λαών της μακρινής Ανατολής και συγκεκριμένα αυτών που ήταν υπό την επιρροή του ινδικού πολιτισμού (4ος αιώνας), ενώ στην Κίνα εμφανίζεται τον 11ο αιώνα, σαν μία διασκέδαση της αγοράς. Υπάρχουν δε ενδείξεις ότι το θέατρο σκιών βρισκότανε στα Ελευσίνια μυστήρια τα οποία θεωρούνται τα σημαντικότερα μυστήρια με το βασικότερο μέρος της μυσταγωγικής τελετής να είναι τα «δρώμενα».  

Όσο για την καταγωγή του αγαπημένου Καραγκιόζη υπάρχουν διάφορες εκδοχές, βασισμένες σε προφορικές παραδόσεις, με την πιο διαδεδομένη να θεωρεί ως δημιουργό του τον Σεϊχ Κιουστερί που καταγόταν από την Προύσα και πέθανε εκεί το 1366.  Σύμφωνα με τον θρύλο, ένας εργολάβος οικοδομών ο Χατζηαβάτης και ο πρωτομάστορας Καραγκιόζης έχτιζαν εκεί το σαράϊ του σουλτάνου Ορχάν.  

Το έργο όμως καθυστερούσε πολύ και ο σουλτάνος θεωρώντας υπεύθυνο τον Χατζηαβάτη, τον απείλησε με θάνατο.  Αυτός, αναγκάστηκε να κατονομάσει ως υπαίτιο τον Καραγκιόζη ο οποίος από το πρωί μέχρι το βράδυ έλεγε αστεία και τα μαστόρια σταματούσαν την εργασία τους και γελούσαν.  Ο σουλτάνος, όταν διαπίστωσε ότι ο Καραγκιόζης, παρ’ όλες τις φοβέρες, δεν άλλαζε στάση και μυαλά, διέταξε τον θάνατό του, προκαλώντας όμως την αγανάκτηση όλων.  Μετανιωμένος και για να ηρεμήσει τα πνεύματα, έχτισε ένα ωραίο μνημείο κι έθαψε εκεί τον Καραγκιόζη. Όλη όμως η κατάσταση του προκάλεσε μεγάλη στεναχώρια και αρρώστησε βαριά. Τότε, ο Σεΐχ Κιουστερί δημιούργησε τις φιγούρες των δύο ηρώων, αυτοσχεδιάζοντας  τους διασκεδαστικούς διαλόγους τους,  με σκοπό να παρηγορήσει και να ψυχαγωγήσει τον σουλτάνο.  Μία παραλλαγή υποστηρίζει ότι ο Χατζηαβάτης ήταν εκείνος που έφτιαξε τις φιγούρες και έδινε τις παραστάσεις. 

Μία άλλη εκδοχή, που τοποθετείται χρονολογικά κάπου στον 18ο αιώνα, βασίζεται στον θρύλο του Μαυρομάτη, έναν Υδραίο που ζούσε στην Κίνα και όταν εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κωνσταντινούπολη πήρε μαζί του το θέατρο σκιών του και το προσάρμοσε στα ήθη των Τούρκων. Ονόμασε δε τον πρωταγωνιστή του Καρά-γκιοζ που στα τούρκικα σημαίνει μαυρομάτης. Λέγεται, ότι ο βοηθός του, ο Γιάννης Μπράχαλης, είναι ο πρώτος καλλιτέχνης του είδους που έφερε τον Καραγκιόζη στην Ελλάδα, μεταξύ 1850 και 1860.

Η παλαιότερη, ιστορικά βεβαιωμένη, μαρτυρία για παράσταση Καραγκιόζη στον ελλαδικό χώρο, χρονολογείται το 1809, στην περιοχή των Ιωαννίνων. Αφορά παράσταση στην τουρκική γλώσσα, όπως περιγράφεται από τον ξένο περιηγητή Χόμπχαους, την οποία παρακολούθησε και ο λόρδος Βύρων.

Ο επίσημος ιδρυτής του ελληνικού Καραγκιόζη θεωρείται ο Πατρινός ψάλτης Δημήτριος Σαρδούνης (1859-192), γνωστός με το ψευδώνυμο Μίμαρος.  Αυτός, έκανε ριζικές αλλαγές στον Καραγκιόζη. Τον εξελλήνισε, τον απάλλαξε από άσεμνες εκφράσεις, χυδαιότητες και βωμολοχίες και τον μετέτρεψε σε ελληνικό οικογενειακό θέατρο, κατάλληλο για μικρούς και μεγάλους.   

Το 1924 ιδρύεται στην Ελλάδα από τον Σωτήρη Σπαθάρη και Αντώνη Παπούλια ή Μόλλα το Σωματείο Ελλήνων Καραγκιοζοπαιχτών που αποτελείτο από 120 μέλη, μαθητές του Μίμαρου, του Ρούλα και του Μέμου. 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ποταμιάνος Νίκος «της αναιδείας θεάματα» Κοινωνική ιστορία της Αποκριάς στην Αθήνα, 1800 – 1940.  Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης/Ιστορία και Κοινωνία, Ηράκλειο, 2020.

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
https://archive.ert.gr/69028/  (Καρναβάλι και Καραγκιόζης)

NEWSLETTER

Πρωτογενή άρθρα και καινούργιο περιεχόμενο στο email σας κάθε 15 ημέρες

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

Ακολουθήστε το κανάλι μας στο Youtube εδώ

JUST A NUMBER

Εγγραφείτε στο Newsletter μας

Τα πιο ενδιαφέροντα άρθρα στο email σας, κάθε 15 ημέρες!

JUST A NUMBER

Εγραφείτε στο Newsletter μας