«Xθες!» μου είπε ο μαέστρος μου, ο καθηγητής μου δηλαδή, όταν τον ρώτησα πότε είναι η κατάλληλη στιγμή για να αρχίσω ψυχοθεραπεία. Σπούδαζα στο Μιλάνο και ξεκινούσα τη μακρόχρονη εκπαίδευσή μου ως ψυχοθεραπευτής.
Δεν κατάλαβα τότε τι εννοούσε και θεώρησα την απάντηση υπερβολική, γιατί προσωπικά ένιωθα καλά, πολύ καλά. Επειδή η ατομική και ομαδική ψυχοθεραπεία ήταν απαραίτητο κομμάτι της εκπαίδευσης, ξεκίνησα δειλά και διστακτικά και στην πορεία του χρόνου, όσο προχωρούσα στο ψυχοθεραπευτικό ταξίδι, τον δικαιολόγησα απόλυτα. Πολλά βαρίδια του παρελθόντος, που δεν είχα καν συνειδητοποιήσει ότι κουβαλούσα, έφυγαν από πάνω μου.
Όταν ολοκλήρωσα τη μακρόχρονη εκπαίδευσή μου και άρχισα να εργάζομαι, πολλοί θεραπευόμενοι μού εκμυστηρεύθηκαν, πόσο θα είχε αλλάξει η ζωή τους, αν είχαν ξεκινήσει νωρίτερα την (διαδικτυακή ή δια ζώσης) ψυχοθεραπεία. Γιατί όμως οι άνθρωποι διστάζουν, γιατί αργούν;
Είναι γνωστό ότι το στίγμα της ψυχικής ασθένειας είναι εντονότατο και ως εκ τούτου επικρατεί η αντίληψη ότι στον ψυχίατρο/ψυχοθεραπευτή/ψυχαναλυτή πάνε μόνο οι «τρελοί».
Το δίπολο «Υγεία-Ασθένεια» όμως, είναι πλέον επιστημονικά παρωχημένο. Η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν είναι άσπρο-μαύρο, κυμαίνεται σε ένα φάσμα, στο ένα άκρο του οποίου βρίσκεται η πλήρης ευεξία (well-being) και στο άλλο η πλήρης δυσλειτουργία, συμπεριλαμβανομένων όλων των ενδιάμεσων σταδίων, που πιστέψτε με, είναι πολλά.
Το κριτήριο με το οποίο, εμείς οι ψυχίατροι-ψυχοθεραπευτές-ψυχαναλυτές τοποθετούμε κάποιον άνθρωπο στο φάσμα, δεν είναι άλλο από τη λειτουργικότητά του. Δεν υπάρχουν «τρελοί» και υγιείς, υπάρχουν άνθρωποι λιγότερο ή περισσότερο λειτουργικοί ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο ζει, μαθαίνει, εργάζεται και κινείται ο καθένας. Δυστυχώς στον ειδικό αποφασίζει να καταφύγει κάποιος όταν βρίσκεται σε κρίση, δηλαδή στο άκρο του φάσματος. Ποτέ δεν είναι αργά, βέβαια – ο οποιοσδήποτε όμως θα μπορούσε να ωφεληθεί από την ψυχοθεραπεία, σε οποιοδήποτε σημείο της ζωής του και να βρίσκεται.
Όλοι γεννηθήκαμε μικρά και ανυπεράσπιστα μωρά, με πλήρη εξάρτηση για όλες μας τις ανάγκες, βιολογικές και συναισθηματικές, από τον φροντιστή μας, τη μητέρα μας συνηθέστερα. Αν στα πρώτα χρόνια της ζωής μάς τάιζαν όταν θέλαμε να φάμε, μας αγκάλιαζαν όταν νιώθαμε μοναξιά, γενικά αν το περιβάλλον μας ανταποκρινόταν στις ανάγκες μας άμεσα, εγγράψαμε στο ασυνείδητό μας ότι ο κόσμος είναι ένας ασφαλής χώρος και αποκτήσαμε τη «βασική εμπιστοσύνη» (basic trust). Γίνεται πάντα αυτό; Δυστυχώς όχι, για πολλούς και διάφορους λόγους.
