Ο Παντελής ήταν ένα συνηθισμένο παιδί που μεγάλωνε σε ένα λαϊκό σπίτι. Και οι δύο του γονείς ήταν εργάτες σ’ ένα μεγάλο εργοστάσιο, δούλευαν ασταμάτητα και ήταν πάντα κουρασμένοι και λιγομίλητοι. Ο πατέρας του ήταν άνθρωπος αυστηρός, πειθαρχημένος, είχε κι ο ίδιος μεγαλώσει σκληρά, και πίστευε ότι «οι άντρες δεν μιλούν για συναισθήματα». Η μητέρα του, ήρεμη αλλά απόμακρη, συνήθιζε να απαντάει με ένα «μην κάνεις έτσι» κάθε φορά που ο μικρός Παντελής, που ήταν και μοναχοπαίδι, προσπαθούσε να εξηγήσει πώς ένιωθε, να πει τα νέα του από το σχολείο, να επικοινωνήσει, να συνδεθεί.
Καθημερινά στο τραπέζι το βράδυ επικρατούσε πάντα τάξη και κανόνες, αλλά όχι διάλογος. Έτσι, ο μικρούλης μας έμαθε να σωπαίνει, να πνίγει τις λέξεις του μέσα στο λαιμό πριν προλάβουν να γίνουν φράσεις, να σκέφτεται πολύ, αλλά να σωπαίνει.
Στο σχολείο, ήταν ο καλός μαθητής που «δεν μιλάει πολύ, αλλά καταλαβαίνει τα πάντα». Οι δάσκαλοι και τα άλλα παιδιά τον θεωρούσαν ντροπαλό, όμως κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πως μέσα του υπήρχε μια ολόκληρη θάλασσα ανείπωτων συναισθημάτων που τον έπνιγαν σιωπηλά.
Στην εφηβεία, αυτή η σιωπή έγινε εμπόδιο. Στις διαφωνίες δυσκολευόταν να υπερασπιστεί τον εαυτό του, να εκφράσει τι τον ενοχλούσε. Οι συμμαθητές του τον πείραζαν για την αδυναμία του να απαντήσει, και όσο πιο πολύ ντρεπόταν, τόσο περισσότερο κλεινόταν. Ως αποτέλεσμα, ένιωθε αποκομμένος, αόρατος, χωρίς έναν «κολλητό» που να τον εμπιστεύεται και να ανοίγει την ψυχή του.
Κάπου εκεί, στη Β’ Λυκείου, γνώρισε τη Μαρίνα. Ένα κορίτσι γελαστό, που τον πλησίαζε στα διαλείμματα, του μιλούσε, του χαμογελούσε, και του έδειχνε με τον τρόπο της πως της αρέσει και θέλει να τον γνωρίσει. Ο καημένος ο Παντελής ένιωθε την καρδιά του να χτυπά ταμπούρλο όταν την έβλεπε, αλλά οι λέξεις δεν έβγαιναν ποτέ. Ήθελε να της πει πόσο όμορφη ήταν, να μιλήσουν για την ζωή και τα όνειρά τους – μα δεν τολμούσε!
Κάθε φορά που εκείνη προσπαθούσε να του ανοιχτεί, απαντούσε μονολεκτικά, με τα μάτια κάτω. Δεν μπορούσε να τη νιώσει, να την αφουγκραστεί, γιατί δεν ήξερε πώς να την ακούσει αληθινά, αφού κι εκείνον, κανένας δεν τον είχε ακούσει… Απογοητευμένη η κοπελίτσα, σιγά σιγά σταμάτησε να τον πλησιάζει. Και στο τέλος της χρονιάς τον αποχαιρέτησε με κάτι που έμεινε καρφωμένο μέσα του για χρόνια: «Παντελή μου, νιώθω ότι έχεις τόσα να πεις… αλλά ποτέ δεν αφήνεις κανέναν να τα ακούσει!» Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος του έδειξε καθαρά το τίμημα της σιωπής του.
Στο πανεπιστήμιο, οι δυσκολίες έγιναν πιο έντονες. Στις ομαδικές εργασίες, ο Παντελής δυσκολευόταν να εκφράσει τη γνώμη του, ακόμα κι όταν είχε δίκιο. Όταν ερχόταν η σειρά του να παρουσιάσει, τα λόγια κόλλαγαν στη γλώσσα του. Η φωνή του έτρεμε, καθώς τα βλέμματα των άλλων τον πάγωναν. Ένιωθε σαν να ζούσε πίσω από ένα αόρατο τζάμι – έβλεπε τον κόσμο, αλλά δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί του!
