Καλοκαίρι στο εξοχικό σπίτι των πεθερικών μου.
Χαζεύοντας ένα μεσημεράκι σε απόλυτη ησυχία μια μικρή βιβλιοθήκη, λίγων βιβλίων κατά πλειοψηφία «καλοκαιρινών», παρατηρώ ένα ταλαιπωρημένο βιβλίο «Τα γηρατειά» της Σιμόν Ντε Μποβουάρ.
Σκέφτομαι, θα το διαβάζει η πεθερά μου (!) να δει τι γίνεται τώρα που γερνάει.
Το ανοίγω.
Λέω αποκλείεται να το τελείωσω, άπειρες σελίδες, γραφή υπό μορφή δοκιμίου, παραπομπές, έννοιες πολύ θεωρητικές και δυσνόητες.
Ξεκινούσε όμως από μια καταλυτική και βαρειά αλήθεια που σε χτυπούσε με ακρίβεια.
Να πεθάνεις νωρίς ή να γεράσεις: δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση.
Συνέχιζε με έννοιες όπως, είναι τελικά οι γέροι ανθρώπινα πλάσματα;
Θυμάμαι να σκέφτομαι τι λέει… Είναι δυνατόν να ισχύει μια τέτοια ερώτηση;
Όμως τεκμηρίωνε σε όλο αυτό το αργό και δύσκολο ανάγνωσμα μια θέση που με έχει προσωπικά προβληματίσει από τότε.
Και εξηγούσε ότι κάτι που δεν είναι ούτε αρρώστεια ούτε ατύχημα είναι το πιο άσχημο πράγμα στον κόσμο.
Ότι ο γέρος είναι μέλος μιας υποβαθμισμένης σε δικαιώματα κοινότητας ανθρώπων, της κοινότητας της τρίτης ηλικίας.
Η οικογένεια το θεωρεί λογικό να είναι μόνος, «εμείς έχουμε μια κοπέλα που τον περιποιείται τον παππού».
Η πολιτεία το θεωρεί λογικό να έχει πολύ μικρή σύνταξη, «τι ανάγκες έχει ρε παιδιά».
Οι περαστικοί δεν τον κοιτούν, το βλέμμα δεν σταματάει απάνω του, εκτός αν είναι καλοστεκούμενος, «κοτσονάτος ο παππούς».
Στη σειρά για το ταμείο, για την τράπεζα κλπ, βλέμματα αλληλοκατανόησης μεταξύ των «νέων»,
«ω ρε μπλέξαμε, θα αργήσουμε…»
Έγινα πολύ προσεκτική με τους μεγαλύτερους. Ακούω. Παρατηρώ. Ασχολούμαι.
Άλλωστε υπάρχει και μια μεγάλη αλήθεια για τα γηρατειά.
Έρχονται νομοτελειακά.