Τον τελευταίο καιρό δοκιμάστηκαν τα όρια της τέχνης. Διαφωνήσαμε για το αν υπάρχουν όρια στην τέχνη. Αναρωτηθήκαμε αν η τέχνη πρέπει να έχει θεό ή μπορεί να μην έχει το θεό της, ακριβώς επειδή είναι τέχνη, άρα «δουλειά» της είναι να εκφράζει ανενόχλητα την ελευθερία της σκέψης. Πολλοί θυμώσαμε, βλέποντας κάποιον που ενοχλήθηκε από αυτήν την ελευθερία της σκέψης, να θέτει τα όριά του, κλωτσώντας τους πίνακες που θεώρησε ότι παραβιάζουν την ελευθερία της δικής του σκέψης. Δεν σκέφτηκε ίσως ότι, το δικαίωμά του να μη νιώθει ότι προσβάλλεται η πίστη του, συγκρούεται με το δικαίωμα του άλλου να προωθεί και να δοκιμάζει τα όρια και το εύρος της έννοιας «προσβολή».
Σας έλουσε κι εσάς κρύος ιδρώτας; Μια απλή αναφορά σ’ ένα πρόσφατο γεγονός κάναμε κι, εγώ τουλάχιστον, μπερδεύτηκα ήδη. Πριν από τη βίαιη αποκαθήλωση στην Πινακοθήκη, κάθε μέρα δοκιμάζονταν -και εξακολουθούν να δοκιμάζονται- τα όριά μας στην κοινωνική συμπεριφορά. Υπάρχουν όρια στην προσβολή, όταν κάποιος δεν συμφωνεί με τη γνώμη σου; Μπορεί όποιος θέλει να επεμβαίνει στα όρια της για να επιβάλει τη δική του γνώμη; Μπορούν οι έφηβοι -και όχι μόνο- να χτυπιούνται αλύπητα στα σχολεία με αφορμή τις αθλητικές προτιμήσεις τους; Κι όλα αυτά συμβαίνουν επειδή η σύγχρονη παιδαγωγική έχει χαλαρώσει τα όρια στην ανατροφή των παιδιών ή μήπως επειδή, στα εφιαλτικά χρόνια του covid και του εγκλεισμού δοκιμάστηκαν τα όρια των αντοχών μας στην απόλυτη δυστοπία;
Καθημερινά τα όριά μας δοκιμάζονται με δεκάδες εκατοντάδες, εκατοντάδες χιλιάδες εκατομμύρια τρόπους. Παραβιάζονται οι κόκκινες γραμμές μας, οι κίτρινες γραμμές, οι πράσινες γραμμές, οι πολύχρωμες γραμμές, ολόκληρο το ουράνιο τόξο παραβιάζεται από την άσκηση του δικαιώματος να κάνουμε όλοι ό,τι θέλουμε.
Σκεφτείτε τη λογική του σκύλου. Θα οριοθετήσει το χώρο του, θα ουρήσει στην περίμετρο των τετραγωνικών που θεωρεί ότι του ανήκουν και, ανάλογα με τη ράτσα, την ανατροφή και τη γενετική του προδιάθεση, θα θεωρήσει λογικό να γαβγίσει ή και να δαγκώσει αυτόν που θα του τα παραβιάσει.
Σκεφτείτε και το έμβρυο, στρυμωγμένο στα στενά όρια της μήτρας, πόσα εκατομμύρια μάχες θα δώσει από τη μέρα που θα γεννηθεί, προσπαθώντας να δοκιμάζει και να υπερβαίνει τα όρια του περιβάλλοντος στο οποίο μεγαλώνει. Σκέφτομαι και το ανέκδοτο που με κάνει πάντα να γελάω, ότι προσπαθείς, λέει, χρόνια να το μάθεις να μιλάει και να περπατάει, μόνο και μόνο για να του λες μετά, «κάτσε κάτω και μη μιλάς!». Στο πρωτοποριακό σχολείο «θηλέων» που είχα την τύχη να φοιτήσω, δεν μας έλεγαν συχνά να κάτσουμε κάτω και να μη μιλάμε. Αντίθετα, μέσα στις τάξεις, εμπνευσμένοι καθηγητές μάς προκαλούσαν να υπερβαίνουμε τα όρια της σκέψης μας, να προσπαθήσουμε να πάμε πιο πέρα από εκεί που είχαν φτάσει οι άνθρωποι που αποτελούσαν παραδείγματα προς μίμηση και διδασκαλία. Έξω από τις τάξεις όμως, καραδοκούσε η αρχικά μισητή και στη συνέχεια λατρεμένη, αείμνηστη καθηγήτρια, με το ψαλίδι στο χέρι, έτοιμο να ξηλώσει το στρίφωμα της φούστας μας αν το μήκος της δεν ήταν απόλυτα ευθυγραμμισμένο με τα όρια του σχολείου.
Δεν συνεχίζω γιατί δεν ξέρω. Δεν ξέρω, ειλικρινά, αν είναι καλό ή κακό να μεγαλώνουν σήμερα τα παιδιά χωρίς αυστηρή οριοθέτηση, χωρίς την απειλή της σοβαρής τιμωρίας. Δεν ξέρω ειλικρινά, αν -όταν πεισμώνουν- τους πρέπει ένα γερό μάλωμα ή μια αγκαλιά. Δεν ξέρω ούτε για μας, πότε θέλουμε μάλωμα και πότε αγκαλιά. Και δεν ξέρω αν, τελικά, όλοι -μικροί και μεγάλοι- έχουμε άλλη επιλογή από το να ωριμάζουμε, κυνηγώντας μια βιώσιμη ισορροπία ανάμεσα στα ανεξέλεγκτα όρια του μυαλού και στα όρια που, αναπόφευκτα, επιβάλλει η ανάγκη της κοινωνικής συνύπαρξης.
Ίσως, μοναδική επιλογή είναι εκείνος ο διαχρονικός, ακατάλυτος κανόνας που λέει, μην κάνεις ποτέ στον άλλον αυτό που δεν θέλεις να σου κάνει εκείνος, διότι η ελευθερία σου σταματάει εκεί που αρχίζει η δική του.