Δεν έχει δουλέψει ποτέ της.
Φίλη μου από τα 18, χειμερινή κολυμβήτρια και μανιακή με την τάξη.
Θα έλεγες πως έχει άπλετο ελεύθερο χρόνο.
Κι όμως, έχει πάντα «δουλειές». Μια λέξη που επαναλαμβάνει με τέτοια συνέπεια που πλέον λειτουργεί σαν άλλοθι.
Μου φαίνεται κάπως αστείο.
Στο δικό μου μυαλό, “δουλειές” είναι η δουλειά.
Να πρέπει να δημιουργήσεις το έργο, να το παραδώσεις, να διαπραγματευθείς, να συνεργαστείς, να περιμένεις απάντηση.
Όχι να πας στο σούπερ μάρκετ. Ούτε να αγοράσεις ένα δώρο για τον άντρα σου.
Αυτό είναι χρόνος. Προσωπικός. Ελεύθερος. Ή μήπως όχι;
Γιατί κάπου εκεί ξεκινά η ενοχή του να είσαι ελεύθερος.
Το άγχος του να μη σε νομίσουν τεμπέλη.
Η κοινωνική καταπίεση του να δείχνεις συνεχώς απασχολημένος.
Όσο πιο γεμάτο το πρόγραμμα, τόσο πιο σημαντικός.
Όσο πιο εξαντλημένος, τόσο πιο αποδεκτός.
Απασχολημένοι, άρα εντάξει.
Κουρασμένοι, άρα ασφαλείς.
Χωρίς χρόνο, άρα σημαντικοί.
Λες κι αν έχεις χρόνο, είσαι επικίνδυνος.
Ή μάλλον, ύποπτος.
Μπορεί να φταίει το περιβάλλον μας.
Η ανάγκη να αποδεικνύεις συνέχεια την αξία σου μέσα από πράξεις.
Το να πεις “δεν κάνω τίποτα σήμερα” ακούγεται κάπως.
Δεν κάνεις τίποτα; Άρα δεν είσαι τίποτα;
Και κάπως έτσι, γεμίσαμε με δουλίτσες.
Με εξαναγκασμένα “να πεταχτώ λίγο από ‘δω, να πάω κι εκεί”, προκειμένου να νιώσουμε χρήσιμοι.
Άρα με πολλές δουλειές. Δουλειές, όχι δουλειά.
Γιατί η δουλειά, αν είναι αληθινή, σε εκθέτει. Και σε φέρνει αντιμέτωπο με τον εαυτό σου. Τις δυνατότητες σου, το μυαλό σου, τις ικανότητες σου. Μένει λοιπόν ένα ερώτημα.
Αν δεν έχω τίποτα να κάνω, ποιος είμαι τελικά;