Πώς έκανε την «έκπληξη» η «Μαρία της Σιωπής»

Η Μαρία ήταν πάντα ένα “καλό παιδί”. Κι αργότερα, εξελίχθηκε σ’ ένα “καλό κορίτσι”. Και όλοι γύρω της έλεγαν “Η Μαρία η καλή”. Η ήσυχη, η υποχωρητική, αυτή που τα σήκωνε όλα χωρίς να παραπονεθεί. Ένα παιδί που έμαθε από νωρίς να βάζει τα θέλω της στην άκρη – για να μη θυμώσουν οι άλλοι, για να μην πληγωθούν, για να παραμείνει “αγαπητή”, για να αποφύγει τις συγκρούσεις, για να μη “ρίξει λάδι στη φωτιά” όταν η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη. Είχε μεγαλώσει σ’ ένα σπίτι όπου τα όρια ήταν παρεξήγηση, όπου το “όχι” σήμαινε αχαριστία, και το “δεν μπορώ” μπορεί να έφτανε να ακουστεί ακόμα και  σαν προδοσία.

Μεγαλώνοντας, το μοτίβο δεν άλλαξε. Στο σχολείο ήταν η καλή μαθήτρια, που έκανε όλα όσα ζητούσε η δασκάλα, ήταν πάντα διαβασμένη και στην ώρα της, αλλά πολύ συχνά έτρωγε “bullying” από τα άλλα παιδιά, γιατί πολύ απλά, τα φοβόταν και σιωπούσε.

Αργότερα, ενήλικη πια κοπέλα που τέλειωσε τις σπουδές της και ξεκίνησε να εργάζεται, ο φοβισμένος χαρακτήρας με τη χαμηλή αυτοεκτίμηση την ακολούθησε. Κι έτσι, στη δουλειά, της ανέθεταν πάντα περισσότερα από όλους – γιατί ήταν η “εύκολη λύση” και “δεν θα φέρει αντίρρηση”. Ακόμα και στις φιλίες, τη θυμόντουσαν μόνο όταν την είχαν ανάγκη, και την καλούσαν μόνο όταν ήθελαν κάτι να της ζητήσουν… Κι εκείνη; Πάλι από φόβο μη δυσαρεστήσει έλεγε “ναι”, ακόμη κι όταν έκλαιγε μέσα της. Ζωγράφιζε στο πρόσωπό της ένα χαμόγελο, αλλά από μέσα η ψυχή της έλιωνε από πόνο.

Μέχρι που μια Παρασκευή, την πλησίασε ο  προϊστάμενός της για να της αναθέσει για τρίτη φορά ένα project που κανείς άλλος δεν ήθελε. “Θα το αναλάβεις, σωστά;” της είπε, χωρίς καν να την κοιτάξει. Η ώρα ήταν περασμένη, και οι περισσότεροι συνάδελφοι ήταν έτοιμοι να φύγουν για το Σαββατοκύριακο.

Από κεκτημένη ταχύτητα, η Μαρία πήγε να πει το συνηθισμένο “ναι, βεβαίως”. Αλλά αυτή τη φορά, χωρίς να το συνειδητοποιεί, κάτι μέσα της ράγισε. Σαν να έσπασε ένα τζάμι, μετά από χρόνια πίεση, σαν να έσκασε και πετάχτηκε πάνω το καπάκι της χύτρας ταχύτητας.  Και ακριβώς αυτή η εσωτερική έκρηξη την σταμάτησε.  Την εμπόδισε να πει το αυτοματοποιημένο “ναι, βεβαίως”. Σαν αστραπή πέρασαν από μπροστά της όλες οι στιγμές και οι φορές που έλεγε “ναι” σε κάτι που δεν ήθελε ή δεν μπορούσε… Θυμήθηκε τον εαυτό της να σβήνει, να χάνεται, να μην διαμαρτύρεται, να γίνεται αόρατη για να μην ενοχλεί. Θυμήθηκε τα ατελείωτα βράδια που δεν μπορούσε να κοιμηθεί από τον κόμπο στον λαιμό, γιατί για ακόμα μια φορά έμεινε σιωπηλή μπροστά στην αδικία, την αδιαφορία, την απόρριψη. Θυμήθηκε κι όλα όσα στερήθηκε για να αναλάβει ακόμα περισσότερες ευθύνες άλλων, δίνοντας από τον πολύτιμο χρόνο της, και λέγοντας ένα μεγάλο “όχι” στον εαυτό της και σε όλα όσα εκείνη ήθελε για να κάνει το χατίρι των άλλων…