Παλαιότερα, οι παιδίατροι συμβούλευαν τις νέες μητέρες να ταΐζουν τα μωρά κάθε τέσσερις ώρες αυστηρά και να τα αφήνουν να κλαίνε για να μην κακομάθουν! Γενιές και γενιές μωρών και μητέρων ταλαιπωρήθηκαν έτσι. Λέω ότι ταλαιπωρήθηκαν και οι μητέρες γιατί υποχρεώθηκαν από την «επιστήμη» να καταπνίξουν το ένστικτό τους, με το οποίο είναι βιολογικά εφοδιασμένες, αν και εφόσον αφεθούν απερίσπαστες με τα μωρά τους. Οι ορμόνες που εκκρίνονται με τον θηλασμό και τη σωματική επαφή με το βρέφος, δημιουργούν τον σύνδεσμο που χρειάζεται μεταξύ μητέρας και παιδιού ώστε η περίοδος του πρώτου έτους να κυλίσει ομαλά, εκτός αν η ζωή με τις αναγκαιότητές της (οικονομικές δυσκολίες, άλλα παιδιά, αρρώστιες, θάνατοι) δεν επιτρέψει τη σωστή φροντίδα του βρέφους.
Όταν το βρέφος μεγαλώσει, οι ανάγκες αλλάζουν και το περιβάλλον πρέπει να είναι σε θέση να οριοθετήσει το παιδί, να το μάθει στο «όχι», να το κοινωνικοποιήσει. Το συνεχές «ναι» είναι διαστροφικό, όσο το πάντα αυταρχικό «όχι». Το παιδί για να μεγαλώσει σωστά χρειάζεται αγάπη και συνάμα κανόνες, προστασία και ενθάρρυνση μαζί.
Πόσες όμως είναι οι οικογένειες που μπορούν να εξασφαλίσουν τέτοιου είδους ανατροφή; Δυστυχώς λίγες! Υπάρχουν ανώριμοι γονείς, απόντες ή παρόντες και μη διαθέσιμοι συναισθηματικά, υπάρχουν άρρωστοι, άβουλοι, επικριτικοί, απορριπτικοί, απαξιωτικοί, αυταρχικοί ή επιτρεπτικοί και υπερπροστατευτικοί γονείς. Υπάρχουν και γονείς κακοποιητικοί συναισθηματικά, σεξουαλικά, σωματικά.
Υπάρχει και η ζωή με τις δυσκολίες της, από τις οποίες δεν ξεφεύγει κανένας, απώλειες, αποτυχίες, αρρώστιες, φτώχια, έγκλημα, βία, διακρίσεις, φυσικές καταστροφές, αποξένωση και μοναξιά, θάνατοι.
Ανάλογα με τον τρόπο που μεγαλώσαμε σαν μικρά και ανυπεράσπιστα παιδιά, μαθαίνουμε κάποια μοντέλα συμπεριφοράς, μαθαίνουμε κάποιους ρόλους που ασυνείδητα ή από συνήθεια υποδυόμεθα και ως ενήλικοι, ακόμα και αν αυτοί δεν ανταποκρίνονται πλέον στις συνθήκες της ενήλικης ζωή μας. Αυτές οι μαθημένες συμπεριφορές, αυτά τα σενάρια ζωής, αυτές οι μη λειτουργικές θεωρήσεις δεν είναι γραμμένες στην πέτρα. Αλλάζουν! Τα μάθαμε στο παρελθόν, όταν ήμαστε ευάλωτοι και εξαρτημένοι από τους γονείς και το ευρύτερο περιβάλλον μας, με το μυαλό που είχαμε τότε. Τώρα όμως, στην ενήλικη ζωή μας, οι συνθήκες έχουν αλλάξει και πρέπει να αλλάξουμε και εμείς όχι γιατί «πρέπει» αλλά γιατί μόνο αν αναθεωρήσουμε τις πεποιθήσεις μας, κρατήσουμε τις χρήσιμες και απαλλαγούμε από τις άχρηστες, θα καταφέρουμε να πραγματώσουμε το δυναμικό μας, να κάνουμε πιο υγιείς σχέσεις σε όλα τα επίπεδα, να μεγαλώσουμε όσο σωστά γίνεται τα παιδιά μας, να ωφεληθούμε όσο γίνεται από τις περιστάσεις, να έχουμε ρεαλιστικές προσδοκίες, με λίγα λόγια να ανθίσουμε.
