Η λέξη «ευεργέτης» (από το ευ = καλό + εργέτης, ο «ποιών», ο «εργάτης»), σημαίνει ο «δωρητής» και ακούγοντάς την έρχονται αυτόματα στο μυαλό ονόματα Ελλήνων της διασποράς, που χάρη στη γενναιοδωρία και την ευγενή προσφορά τους, η Αθήνα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, απέκτησε τα περισσότερα δημόσια κτήρια της, που αποτελούν κοσμήματα γι’ αυτήν και μέρος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, η λίστα των ευεργετών εμπλουτίστηκε με νέους και οι Ε. Ευγενίδης, Λ. Ευταξίας, Π. Μποδοσάκης, Στ. Νιάρχος, Α. Ωνάσης, είναι μερικοί εξ αυτών, οι οποίοι άφησαν πίσω τους ευαγή Ιδρύματα και χώρους τέχνης.
Η έννοια της ευεργεσίας επανήλθε στο προσκήνιο όταν το 2022, ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, ένας από τους σημαντικότερους συλλέκτες έργων σύγχρονης τέχνης, εμπιστεύτηκε και δώρισε, πάνω από 350 έργα της μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας Συλλογής του σε 4 διεθνή μουσεία (Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης/Ελλάδα, Tate Gallery/Λονδίνο, Guggenheim Museum / Νέα Υόρκη και Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης /Chicago), γνωρίζοντας ότι θα εκεί θα την αξιοποιήσουν και θα την συντηρήσουν με την ίδια φροντίδα που επένδυσε ο ίδιος για την συγκεντρώσει.
Η δωρεά αυτή, μία από τις μεγαλύτερες που καταγράφονται στην ιστορία της μουσειακής φιλανθρωπίας, έγινε με το σκεπτικό να δοθεί μία νέα πνοή στα έργα & μία ζωή για το μέλλον, ν’ αποκτήσουν διαχρονικότητα, συνομιλώντας με τα έργα του χθες, του σήμερα αλλά και του αύριο. Επιθυμία του, αυτά να είναι προσβάσιμα στο ευρύ κοινό γιατί όπως λέει χαρακτηριστικά «η τέχνη είναι, βασική ανθρώπινη ανάγκη & έχει νόημα μόνο όταν βρίσκεται σε συνδιαλλαγή, σε επικοινωνία με τον αποδέκτη της, με τον άνθρωπο.»
Αυτές τις σκέψεις και άλλα πολλά γύρω από την Συλλογή αλλά και τη σύγχρονη τέχνη μπορεί να διαβάσει ο αναγνώστης του βιβλίου με τίτλο: «Στοχασμοί του Συλλέκτη. Η Ειρήνη Πάρη συνδιαλέγεται με τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο», το οποίο παρουσιάστηκε, πριν λίγες μέρες στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης.
Πρόκειται για ένα ιδιότυπο βιβλίο, που δεν κατηγοριοποιείται. Δεν είναι μία βιογραφία του συλλέκτη, δεν είναι ένας κατάλογος της Συλλογής, δεν είναι μία καταγραφή ιδεών και απόψεων, αλλά ούτε ένα δοκίμιο για την σύγχρονη τέχνη.
Είναι μία ωδή αγάπης. Δύο φιλότεχνοι, φιλοσοφημένοι άνθρωποι, πολίτες του κόσμου, αγαπημένοι σύντροφοι & συνοδοιπόροι στη ζωή, με αφετηρία την κοινή μεγάλη τους αγάπη, τη σύγχρονη τέχνη, συνδιαλέγονται, ελεύθερα, πάνω στα θεμελιώδη θέματα που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο, τα οποία αποτελούν τον βασικό άξονα της Συλλογής. Μέσω των διαλόγων τους παρακινούν τον αναγνώστη, σ’ έναν στοχαστικό περίπατο μέσα στο περιεχόμενο αυτής. Πολύ γρήγορα δε γίνεται αντιληπτό το πόσο βαθιά ο ένας γνωρίζει, εκτιμάει και θαυμάζει τον άλλον και το πόσο κυρίαρχη θέση έχει η τέχνη στη ζωή τους.
