Φίλος δικηγόρος που η μητέρα του είναι 90+ μας έλεγε ότι είναι πολλά χρόνια που δεν καταλαβαίνει, δεν τους αναγνωρίζει κλπ.
Τον ακούγαμε… Φαντάζομαι ο καθένας σκεπτόταν δικές του περιπτώσεις.
Είναι από εκείνες τις βραδιές που θες να αλλάξεις θέμα, από την άλλη όμως γίνεται σε μια παρέα να μη μιλήσεις και για αυτά που σε απασχολούν;
Ένας άλλος φίλος σχολιάζει, «δύσκολες καταστάσεις» και γυρνάει ο δικηγόρος και λέει, «χίλιες φορές όταν γεράσω να έχανα το μυαλό μου και να μην καταλαβαίνω τίποτα παρά να ξέρω, να καταλαβαίνω και να μην μπορώ να κινηθώ ή να πονάω…»
Οπότε η συζήτηση δεν άλλαξε και ο καθένας προσπαθούσε να «επιλέξει»…
Δίκιο έχει και ο λαός με το «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα»…
Αν δεν μπορώ να έχω και τα δύο, τι να προτιμήσω; Να ‘μαι καταδικασμένος σε ένα σώμα που δεν υπακούει, αλλά με το μυαλό φωτεινό, να θυμάμαι και να νιώθω; Ή να έχω ένα σώμα δυνατό, αλλά να είμαι χαμένος και ξένος απ’ τον εαυτό μου και απ’ όσους αγάπησα;
Δεν είναι αφηρημένη φιλοσοφία.
Είναι η εικόνα του δικού μας ανθρώπου, παγιδευμένου σε ένα κρεβάτι που δεν μας αναγνωρίζει.
Είναι η δικιά μας (εσωτερική) φωνή που μας ρωτάει, «αυτό είναι ζωή;»
Είναι ο ισχύων ορισμός της υγείας που περιλαμβάνεται στον πρόλογο του καταστατικού του ΠΟΥ.
Υιοθετήθηκε από τη Διεθνή Διάσκεψη για την Υγεία (1948) και παραμένει αναλλοίωτος:
«Υγεία είναι μια κατάσταση πλήρους σωματικής, νοητικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι απλώς η απουσία νόσου ή αναπηρίας.»
Ναι έχει παραταθεί το όριο ηλικίας.
Τίποτα όμως δεν έρχεται δωρεάν. Και κάποια πράγματα είναι πολύ άγρια…
Γιατί να είναι ταμπού η συζήτηση για την ευθανασία;
Γιατί να φοβόμαστε να μιλήσουμε για ένα πιο ανθρώπινο, πιο ουσιαστικό τρόπο να τερματίσουμε ένα μαρτύριο;
Το να σέβεσαι τη ζωή δεν σημαίνει να την επιμηκύνεις απλά.
Σημαίνει και να δίνεις το δικαίωμα σε μια αξιοπρεπή, γαλήνια έξοδο.
Είναι συζήτηση αγάπης, όχι προδοσίας.
Γιατί η πιο βαθιά πράξη αγάπης μπορεί τελικά να είναι να αφήσεις κάποιον να φύγει.