Το «Γνώθι σαυτόν» το έχουμε ακούσει όλοι στο σχολείο, το «Βίος ανεξέταστος, ου βιωτός ανθρώπω» επίσης, το κρίσιμο ερώτημα όμως είναι πώς πετυχαίνουμε την περιπόθητη αυτογνωσία. Μπορούμε βέβαια και μόνοι μας, με διάβασμα και με άνοιγμα σε άλλους ανθρώπους, σε άλλες κουλτούρες και πολιτισμούς.
Η ψυχοθεραπεία όμως είναι πιο γρήγορη, πιο ασφαλής και πιο έγκυρη. Σκεφτείτε την εκμάθηση άνευ διδασκάλου και τα ιδιαίτερα μαθήματα, για να καταλάβετε λίγο τη διαφορά. Ο ψυχοθεραπευτής είναι εκπαιδευμένος ώστε να μην προβάλλει επάνω μας δικές του ανασφάλειες, δεσμεύεται από το απόρρητο, ακολουθεί επαγγελματικό κώδικα συμπεριφοράς, δεν έχει συναισθηματική ανάμειξη μαζί μας, μπορεί αντικειμενικά και χωρίς προκαταλήψεις να διακρίνει τα δυσλειτουργικά μοντέλα σχέσεων ή μοτίβα σκέψεων, συναισθημάτων και συμπεριφορών και να επισημάνει τις λανθασμένες αντιλήψεις μας χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Επειδή έχει ακούσει τις ιστορίες πολλών ανθρώπων, θα μας ακούσει χωρίς να μας κρίνει, θα εκτιμήσει και τη δική μας ιστορία και θα δώσει σε όποιες ανησυχίες έχουμε την αρμόζουσα βαρύτητα. Μπορεί να μας υποστηρίξει σε δύσκολες στιγμές, μπορεί να επισημάνει τα τυφλά μας σημεία, που όλοι ανεξαιρέτως έχουμε. Η ώρα με τον ψυχοθεραπευτή μας, είναι μια ώρα αποκλειστικά για μας, είναι ένα δώρο στον εαυτό μας. Και μη φοβάστε! Ότι και να του πείτε, δε θα τον ξαφνιάσει γιατί «τίποτα το ανθρώπινο, δεν του είναι ξένο».
Κάθε ηλικία είναι κατάλληλη για ψυχοθεραπεία με σκοπό την προώθηση θετικών αλλαγών που πραγματοποιούνται τόσο σε διαπροσωπικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο εγκεφαλικής λειτουργίας. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι πλαστικός, δημιουργεί νέες συνάψεις, μαθαίνει νέες συμπεριφορές και αποκτά νέες συνήθειες. Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι το ήξεραν: «Γηράσκω αει διδασκόμενος» έλεγαν. Ότι μάθουμε και όποτε το μάθουμε στον ασφαλή χώρο της ψυχοθεραπείας, το αναπαράγουμε αργότερα στην κανονική ζωή, σε πραγματικές συνθήκες.
Όσο νωρίτερα στη ζωή ξεκινήσουμε αυτό το ταξίδι αυτογνωσίας, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχουμε να πάρουμε αποφάσεις για τη ζωή μας που ανταποκρίνονται στις πραγματικές μας ανάγκες και να γλυτώσουμε ταλαιπωρία αργότερα. Δεν χρειάζεται να έχουμε κλινικά συμπτώματα, δε χρειάζεται να είμαστε σε κρίση. Η καλύτερη ώρα για το ψυχοθεραπευτικό ταξίδι με προορισμό το ευ ζην είναι: τώρα!