Σ’ έναν «Van Gogh» που δεν συνταξιοδοτήθηκε

Βράδυ βροχερό!
Πόσο γνώριμος καιρός για τα δρομάκια της πόλης του Άμστερνταμ!
Το ποτάμι και η υγρασία του δρόμου, έκαναν τη Shiawase να ανατριχιάζει. Ντυμένη ελαφρά από μέσα, για το επίσημο κλειστό δείπνο του μουσείου Van Gogh, η Shiawase κοίταξε το ρολόι της, γιατί ήθελε να΄ναι ακριβής. Ο οδηγός εκινείτο ήρεμα και με απίστευτη μαεστρία στο δρόμο του καναλιού, αποφεύγοντας τις μικρές λίμνες νερού, που γυάλιζαν στο φεγγαρόφωτο κι αυτό την ηρεμούσε.
Δεν είχε μετακομίσει πολύ καιρό σ’ αυτήν την όμορφη πόλη και προσπαθούσε να προσαρμοστεί.
Δεν ήξερε πολύ κόσμο και το σημερινό δείπνο την ανησυχούσε. Λίγοι, υψηλοί καλεσμένοι κι αυτή ήταν η εκπρόσωπος της Ιαπωνικής πρεσβείας για την επίσημη πρώτη παρουσίαση της «ψηφιακής βόλτας» του μουσείου Van Gogh.
Ευρωπαία στην όψη, μιας και υιοθετήθηκε στα δυο της χρόνια και μετακόμισε στο Τόκιο, είχε εκπαιδευτεί και στις δύο κουλτούρες, καθώς οι υπέροχοι θετοί γονείς της, είχαν σεβαστεί την καταγωγή της.
Ανυπομονούσε να δει μια ακόμη εκδοχή από τα αγαπημένα της ηλιοτρόπια, μα και όλους αυτούς τους σημαντικούς, που πάντα τη συγκινούσαν –Manet, Gauguin, Rodin…
Το κτίσμα του μουσείου, σχεδιασμένο από τον G.T. Rietveld ολοκληρώθηκε από τους συνεργάτες του το 1973, εννέα χρόνια μετά το θάνατο του. Το σημαντικό όμως για εκείνη –και ο λόγος για τον οποίο ήταν και καλεσμένη- ήταν πως η δεύτερη νεότερη πτέρυγα επέκτασης του μουσείου σχεδιάστηκε και ολοκληρώθηκε από τον Ιάπωνα αρχιτέκτονα Kisho Kurokawa.
Η είσοδος του μοντέρνου κτίσματος, επιβλητικά υποφωτισμένη, δήλωνε τον εορτασμό. Μπαίνοντας η Shiawase ένιωσε το γνώριμο ρίγος του δέους, ανάμεσα στ’ αριστουργήματα. Οι σερβιτόροι, αθόρυβοι σα χορευτές πιγκουΐνοι, κινούνταν ανάμεσα στους προσκεκλημένους, με τους δίσκους τους γεμάτους κρύσταλλα και φυσαλίδες. Οι δημιουργίες του Claude Moet, από το 1743 έκαναν υπερήφανους τους Ολλανδούς και σήμερα τιμούσαν τη βραδιά, με τις γαργαλιστικές φυσαλίδες του υγρού τους να σκάνε στον ουρανίσκο των υψηλών προσκεκλημένων.
Γυρνώντας και ψάχνοντας τα ηλιοτρόπια, παρατηρεί ένα ψηλό μελαχρινό, πολύ κομψό άντρα, να βηματίζει μπροστά τους νευρικά, κίνηση που του έδινε ένα περίεργο βάδισμα και να μιλά χαμηλόφωνα στο τηλέφωνο. Καθώς πλησίασε, κατάλαβε πως ο άντρας μιλούσε γαλλικά σε κάποιον «…oncle Serge…/θείε Σέργιε…» φανερά ανήσυχος.
Γυρίζοντας εκείνος τη βλέπει και καθώς αποχαιρετά βιαστικά το συνομιλητή του, της χαμογελά τυπικά και συστήνεται «Panquale Beneventano».
