Κάθε βράδυ, η μικρή Ιφιγένεια κούρνιαζε κουλουριασμένη δίπλα στη γιαγιά της με τα μάτια μισόκλειστα και την καρδιά ανοιχτή. Τα παραμύθια ήταν ο αγαπημένος της κόσμος, και η γιαγιά της τόσο παραστατική όταν της τα ψιθύριζε για να την νανουρίσει. Εκείνα τα παραμύθια όπου το καλό πάντα νικούσε, οι καλοί ήταν καλοί, οι κακοί κατέληγαν άσχημα, και η πριγκίπισσα στο τέλος παντρευόταν τον όμορφο πρίγκηπα πάνω στο άσπρο του άλογο και ζούσε ευτυχισμένη για πάντα.
Έτσι, η Ιφιγένεια μεγάλωνε με αυτή την πεποίθηση που θεμελιώθηκε μέσα της σαν μοναδική αλήθεια: Η ζωή μπορεί να είναι δύσκολη, ναι, αλλά αν είσαι σωστός άνθρωπος, στο τέλος θα σε ανταμείψει οπωσδήποτε! Πίστεψε ότι αν αγαπάς, θα αγαπηθείς, ότι αν κάνεις το καλό, θα βρεις καλό και κυρίως, ότι τα παραμύθια, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, βγαίνουν αληθινά.
Μόνο που η ζωή για την Ιφιγένεια είχε άλλο σενάριο.
Στα είκοσί της, ερωτεύτηκε έναν όμορφο «πρίγκηπα», οκτώ χρόνια μεγαλύτερό της, και αποφάσισε να αφήσει τις σπουδές της για να τον παντρευτεί και να κάνει μαζί του οικογένεια. Εξάλλου, όπως πίστευε, ο «πρίγκηπας» σώζει πάντα την «πριγκήπισσα», την παντρεύεται, και μετά το γάμο ακολουθεί η τέλεια ευτυχία.
Έτσι, βρέθηκε στα 34 της, παντρεμένη και μητέρα δύο μικρών παιδιών, για όλους και φαινομενικά μέσα στο «παραμύθι» που είχε φανταστεί. Όμως κάτω από την επιφάνεια, κάτι είχε αρχίσει να σπάει. Ο σύντροφός της, πιεσμένος από επαγγελματικές αποτυχίες, άρχισε σιγά-σιγά να μεταμορφώνεται. Από τρυφερός και γλυκομίλητος έγινε απότομος, νευρικός και οι λέξεις του σκληρές, θυμωμένες, απορριπτικές. Η παρουσία του έγινε απειλητική για εκείνη και τα παιδιά και ο φόβος εγκαταστάθηκε στο σπίτι τους – σιωπηλός, καθημερινός, ασήκωτος.
Στην αρχή, η Ιφιγένεια τον δικαιολογούσε, περίμενε, υποχωρούσε, έβαζε τα παράπονα και τις προσβολές του «κάτω από το χαλί». Παρηγορούσε τα παιδιά, προσπαθούσε να τον καλύψει κι έλεγε συνέχεια μέσα της: «Θα περάσει. Είναι δύσκολη φάση. Θα ξαναγίνουμε όπως πριν», γιατί έτσι γίνεται στα παραμύθια – το σκοτάδι είναι πρόσκαιρο, περνάει και το φως πάντα επιστρέφει.
Μέχρι που ένα βράδυ, μπροστά στα παιδιά τους, εκείνος την έσπρωξε, την έριξε κάτω και άρχισε να την χτυπάει με μανία. Ήταν πιωμένος και απίστευτα θυμωμένος. Τα μάτια των παιδιών γέμισαν με τρόμο, κι έτρεξαν να κρυφτούν κάτω από το μεγάλο τραπέζι, τρέμοντας. Και τότε, μέσα σ’ αυτή την τρομακτική εμπειρία κάτι μέσα στην ύπαρξη της Ιφιγένειας άλλαξε. Όχι μόνο από το σοκ και τον φόβο… αλλά σαν κάτι που «ξύπνησε»!