Και τότε, σήκωσε το βλέμμα της και είπε με ήρεμο αλλά σίγουρο τόνο: “Όχι. Δεν μπορώ. Έχω ανάγκη για προσωπικό χρόνο και θα τον κρατήσω. Ας το αναλάβει κάποιος άλλος.” Ξαφνικά, ο  αέρας μέσα στο γραφείο πάγωσε. Ο προϊστάμενος την κοίταξε ξαφνιασμένος, σχεδόν αμήχανος, δεν απάντησε, κι απλώς απομακρύνθηκε. Η Μαρία έμεινε εκεί, μόνη, να ακούει την καρδιά της να χτυπά δυνατά. Έτρεμε από ένταση – αλλά όχι από φόβο. Έτρεμε από συγκίνηση, κάτι σαν βαθιά λύτρωση, γιατί είχε μόλις υπερασπιστεί τον εαυτό της για πρώτη φορά.

Από εκείνη τη μέρα, κάτι άλλαξε. Η Μαρία άρχισε να λέει “όχι” χωρίς να απολογείται. Να λέει “δεν μου κάνει αυτό” ή “δεν θα μπορέσω αυτή τη φορά” ή “έχω μια άλλη υποχρέωση”. Στην αρχή ένιωθε ενοχές και κάποια ταραχή γιατί η αλλαγή της ήταν μεγάλη έως και παράτολμη. Αλλά σιγά-σιγά, η ενοχή μετατράπηκε σε δύναμη, καθώς συμφιλιωνόταν με το “μέσα της”, και δεν πρόδιδε πια τον εαυτό της. Σαν να ξαναβρήκε το ύψος της, τη φωνή της, το “εκτόπισμά” της.

Και βέβαια, κάποιοι απομακρύνθηκαν, γιατί δεν δέχτηκαν την αλλαγή της, και προφανώς ήταν κοντά της μόνο για να την εκμεταλλεύονται. Αλλά όσοι έμειναν, την είδαν διαφορετικά : όχι πια σαν τη “βολική Μαρία που δεν διαμαρτύρεται ποτέ” αλλά ως μια γυναίκα με οντότητα και φως. Μια γυναίκα που έχει περάσει από σκοτεινά μονοπάτια και βγήκε στην άλλη πλευρά του τούνελ πιο αληθινή, πιο αυθεντική, πιο ολοκληρωμένη.

Και τότε κατάλαβε κάτι βαθύ και ουσιαστικό:

Τα όρια δεν είναι τοίχοι για να κρυφτείς πίσω τους. Είναι καθρέφτες που δείχνουν ποιος είσαι, τι ανέχεσαι και τι όχι. Είναι μια πράξη αγάπης προς τον εαυτό σου. Και δεν χρειάζεται να φωνάξεις για να σε ακούσουν. Αρκεί να σταθείς όρθια.

Η ψυχική ανθεκτικότητα δεν γεννιέται από την ανοχή στον πόνο. Γεννιέται από τη στιγμή που λες: “Ως εδώ. Από δω και πέρα, φροντίζω πρώτα εμένα.”  Γιατί μερικές φορές, η πιο δυναμική στάση δεν είναι να αντέξεις.  Είναι να πεις “δεν ανέχομαι άλλο” – και να μην ντραπείς γι’ αυτό.

Άρθρα Τρέχοντος Τεύχους

NEWSLETTER

Πρωτογενή άρθρα και καινούργιο περιεχόμενο στο email σας κάθε 15 ημέρες

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

Ακολουθήστε το κανάλι μας στο Youtube εδώ

JUST A NUMBER

Εγγραφείτε στο Newsletter μας

Συμπληρώστε το email σας ώστε να λαμβάνετε το newsletter μας κάθε 15 ημέρες

JUST A NUMBER

Εγραφείτε στο Newsletter μας