Μια μέρα, μετά από μια αποτυχημένη παρουσίαση, πήγε μόνος του στη βιβλιοθήκη. Ξεφύλλιζε αφηρημένα τα ράφια ώσπου έπεσε στα χέρια του ένα βιβλίο για τον αρχαίο ρήτορα Δημοσθένη. Διάβασε πως ο Δημοσθένης ήταν κι εκείνος ένα παιδί που τραύλιζε, που γελοιοποιήθηκε όταν προσπάθησε να μιλήσει δημόσια, όμως, με εξάσκηση, πείσμα και πίστη στον εαυτό του, έβαζε βότσαλα στο στόμα του και εξασκούνταν στην ομιλία φωνάζοντας ενάντια στον άνεμο της θάλασσας.
Ο Παντελής ένιωσε κάτι να ξυπνά μέσα του, σαν να έβλεπε τον εαυτό του σε έναν καθρέφτη χιλιάδων ετών, κι από εκείνη τη μέρα ξεκίνησε την προσωπική του άσκηση. Καθόταν μπροστά στον καθρέφτη και προσπαθούσε να μιλήσει δυνατά και καθαρά. Στην αρχή έτρεμε, μπερδευόταν, απογοητευόταν. Μα κάθε μέρα, λίγο λίγο, έσπαγε τη σιωπή.
Έγραφε τις σκέψεις του, μιλούσε με τον εαυτό του, καταλαβαίνοντας πως η επικοινωνία δεν είναι απλώς να πεις κάτι – είναι να νιώσεις αυτό που λες και να το συνδέσεις με τον άλλον.
Τα χρόνια πέρασαν, και ο Παντελής άρχισε να δουλεύει σε έναν οργανισμό όπου έπρεπε να κάνει παρουσιάσεις. Οι πρώτες φορές ήταν βασανιστικές: Έκανε λάθη, έκοβε τις φράσεις του, ένιωθε τα μάγουλά του να καίνε, την καρδιά του να χτυπά, την ανάσα του να μην βγαίνει…
Αλλά δεν τόβαλε κάτω: Πήγε σε σεμινάρια ρητορικής, άκουσε ομιλίες, έμαθε να αναπνέει πριν μιλήσει, να συνδέεται με κόσμο. Και κυρίως – έμαθε να ακούει, ξεκινώντας πρώτα από τον εαυτό του: Ενεργοποιώντας την εσωτερική του επικοινωνία, αναζητώντας τι νιώθει, τι φοβάται, τι θέλει.
Κι όσο πιο ειλικρινής γινόταν μέσα του, τόσο πιο καθαρή γινόταν η φωνή του προς τα έξω. Με τον καιρό, η σιωπή που κάποτε ήταν βάρος, έγινε δύναμη. Η σιωπή του δεν ήταν πια φόβος – ήταν η παύση πριν τη σκέψη. Ήταν ο χώρος που χωρούσε την ψυχή του.
Μέσα από όλη αυτή την εξέλιξη, ο Παντελής όχι μόνο έγινε εξαιρετικός στις παρουσιάσεις, αλλά βελτίωσε την σύνδεσή του με τους συναδέλφους του, επικοινωνώντας ουσιαστικά και αποτελεσματικά. Αναγνωρίζοντας την τεράστια αλλαγή του, οι προϊστάμενοί του ζήτησαν από αυτόν να δημιουργήσει ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης για τους νέους που προσλάμβανε η εταιρία, ώστε να εξοικειωθούν με την επικοινωνία και την δημόσια ομιλία.
Νιώθοντας τεράστια χαρά και τιμή, αμέσως ετοίμασε το υλικό του και ξεκίνησε τις εκπαιδεύσεις:
Ο Παντελής δεν προσποιήθηκε ποτέ ότι έγινε κάποιος άλλος, απλά κατάφερε να βρει τη δική του αυθεντική φωνή.
Και στην εισαγωγή του σεμιναρίου του τόνιζε πάντα πως:
«Η επικοινωνία είναι η γέφυρα όλων των σχέσεων – με τους άλλους, αλλά και με τον εαυτό μας. Χωρίς επικοινωνία είναι σαν να ζούμε σε απομονωμένα ξερονήσια. Επικοινωνώντας αληθινά, χτίζουμε μαζί ηπείρους κατανόησης!»
Η ιστορία του Παντελή είναι η ιστορία κάθε ανθρώπου που κάποτε πίστεψε ότι δεν έχει φωνή. Και που, μέσα από την αυτογνωσία και την ανθεκτικότητα, κατάφερε να την ανακαλύψει, συνειδητοποιώντας με βεβαιότητα πως «τώρα πια ακούω, και ακούγομαι!».