Αμέσως το επόμενο πρωί, κι αφού ο άντρας της έφυγε για την δουλειά του, η Ιφιγένεια μάζεψε τα λίγα πράγματά τους, πήρε τα παιδιά της και έφυγε. Για πού; Δεν είχε ιδέα… Με μηδενική οικονομική στήριξη, με σχεδόν καμία βοήθεια, παρά μόνο την ηθική συμπαράσταση των γονιών της, αλλά και με κάτι ανεκτίμητο: μια φράση της γιαγιάς της, θαμμένη χρόνια μέσα της: «Η πριγκίπισσα δεν χρειάζεται πάντα τον πρίγκιπα. Μπορεί και μόνη της να σώσει το βασίλειό της».
Τα επόμενα χρόνια ήταν ένα νέο είδος παραμυθιού για την Ιφιγένεια – χωρίς ιππότες, χωρίς μάγισσες, αλλά γεμάτο από καθημερινές μάχες. Έπιασε τρεις διαφορετικές δουλειές για να σταθεί στα πόδια της, και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο, ξεκινώντας ξανά τις σπουδές της από εκεί που τις είχε αφήσει. Πέρασε ατέλειωτες νύχτες αϋπνίας, στιγμές απόλυτης εξάντλησης, στενοχώριας, έως και απελπισίας. Όμως δεν το έβαλε κάτω: κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά, συνειδητά διάλεξε να μην αφήσει τον πόνο να τη διαλύσει, αλλά να τον μεταμορφώσει σε ανεξάντλητη ενέργεια. Βρήκε εκείνη τη «μαγική» πηγή δύναμης μέσα της, εκείνη που, όταν ήταν μικρή, διάλεγε να αγνοεί μέσα στα αφηγήματα της γιαγιάς της!
Παράλληλα με τη δουλειά και τις σπουδές, μπήκε σε πρόγραμμα ψυχολογικής υποστήριξης. Ξεκίνησε να αναγνωρίζει τα συναισθήματά της, να μην τα καταπνίγει, να τα αφουγκράζεται. Κι έμαθε ότι ψυχική δύναμη δεν σημαίνει να μη σπάσεις – σημαίνει να μαζεύεις τα κομμάτια σου και να συνεχίζεις, κάθε φορά πιο σοφή.
Τα χρόνια πέρασαν, κι η Ιφιγένεια δεν αναζήτησε, ούτε χρειαζόταν άλλον «πρίγκηπα»! Είχε γίνει η ίδια βασίλισσα του εαυτού της, δημιουργώντας ένα σπίτι γεμάτο φροντίδα και φως. Και με τον έλεγχο της ζωής της στα χέρια της, διηγείται τα δικά της παραμύθια στα παιδιά της: όχι εκείνα με τις τέλειες καταλήξεις, αλλά εκείνα που μιλούν για αληθινούς ανθρώπους, με φόβους, με απώλειες, αλλά και με κουράγιο. Εκείνα που δείχνουν ότι το να πέφτεις δεν είναι αδυναμία, αλλά αρχή της μεταμόρφωσης. Και κάθε βράδυ, πριν κοιμηθούν, τους λέει:
«Τα παραμύθια αυτά είναι αληθινά. Όχι γιατί τελειώνουν καλά. Αλλά γιατί μας μαθαίνουν πώς βρίσκουμε το θάρρος να συνεχίζουμε και πώς να γράφουμε το δικό μας τέλος, όταν το παλιό δεν μας χωράει πια».
Η ψυχική ανθεκτικότητα δεν γεννιέται από τη «μαγεία»: γεννιέται όταν διαλέγεις, ξανά και ξανά, να σταθείς όρθια. Ακόμη κι όταν όλα δείχνουν χαμένα. Και ίσως, να είναι αυτό το πιο αληθινό “και ζήσαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα!”