Στο σχολείο φορούσαμε ποδιές ή, σε κάποια ιδιωτικά, στολές. Μα όχι μόνο στο σχολείο: Από 14χρονα στο σινεμά, Σάββατο απόγευμα (προβολή 4-6μμ!!!), ή λίγο αργότερα στη disco επικρατούσε, υποδόριος αλλά κι αυταρχικός, άγραφος στυλιστικός κανόνας: Μπερέ, μπότες πάνω από το γόνατο, μίνι (mini-jupe, τις λέγαμε) ή και σορτς (hot pants, τα λέγαμε) τα κορίτσια, ζιβάγκο (του Ομάρ Σαρίφ /Δρ.Ζιβάγκο, προ – Παπανδρέου παρακαλώ), λουλουδάτα πουκάμισα με μυτερούς γιακάδες, παντελόνια καμπάνα τα αγόρια. ‘Οπου κάθε σοβαρή απόκλιση από αυτά τα αδρά κοινά ενδυματολογικά στερεότυπα, σε απομάκρυνε, αδιόρατα αλλά σταθερά, από την αναγνωρίσιμη στυλιστικά παρέα, για να σε κατατάξει σε άλλου ύφους/περιεχομένου παρέα ανάλογη με τις διαφορετικές ενδυματολογικές επιλογές σου. Γιατί αν προτιμούσες το στυλ αμπέχονο και ταγάρι, ή το στρατιωτικό-αγωνιστικό λουκ της μεταπολίτευσης, ξεκάθαρα δεν έκανες παρέα τις κοπέλες με το μανικιούρ, τις ψεύτικες βλεφαρίδες και τη φούστα της Μαίρης Κουάντ.
Περίεργο; Όχι τόσο. Ας αφήσουμε πίσω τη δεκαετία του ’70, και ας ρίξουμε μια ματιά γύρω για να διαπιστώσουμε ότι:
Οι παρέες ντύνονται παρόμοια κι έχουν γούστα όμοια.
Δεν βαριέμαι ποτέ να χαζεύω τον κόσμο. Σε όποια άγνωστή μου πόλη βρεθώ, το πρώτο που μου αρέσει να κάνω είναι να αράξω σε κάποιο καφέ και να παρατηρώ το πλήθος – κι αυτό με βοηθάει να «οσφρανθώ» την αύρα της κοινότητας (μα μυρίζει η αύρα θα μου πείτε, ε, ναι, αφού είναι αόρατη με κάποια αίσθηση πρέπει να την εισπράττουμε, άρα τη μυρίζουμε!). Να παρατηρώ το στυλ και το «στήσιμο» των θαμώνων γύρω μου, στο εστιατόριο, στα θεάματα, στα μουσεία. Να χαζεύω τις παρέες.
Μετά από χάζι πολλών συσσωρευμένων ωρών, το συμπέρασμα είναι σαφές: τα φιλαράκια συνδέονται ΚΑΙ με το κοινό στυλιστικό τους γούστο. Σιγά τη διαπίστωση, θα μου (ξανά) πείτε. Και όμως… τολμώ να πω ότι πολλές φιλίες ή έστω επιτυχημένες παρεΐστικες συνάξεις ξεκίνησαν με την αμοιβαία αναγνώριση κάποιων κοινών κωδίκων και προτιμήσεων που αφορούν στο στυλ. Παράδειγμα, δύσκολα θα δεις φίλες κολλητές που η μία να ντύνεται αυστηρά και μινιμαλιστικά, με χρώματα μαύρο-άσπρο-μπεζ και η άλλη παρδαλά τσιγγάνικα ή έντονα κι εξωτικά έθνικ. ‘Η άνδρες, που οι μεν δεν βγαίνουν από το σπίτι τους χωρίς σακάκι και οι δε το ξέρουν ως μακρινή ανάμνηση από το γάμο τους – και πάλι όχι σίγουρα. Ομοιομορφία ενδυματολογική που μπορεί να παρεξηγηθεί κι ως ρατσιστική (μήπως;) επικρατεί και σε λέσχες, ομίλους, συλλόγους, που συνδέουν τους ανθρώπους με τον κοινό σκοπό, ή χόμπυ, ή άθλημα -και όχι λόγω συγγενικού στυλ. Κι όμως… Μήπως αρκετές φορές δεν έχουμε τη διάθεση να κάνουμε κάποια υποχώρηση στο τι μου θα μας άρεσε να φορέσουμε στην τάδε κοινωνική συνάθροιση με τη δείνα παρέα, προκειμένου να μη διαφέρουμε ιδιαίτερα από την ομήγυρη; Χωρίς να αγνοώ ότι μπορεί να μπαίνουμε καμιά φορά στον πειρασμό για την εντελώς αντίθετη συμπεριφορά, βρίσκω πολύ πιο ανθρώπινη κι εν-συναισθηματική την πρώτη τάση.
Αυτή που υπαγορεύεται από τη βαθύτερη ανάγκη του να ανήκουμε -όπου. Έστω με πασαπόρτι την κοινώς αναγνωρίσιμη κι πλειοψηφικά αποδεκτή «στολή» από την υπόλοιπη παρέα.