Η ιδέα για την συγγραφή του βιβλίου προέκυψε τυχαία, όταν μία μέρα η Ε. Πάρη, ζήτησε από τον Δ. Δασκαλόπουλο να της μιλήσει για την Συλλογή, για τους λόγους που απέκτησε τα έργα, το τι σκεπτόταν όταν τα αγόραζε. Οι απαντήσεις του καθώς και οι γόνιμες συζητήσεις που ακολούθησαν, της φάνηκαν τόσο ενδιαφέρουσες που θεώρησε ότι θα έπρεπε να καταγραφούν κάπου. «Γράφω το βιβλίο αυτό επειδή ήθελα να φωτίσω τη λιγότερο γνωστή πλευρά του Δ. Δασκαλόπουλου, εκείνη του συλλέκτη, των δράσεων και των στοχασμών του. Το έκανα κατ’ αρχήν, για εκείνον, την οικογένειά του, τα εγγόνια του και φυσικά για τους φίλους του και όσους θαυμάζουν ερευνούν, καταπιάνονται με την σύγχρονη τέχνη», λέει χαρακτηριστικά. Και συνεχίζει, «Η σύγχρονη τέχνη για πολύ κόσμο δεν είναι προσιτή. Μπλοκάρουν μπροστά στα έργα της. Θέλαμε αν κάποιος το διαβάσει, να τον βοηθήσουμε να του γίνει οικεία και προσιτή. Να αφεθεί, να πέσουν τα σύνορα και να την νοιώσει πιο κοντά. Γι’ αυτό ήθελα να γραφτεί με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι προσιτό & να αγγίζει τους ανθρώπους».
Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη με το πρώτο ν’ αφορά τον συλλέκτη, το κτίσιμο και την πορεία της Συλλογής, ενώ το δεύτερο εμβαθύνει σε θέματα όπως η ζωή, ο θάνατος, ο άνθρωπος, η δημιουργικότητα, το τραύμα, το βάσανο, η ελευθερία και τα όριά της, η ευαισθησία, τα μεγάλα επιτεύγματα, η ελληνικότητα, η κοινωνία με αναφορά πάντα σε συγκεκριμένα έργα τέχνης της συλλογής.
Συζητώντας για την Συλλογή, ο Δ. Δ. αναφέρει ότι αυτή είναι «μη κερδοσκοπική», ποτέ δεν είδε την τέχνη ως επένδυση από την οποία περίμενε αύξηση αξιών και ποτέ δεν αισθάνθηκε ως ιδιοκτήτης των έργων, αλλά χαρακτηρίζει τον εαυτό του ως ένα είδος… μεσάζοντα, προσωρινό «θεματοφύλακα» της δημιουργικότητας άλλων ανθρώπων. Είναι ένα περιουσιακό στοιχείο που θέλησε να το δώσει σε κοινό όφελος, σε κοινή ωφέλεια. Βέβαια, όπως ομολογεί, ο δρόμος της δωρεάς, σημαίνει τον αποχωρισμό, κάτι που είναι δύσκολο και ψυχοφθόρο. Ομως, η επίδραση της Ειρήνης Πάρη, που έδωσε άλλη διάσταση σ’ αυτή την διαδικασία, χαρακτηρίζοντάς την ως μία συνέχεια, μία μεταλαμπάδευση ήταν καταλυτική για την διαχείριση εκείνων των προσωρινών, κάπως στενάχωρων, συναισθημάτων.