Η ματιά του έντονη πάνω στο σκούρο πρόσωπο με τα καλοχτενισμένα κοντά κατσαρά του μαλλιά να το πλαισιώνουν. Τα χαρακτηριστικά του αδρά, καθήλωσαν τη Shiawase που ψέλλισε: «Shiawase, εεε… Shiawase Kurokawa».
Έκπληκτος την κοιτά και ρωτά: «κόρη του αρχιτέκτονα της νέας πτέρυγας;»
«Ανηψιά» απαντά εκείνη.
«Μα πώς;» τη ρωτά.
Εκείνη κοκκινίζοντας ελαφρά, γρήγορα του εξηγεί: «Σας ξαφνιάζουν τα ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά, σωστά; Ο Kisho – ο θείος μου- ήταν αδελφός του θετού πατέρα μου».
«Ω! με συγχωρείτε, υπήρξα αγενής με το έκπληκτο βλέμμα μου. Χωρίς να ΄ναι δικαιολογία, η προηγούμενη τηλεφωνική μου συνομιλία με επηρέασε συναισθηματικά».
«Με το θείο Serge…» του απαντά εκείνη, χωρίς να το πολυσκεφτεί. «Ω! Δεν ήθελα ν’ ακούσω…»
«Δεν πειράζει. Φερθήκαμε κι οι δύο, απλά ανθρώπινα».
Τον κοίταξε επίμονα. Ο τρόπος του, την εντυπωσίασε και την συγκίνησε. Κι αυτός συνέχισε: «Ο θείος Serge –αδελφός της Γαλλίδας μητέρας μου- θέλει να πουλήσει τον αμπελώνα του στο Μπορντό και να συνταξιοδοτηθεί, λέει! Τρομακτικό! Θα μου γεράσει απότομα. Το ένιωσα. Είναι αυτός που τα καλοκαίρια, μού μάθαινε τις απολαύσεις της φύσης και της ζωής. Ο αγαπημένος μου θείος».
Η συζήτηση, ένιωσε ο Panquale, πως ξαφνικά και γρήγορα έγινε πολύ προσωπική, με μια άγνωστη γυναίκα.
Η Shiawase του χαμογέλασε γλυκά και καθησυχαστικά καθώς κατάλαβε την ανησυχία του.
«Γαλουχήθηκα με τις αρχές του Ikigai, του μυστικού για την ευζωία και ίσως θα ‘ταν χρήσιμο για τον θείο Serge να το ακούσει. Ικιγκάι λοιπόν, σ’ ελεύθερη μετάφραση είναι η ευτυχία να είσαι πάντα ευχάριστα απασχολημένος. Το να βρει το «Ικιγκάι» του θα κάνει τη ζωή του πιο ουσιώδη σε όποια ηλικία. Ως γραφή, σημαίνει επίσης, ο ωραίος πολεμιστής της ζωής, φράση που έχω την αίσθηση θα κινητοποιήσει τον θείο Serge εκ νέου. Στην Οκινάουα, έχουμε τους περισσότερους αιωνόβιους μη συνταξιοδοτημένους και γι’ αυτούς το «ικιγκάι» είναι κάτι κοινό. Η παροιμιώδης φράση, πως μόνο όταν μένω ευχάριστα δραστήριος με κάνει να θέλω να ζήσω μετά τα εκατό μου χρόνια, είναι το «μότο» μας. Δραστήριοι εργασιακά και … ερωτικά» συνέχισε, κοκκινίζοντας η Shiawase, γιατί όντως η συζήτηση έγινε γρήγορα προσωπική.
Ο Panquale χαμογέλασε γλυκά και την παρότρυνε να συνεχίσει.
Δεν είχε ζήσει εύκολη ζωή, στο palazzo του Conte Ottavio Piccolomini Beneventano Falanghina, του πατέρα του. Ο Conte ερωτεύτηκε κι έκλεψε την όμορφη Γαλλιδούλα, που έστειλε ο αδελφός της Serge, να εντρυφήσει στην τέχνη του λευκού κρασιού, των περιώνυμων αμπελώνων της νοτίου Ιταλίας.
