Ο Αλκιβιάδης ήταν δεκαεννιά χρονών, φοιτητής στο Πολυτεχνείο, γεμάτος όνειρα, ενέργεια και μια ιδέα που δεν τον άφηνε τα βράδια να κοιμηθεί. Ήθελε να δημιουργήσει μια εφαρμογή που θα συνέδεε νέους δημιουργούς με μικρές επιχειρήσεις, δίνοντάς τους πρόσβαση σε ευκαιρίες, γνώσεις και εμπειρία. Μια πλατφόρμα συνεργασίας, καινοτομίας, εξέλιξης, που θα ωφελούσε και τις δύο πλευρές. Η ιδέα ήταν μοναδική και συνέχεια τη σκεφτόταν και τη δούλευε στο μυαλό του, κρατώντας την για καιρό μόνο για τον εαυτό του. Ώσπου ένα απόγευμα μετά τη σχολή δεν άντεξε και μίλησε για το όνειρό του στους κοντινούς του φίλους.
«Ρε παιδιά, θα το κάνω!» τους είπε με μάτια που έλαμπαν από ενθουσιασμό.
«Τι θα κάνεις;» γέλασε ο Στέφανος.
«Θα στήσω μια startup. Παράλληλα με τη σχολή.» συνέχισε ο Αλκιβιάδης, και έδωσε τα βασικά στοιχεία για την επιχείρηση που ονειρευόταν, τεκμηριώνοντας με ουσιαστικά επιχειρήματα.
«Τρελάθηκες;» του απάντησαν και οι τρεις με μια φωνή… «Είσαι πολύ μικρός και άπειρος ακόμα, σκέψου πως ούτε οι μεγαλύτεροι από μας δεν τα καταφέρνουν, και που θα βρεις τα λεφτά;»
«Ναι, αλλά εγώ δεν θέλω να περιμένω να μεγαλώσω για να προσπαθήσω», απάντησε ο Αλκιβιάδης με σιγουριά που δεν χωρούσε αμφισβήτηση.
Ξεκίνησε μόνος του: Mε ξενύχτια, σεμινάρια online, business plans, άπειρα email σε πιθανούς επενδυτές. Τα Σαββατοκύριακα δεν είχαν πια βόλτες και μπαράκια: Tα περνούσε δουλεύοντας πάνω στην ιδέα του, μαζεύοντας πληροφορίες και στοιχεία που ενίσχυαν την επιχειρηματολογία του. Οι βαθμοί του έμεναν ψηλά, αλλά εκείνος φαινόταν εξαντλημένος.
«Παιδί μου, σταμάτα λίγο», του έλεγε η μητέρα του. «Δεν μπορείς να τα κάνεις όλα μαζί. Θα καταρρεύσεις.» «Μαμά, δεν κουράζομαι. Δημιουργώ και με γεμίζει το όνειρό μου», της απαντούσε, όμως εκείνη χαμογελούσε πικρά.
Έπειτα από δύο χρόνια προσπάθειας, η εταιρεία του Αλκιβιάδη άρχισε να παίρνει μορφή. Ένα μικρό γραφείο, δυο εξωτερικοί συνεργάτες, και κάποιοι πελάτες. Όμως τα έσοδα δεν έφταναν, και καθώς οι υποχρεώσεις μεγάλωναν, το άγχος τον έπνιγε. Όταν τελικά αναγκάστηκε να διακόψει τη λειτουργία της εταιρείας, ήταν σαν να του τράβηξαν το έδαφος κάτω από τα πόδια. Έμεινε για μέρες στο δωμάτιό του. Κλείστηκε. Ένιωθε ντροπή, αποτυχία, φόβο.
«Είδες;» του είπε ο πατέρας του, μια βραδιά που τον βρήκε ξαπλωμένο στο δωμάτιό του να κοιτάει με απλανές βλέμμα το ταβάνι. «Τι να δω μπαμπά;» αποκρίθηκε αχνά ο μικρός.
«Ότι οι ιδέες είναι ωραίες, αλλά η ζωή θέλει σταθερότητα. Μίλησα με έναν φίλο, που έχει για σένα μια θέση στην Τράπεζα. Μόνιμη δουλειά, με καλό μισθό, που θα σου εξασφαλίσουν μια ήρεμη ζωή χωρίς περιπέτειες».
Ο Αλκιβιάδης δεν απάντησε. Τον πονούσε να βλέπει την απογοήτευση στα μάτια του πατέρα του. Αλλά τον πονούσε πολύ περισσότερο η ιδέα να ζήσει μια ζωή που δεν ήταν δική του.