Στις πρώτες σελίδες του βιβλίου διαβάζουμε, ότι για τον Δ. Δασκαλόπουλο, τον πολυσχιδή & επιτυχημένο επιχειρηματία, η αγάπη για την τέχνη εκδηλώθηκε στην ηλικία των 12 ετών, όταν σε μία επίσκεψη στην Alte Pinakothek του Μονάχου μαγεύτηκε από δύο πίνακες του Rubens, τους οποίους κοιτούσε, εκστασιασμένος, για ώρα. Στα 18 του, σ’ ένα ταξίδι στην Ταϊλάνδη, αγόρασε ένα άγαλμα της Saraswati (θεότητα της μουσικής) και στα 35 του άρχισε την διαδρομή του, ως συλλέκτης, με πρώτο έργο το «La peinture est a l’interieur de l’oeuf» της Rebecca Horn, δημιουργώντας μέσα στα επόμενα 30 χρόνια, την περίφημη “Συλλογή Δ. Δασκαλόπουλου”, που περιλαμβάνει σημαντικούς Έλληνες & ξένους καλλιτέχνες.
Eπηρεασμένος από την «Ασκητική» του Καζαντζάκη και θαυμάζοντας την έμπνευση και τη δύναμη της αχαλίνωτης ανθρώπινης δημιουργικότητας, «έκτισε» την Συλλογή του, με πυλώνες τα υπαρξιακά, οικουμενικά και διαχρονικά ερωτήματα του ανθρώπου, ο οποίος παρόλο που έχει επίγνωση της φθαρτότητας και του θανάτου, δεν σταματά ν’ αγωνίζεται, ν’ οραματίζεται, να δημιουργεί, προσπαθώντας ν’ αφήσει πίσω το αποτύπωμά του.
Η Συλλογή είναι ανθρωποκεντρική και αποτελείται κυρίως από γλυπτά και εγκαταστάσεις, συνήθως μεγάλων ή και τεραστίων διαστάσεων. Αρκετά έργα είναι προκλητικά, περίπλοκα, δύσκολα και δεν προσφέρουν καμία αισθητική απόλαυση. Στο σύνολό τους όμως, έχουν μία συνοχή και μία συνάφεια, μια και ο προβληματισμός του συλλέκτη, γύρω από την ανθρώπινη υπόσταση και ύπαρξη, καθώς και τη συγκίνηση ή το έντονο συναίσθημα που του προκάλεσαν όταν τα είδε, ήταν από τους βασικούς λόγους που τον οδηγούσαν στην αγορά τους, μαζί με την σκέψη ότι αυτά θα μπορούσαν να ενισχύσουν τον διάλογο που ήθελε να δημιουργεί μεταξύ αυτών.
Σήμερα, αν και ένα πολύ μεγάλο μέρος της Συλλογής έχει φύγει από την ιδιοκτησία του, εκείνος βιώνει την χαρά να βλέπει τα έργα στα μουσεία που τα έχει δωρίσει, σε καινούργιους διαλόγους με άλλα μουσειακά εκθέματα ή άλλα μουσεία. Χαίρεται να βλέπει τους επισκέπτες να στέκονται μπροστά τους, έκπληκτοι, προβληματισμένοι, άφωνοι, προσπαθώντας να βρουν σημεία αναφοράς, να νιώσουν την μαγεία της τέχνης, βρίσκουν σημεία αναφοράς, να νιώθουν την μαγεία της τέχνης, αποκτώντας, μέσω αυτών, περισσότερες ευκαιρίες επαφής μες την σύγχρονη τέχνη.
Το βιβλίο, εκδόθηκε από την ιστορικό οίκο Cahiers d’Art, έναν από τους σημαντικότερους οίκους εικαστικών τεχνών, ο οποίος ιδρύθηκε το 1926 από τον ελληνικής καταγωγής τεχνοκρίτη Christian Zervos στο Saint-Germain- des-Prés. Κυκλοφορεί σε δύο γλώσσες και διατίθεται προς πώληση στα πωλητήρια του ΕΜΣΤ, του Μουσείου Μπενάκη, του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης καθώς και στο Amazon.