Ο θείος Serge, πάντα παρορμητικός!
Η Shiawase τον είδε που βυθίστηκε σε δυσάρεστες σκέψεις και έβηξε ελαφρά για να συνεχίσει. «Ένας άνθρωπος που δεν συνταξιοδοτείται εργασιακά κι ερωτικά, δεν παραιτείται κι από την ζωή του. Γίνεται παρατηρητής τού τί τον ευχαριστεί και τί απολαμβάνει πραγματικά. Μαθαίνει να κινείται με πιο ήπιους ρυθμούς, να τρέφεται μ’ αυτά που του αρέσουν και στη σωστή ποσότητα, ν’ απολαμβάνει, να περιτριγυρίζεται από καλούς φίλους, να ασκεί πνεύμα και σκεύος, το κορμί του δηλαδή, να χαμογελά με τα απλά, καθημερινά, που ίσως δε φαίνονται σπουδαία. Να κρατά το άγγιγμα του δέντρου και του λουλουδιού στην παλάμη του και να είναι ευγνώμων που έχει την ικανότητα και το πάθος να δει, ν’ ακούσει, να μυρίσει, να γευτεί, ν’ αγγίξει και να τον αγγίξουν όλα!»
Το βλέμμα της είχε αλλάξει, η παθιασμένη του σπίθα, ζέστανε την καρδιά του Panquale και σκόρπισε το σκοτεινό σύννεφο της έγνοιας του για τον θείο Serge. Αυτή η γυναίκα είχε κάτι από αερικό και από γη ταυτόχρονα. Του άρεσε!
Απλώνει και παίρνει το λεπτοκαμωμένο της χέρι στο δικό του κι ακουμπά επάνω απαλά τα χείλη του. Το ροδαλό χρώμα, που έβαψε για μια ακόμη φορά τα μάγουλά της, τον ευχαρίστησε.
Μαλακά την ωθεί προς την αίθουσα του δείπνου, στο επιβλητικά στρωμένο τραπέζι με τα κρυστάλλινα καντηλέρια.
Καθώς μπαίνουν, την αφήνει για λίγο, κάτι ψιθυρίζει στον μαίτρ, ο οποίος εξαφανίζεται κι επιστρέφει γρήγορα χαμογελαστός προς το τραπέζι και κάτι ανασκαλεύει.
Ο Panquale, ένας από τους δωρητές του μουσείου, ζήτησε «η δεσποινίς Kurokawa» να καθίσει δίπλα του. Η νύκτα προμηνυόταν μακριά κι ευχάριστη.
Ο Panquale αισθάνεται πως με τούτο το παράξενο πλάσμα με το μίγμα Ευρώπης και Ασίας, γης κι ουρανού, μέσα του, θα περάσει κι άλλες μακριές κι ευχάριστες νύκτες και ίσως τις περισσότερες μέρες και νύκτες της ζωής.
Μιας ζωής, που θα του μάθει να μην παραιτείται απ’ αυτά που του αξίζουν…
To be continued

Υ.Γ. Αχ! Μικρά μου, αφού η ζωή ποτέ δεν συνταξιοδοτείται, εμείς τότε γιατί;
-Ευτυχία

NEWSLETTER

Πρωτογενή άρθρα και καινούργιο περιεχόμενο στο email σας κάθε 15 ημέρες

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

Ακολουθήστε το κανάλι μας στο Youtube εδώ

JUST A NUMBER

Εγγραφείτε στο Newsletter μας

Τα πιο ενδιαφέροντα άρθρα στο email σας, κάθε 15 ημέρες!

JUST A NUMBER

Εγραφείτε στο Newsletter μας