Την επόμενη μέρα, πήγε στη σχολή, κι έμεινε ως αργά στη βιβλιοθήκη. Κι ανάμεσα σε σελίδες και σημειώσεις, πήρε την απόφασή: Θα αρίστευε στις σπουδές του, και θα ξαναπροσπαθούσε.
Δύο χρόνια μετά, πτυχιούχος, έστησε από την αρχή μια νέα έκδοση της ιδέας του. Με μεγαλύτερη ωριμότητα, πιο ρεαλιστικό πλάνο και νέους συνεργάτες. Αυτή τη φορά, τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα. Τον στήριξε ένας μικρός επενδυτής που τον πίστευε από παλιά, πήρε κι ένα δάνειο, κι άρχισε να μεγαλώνει: Η πλατφόρμα του γρήγορα απέκτησε φήμη, και ο ίδιος «άγγιζε το όνειρο»!
Ώσπου ήρθε ο COVID: Όλα σταμάτησαν, σαν να είχε μπει σε όλα μια «άνω τελεία» χωρίς συνέχεια… Οι πελάτες αραίωσαν, οι συνεργάτες αποχώρησαν, τα χρέη ξαναφούσκωσαν, καθώς η επιχείρηση δεν ήταν στις επιλέξιμες για κρατική στήριξη… Ο Αλκιβιάδης απομονώθηκε πάλι για μήνες, παλεύοντας να μη βουλιάξει, αλλά όχι: «Η αποτυχία θα ήταν να τα παρατήσω» έλεγε βουβά μέσα του και έμεινε όρθιος! Έσφιξε τα δόντια, συνέχισε, πρόσθεσε καινούργια features. Και όταν η πανδημία τελείωσε, η επιχείρησή του όχι μόνο επέζησε, αλλά άνθισε!
Και τότε εμφανίστηκαν οι μεγάλοι επενδυτές: Με κύρος, εμπειρία, αλλά σκληρούς όρους!
«Πρόσεχε, παιδί μου», του έλεγε η μητέρα του. «Αυτοί κοιτούν μόνο τα νούμερα».
«Το ξέρω, μαμά. Αλλά αν θέλω να πάω παραπέρα, πρέπει να ρισκάρω πάλι» της απάντησε, και υπέγραψε, βάζοντας όλη του την ψυχή στο επόμενο βήμα. Και τα κατάφερε. Μέσα σε δύο χρόνια, η εταιρεία του βγήκε σε τρεις ευρωπαϊκές χώρες, και η καινοτομία του αναγνωρίστηκε διεθνώς.
Όταν έφτασε η μέρα να παραλάβει ο Αλκιβιάδης το βραβείο “30 under 30”, ανέβηκε τρέμοντας στη σκηνή. Κι ενώ το κοινό τον χειροκροτούσε, εκείνος σκεφτόταν το δεκαεννιάχρονο αγόρι – που ρίσκαρε, έμεινε μόνο, αλλά δεν σταμάτησε να πιστεύει. Παίρνοντας το μικρόφωνο, «λύθηκε»:
«Όλοι μιλούν για το κόστος του ρίσκου. Για τον φόβο, την αβεβαιότητα, την πιθανότητα να χάσεις. Εγώ όμως έμαθα ότι υπάρχει και ένα άλλο κόστος – πιο βαρύ, πιο ύπουλο: Το κόστος της ασφάλειας. Το κόστος του να μην τολμήσεις. Να ζήσεις μια ζωή που δεν είναι η δική σου. Είναι αλήθεια πως το ρίσκο με πλήγωσε, με κούρασε, με τρόμαξε. Αλλά με έκανε αυτό που είμαι σήμερα. Και αν έχω μάθει κάτι, είναι πως ό,τι κι αν χάσεις παίρνοντας ρίσκα, μπορείς να το ξαναχτίσεις. Ό,τι όμως δεν τόλμησες, θα σε στοιχειώνει για πάντα».
Το κοινό σηκώθηκε όρθιο και τον αποθέωσε, κι ανάμεσά τους στην πρώτη σειρά, δακρυσμένοι από συγκίνηση οι γονείς του. Κοιτώντας τους στα μάτια, δάκρυσε κι ο Αλκιβιάδης, νιώθοντας πως το ρίσκο του είχε τελικά αποδώσει – όχι μόνο σε επιτυχία, αλλά σε ελευθερία.
Γιατί η ανθεκτικότητα δεν είναι να μην πέφτεις. Είναι να έχεις το θάρρος να σηκώνεσαι ξανά και ξανά, να πάρεις το κόστος του ρίσκου μέχρι να φτιάξεις τη ζωή που σου αξίζει.