Για κάποιο λόγο, ο τίτλος «αποδημητικά παιδιά» (τι υπέροχος τίτλος, αλήθεια…) ανέβασε το μυαλό μου στην ταράτσα του «γκουντμπάι», στο Ελληνικό.
Για εκείνους που γεννήθηκαν μετά το 1980 να διευκρινίσω: την παλιά εποχή, πριν την τραγωδία των Δίδυμων Πύργων το 2001, που το αεροδρόμιο της Αθήνας βρισκόταν λίγο πριν τη Γλυφάδα, οι φίλοι και συγγενείς των επιβατών είχαν τη δυνατότητα να τους αποχαιρετήσουν από μια τεράστια ανοιχτή ταράτσα που είχε απευθείας οπτική -μην πούμε και… απτική- επαφή με την πίστα. Ο αέρας μύριζε καθαρή κηροζίνη και τα ποτήρια στο μπαρ κροτάλιζαν σαν νεογνά κροκοδείλων κάθε φορά που απογειωνόταν μια από εκείνες τις υπέροχες καραβέλες ή ένα από τα επιβλητικά jumbo της Ολυμπιακής. «Να προσέχεις, καρδούλα μου», φώναζε σπαρακτικά η μητέρα και το τέκνο, που είχε μόλις αποβιβαστεί από το σπονδυλωτό λεωφορείο και ανέβαινε τη σκάλα του αεροπλάνου, ύψωνε το χέρι σε έναν αμήχανο χαιρετισμό, προϊόν συνδυασμού αδρεναλίνης για τη μεγάλη περιπέτεια που περίμενε πέρα από τα φθινοπωρινά συννεφάκια του Σαρωνικού και τρόμου για την εγκατάλειψη του οικείου κόσμου. Δεν γινόταν αλλιώς, όμως. Όπως είχε γράψει και ο Γερμανός νομπελίστας συγγραφέας Έρμαν Έσσε.
«Το πουλί αγωνίζεται για να βγει από το αυγό. Το αυγό είναι ο κόσμος του. Αυτός που θέλει να γεννηθεί, πρέπει πρώτα να καταστρέψει έναν κόσμο».
Όλα αυτά γίνονταν σε μια εποχή που ο κόσμος ήταν ακόμη πολύ μεγάλος και η φωλιά του παιδιού καλά περιχαρακωμένη στα σύνορά της. Τα ταξίδια ήταν πιο δύσκολα και η «αποδημία» του πουλιού, de facto συνώνυμη με το δάκρυ του αποχωρισμού. Έτσι ή αλλιώς, η επιστροφή από λιμάνια, αεροδρόμια και σταθμούς τρένων στη σιωπή ενός καλά στρωμένου κρεβατιού σε νεανικό δωμάτιο, θέλει χρόνο για να τη συνηθίσεις – κι ας είναι γεμάτο το υπόλοιπο σπίτι.
Μετά, ήρθε η αμίμητη διαφήμιση του «Αιγαίου» αερομεταφορέα μας, με τη μάνα να βλέπει χλωμό τον… Πασάκα της στο skype και να πετιέται στην άλλη άκρη της Ευρώπης με την κοτόσουπα στην τσέπη. Μια εικόνα που συνόψισε σε μερικά καρέ τα πάνω-κάτω: ένας κόσμος πολύ πιο μικρός σήμερα, τα ταξίδια για να τον γνωρίσεις πολύ πιο εύκολα και οι προκλήσεις του όπως πάντα τεράστιες – γεγονός που επιβεβαιώνει τον Έσσε: για να χτίσουν τα παιδιά μας την παρουσία τους σ’ αυτόν, πρέπει πρώτα να γκρεμίσουν τα περιχαρακωμένα.
Δεν τα φοβάμαι αυτά τα παιδιά. Καθόλου. Όπως εμείς, θ’ ανοίξουν τα μονοπάτια τους – κι ας μας φαίνονται εμάς πανύψηλα τα βουνά τους, όπως φαίνονταν και τα δικά μας στους δικούς μας γονείς.
Θα ανήκουν παντού και θα φτιάχνουν το κάπου τους εκεί όπου είναι καλύτερα γι’ αυτά – με τα δικά τους κριτήρια. Και όπου βρεθούν θα φτιάχνουν το τραγούδι τους.
Άλλωστε, το είχε πει και η Αμερικανίδα συγγραφέας Joan Walsh Anglund:«Το πουλί δεν κελαηδάει επειδή έχει μια απάντηση, κελαηδάει επειδή έχει ένα τραγούδι».