Εσύ δεν βρήκες ακόμα την καλύτερη παρέα;

«Γιώργο τρέξε να με βοηθήσεις με τα ψώνια, πρέπει να τα προλάβω όλα, ο κόσμος θα ‘ρθει από τις 9 κι εγώ δεν έχω κάνει ακόμα τίποτα» φώναξε η Αννούλα στον σύντροφό της, μπαίνοντας στο σπίτι με άπειρες τσάντες από το σουπερμάρκετ.  Η ώρα ήταν ήδη 11 το πρωί και είχε μπροστά της πάρα πολλές δουλειές ακόμα για να είναι όλα έτοιμα και να δεχτεί τους καλεσμένους, για να περάσουν μαζί την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.   Βέβαια, εκείνη ήταν πρώτη και καλύτερη στο να καλεί κόσμο στο σπίτι, να κάνει τραπέζια, και όσο χρόνο της έπαιρνε το μαγείρεμα, άλλο τόσο της έπαιρνε η διακόσμηση του τραπεζιού, μια ασχολία που λάτρευε… Με τις ώρες σκεφτόταν ποια σετ θα χρησιμοποιούσε, πώς θα στόλιζε κάθε πιάτο, κάθε ποτήρι, πώς θα έδενε τις πετσέτες, πώς θα έκανε κάθε καλεσμένο της να νιώσει την αμέριστη φροντίδα και φιλοξενία της.

Και μετά βέβαια αγχωνόταν, κουραζόταν, αλλά της άρεσε πολύ, γιατί ήθελε να βλέπει τα πρόσωπα των αγαπημένων της φίλων και συγγενών να αστράφτουν από χαρά.  Ήθελε από μικρή η Αννούλα να βρίσκεται ανάμεσα σε πολύ κόσμο, να έχει παρέες, φίλους, να της τηλεφωνούν, να την καλούν και να πηγαίνει σε όλα τα πάρτι, ειδικά τις γιορτές.  Κι αυτό γιατί οι γονείς της ήταν μάλλον κλειστοί και σχετικά αντικοινωνικοί, το πατρικό της σπάνια είχε καλεσμένους και εκείνη δεν ήταν και από τα πιο δημοφιλή παιδιά στο σχολείο.  Άσε που την είχαν και πολύ αυστηρά ελεγχόμενη οι γονείς της και έτσι της είχε μείνει από παιδί αυτό το απωθημένο με τον πολύ κόσμο, τα πάρτι, τα γέλια και τη «φασαρία».

Είχε περάσει πολλά στη ζωή της η Αννούλα, είχε παντρευτεί πολύ μικρή, είχε κάνει παιδιά, είχε χωρίσει, είχε μείνει πολλά χρόνια μόνη της, και είχε περάσει πολλές μοναξιές και γιορτές σχεδόν εντελώς μόνη κι απομονωμένη. Και στον δεύτερό της γάμο, που και αυτός κατέληξε άδοξα, παρά τη «μεγάλη οικογένεια» που προσπάθησε να δημιουργήσει, προσκαλώντας όλα τα παιδιά – από τους πρώην και τους νυν γάμους – σπάνια κατάφερνε να  νιώσει πως πραγματικά είχε δικούς της ανθρώπους κοντά της. Συχνά, παρ’ ότι περιστοιχιζόταν από κόσμο, ένιωθε μόνη… Και τελικά κατέληξε μόνη και μετά το δεύτερό της διαζύγιο…  

Τα παιδιά της είχαν πια μεγαλώσει, είχαν ανοίξει τα φτερά τους για σπουδές και εργασία στο εξωτερικό, κι η Αννούλα είχε για μόνη παρέα δυο τρεις κοντινούς συναδέλφους από τη δουλειά της, και μια δυο φίλες παιδικές. Όμως ακόμα κι’ αυτοί, τις μέρες των γιορτών είχαν τις οικογένειές τους… Με τα χρόνια, έμαθε να είναι μόνη της, άρχισε να κάνει καλή παρέα με τον εαυτό της, και η μοναξιά όχι μόνο δεν την πείραζε, αλλά είχε και τα καλά της: ανεξαρτησία, αίσθηση ελευθερίας και αυτοδιάθεσης την πλημμύριζαν κάθε φορά που είχε μια ολόκληρη μέρα μπροστά της, χωρίς κάποια υποχρέωση και χωρίς τρέξιμο.  

Ώσπου ήρθε στη ζωή της ο Γιώργος, απρόσμενα, έτσι όπως έρχονται όλα εκείνα τα όμορφα, όταν δεν τα περιμένεις: από την πρώτη στιγμή που τον συνάντησε, η Αννούλα ένιωσε διαφορετικά, όμως ήταν και εκείνη διαφορετική: είδε σ’ εκείνον έναν άντρα που την προσέλκυε, την ενδιέφερε και ήθελε να τον γνωρίσει καλύτερα, χωρίς άγχος ή αμηχανία. Είχε φτάσει στο σημείο που ήταν έτοιμη για μια σχέση από επιθυμία – όχι από ανάγκη – εκτιμώντας την αξία μιας βαθιάς, ουσιαστικής προσωπικής σχέσης. Γιατί ο άνθρωπος, όσο καλά κι αν τα έχει με τον εαυτό του, έχει από τη φύση του, μια οργανισμική τάση να συνδέεται, να ανήκει και να μοιράζεται. Χωρίς άγχος, χωρίς να νιώθει ότι συνεχώς «περνάει εξετάσεις». Χωρίς καμία διάθεση να παρουσιάσει κάτι που δεν είναι, και με απόλυτη φυσικότητα, η Αννούλα μπήκε στη σχέση με τον Γιώργο ακριβώς όπως ήταν: ο εαυτός της.  

Έχοντας κατακτήσει την «καλύτερη παρέα» μέσα από την εσωτερική συμφιλίωση και αυτοαποδοχή, απολάμβανε τη συντροφική της σχέση – που ξεκίνησε και για τους δύο «έστω και στην τελευταία στροφή», όπως έλεγαν και γελούσαν μαζί με τον Γιώργο της. Και σήμερα, θα περνούσαν την πρώτη τους παραμονή Πρωτοχρονιάς μαζί με τα παιδιά του Γιώργου, τα δικά της, και λίγους πολύ αγαπημένους φίλους που είχαν χαρεί αληθινά με το σμίξιμο και την ευτυχία τους.

Φέτος η Αννούλα για πρώτη φορά όχι μόνο δεν ένιωθε μόνη,  αλλά – αντίθετα – ένιωθε τη μεγάλη αξία, την πολυτιμότητα και την ουσία του τι σημαίνει «η καλύτερη παρέα», που τη βρίσκει κανείς μόνο αφού έχει καταφέρει να κάνει την «καλύτερη παρέα με τον εαυτό του»!  Και ναι, μέσα από έναν τέτοιο τρόπο ύπαρξης καλλιεργείται και συνεχώς αναπτύσσεται η Ψυχική Ανθεκτικότητα.

NEWSLETTER

Πρωτογενή άρθρα και καινούργιο περιεχόμενο στο email σας κάθε 15 ημέρες

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

Ακολουθήστε το κανάλι μας στο Youtube εδώ

JUST A NUMBER

Εγγραφείτε στο Newsletter μας

Συμπληρώστε το email σας ώστε να λαμβάνετε το newsletter μας κάθε 15 ημέρες

JUST A NUMBER

Εγραφείτε στο Newsletter μας