Αλεχάντρεια, 1916.
Μια πόλη που μύριζε αρμύρα, γιασεμί και ξεθυμασμένο μελάνι. Τα βιβλιοπωλεία στην οδό Μοχάμεντ Άλι, τα μικρά λογοτεχνικά καφέ που σέρβιραν τσάι με δυόσμο και τσουρέκι με κακουλέ κι οι βραδινές προβολές σκιών στο παλιό θερινό θέατρο του Λευκού Κήπου, ζούσαν το ρυθμό της πόλης. Ή μήπως ήταν αλλιώς;
Πόλη υγρή, κοσμοπολίτικη, όπου η ρουτίνα δεν ήταν συνήθεια, αλλά στάση ζωής.
Ένα πνευματικό κουκούλι.
Σ’ αυτή την πόλη έμενε η Πειθαρχία Αλεξάνδρου – δεσποινίς ετών 39 – νοσοκόμα στο Ευαγγελικό Νοσοκομείο, με γάντια λευκά και τρόπο να κρατά το φλιτζάνι της σαν να φορούσε κόσμημα που δεν έπρεπε επιδεικτικά να φανεί. Ήταν κομψή, γλυκιά, σχεδόν αόρατη. Έγραφε ποιήματα σε σελίδες με γραμμές που τις έκρυβε πίσω από το άλμπουμ με τις νεανικές της φωτογραφίες και έπινε πάντα τσάι, στις πέντε ακριβώς. Blend μαύρου τσαγιού αρωματισμένο με φύλλα μέντας και μια φέτα πορτοκαλιού – ποτέ λεμόνι – κάθε Τρίτη και Παρασκευή, παρέα με τον Ρίσκο Ζελμέ.
Ο Ρίσκος είχε υπάρξει ηθοποιός – ή τουλάχιστον έτσι ήταν. Είχε πια εγκαταλείψει τη σκηνή και έγραφε θεατρικά έργα, που δεν έδινε σε κανέναν, σε ένα σπίτι γεμάτο βελούδα, ξεθωριασμένα προγράμματα παραστάσεων και βαριά, σκονισμένα ρολόγια. Είχε μια κρυφή μελαγχολία, μια ντροπή σωματική, σχεδόν αισθησιακή και μια λέξη που ποτέ δεν έλεγε … επιθυμία.
Πειθαρχία και Ρίσκος.
Τόσο αταίριαστοι;
Ίσως.
Μα τόσο αναγκαίοι ο ένας στον άλλον.
Εκείνη του έφερνε λεμόνι για το τσάι του και τον ρωτούσε για το καινούργιο έργο.
Εκείνος της διάβαζε σκηνές, πάντα με έναν ρόλο να της ταιριάζει.
Μια ρουτίνα με ακρίβεια ρολογιού, μια ζωή σε χλιαρό νερό σε αντίθεση με το τσάι που έπιναν.
Μέχρι εκείνη την ημέρα.
Η εμφάνιση του Άρη Γιαγκοσιάν.
Θα άλλαζε …
Ασθενής της Πειθαρχίας αρχικά, λίγο μικρότερος απ’ τον Ρίσκο, ναυτικός αποσυρμένος στη στεριά πια, με ύφος ελαφρώς ευγενές κι έναν τρόπο να σε κοιτά, που έβαφε κόκκινο στα μάγουλά σου χωρίς καν να μιλήσει.
Η Πειθαρχία τον σύστησε στον Ρίσκο. Ο ένας είπε «Χαίρω πολύ» σαν να μιλούσε σε καθρέφτη. Ο άλλος απάντησε με μια σχεδόν σιωπηλή ανάσα. Στο ίδιο δωμάτιο, κάτι άλλαξε. Η ατμόσφαιρα; Η σιωπή; Ή μήπως … η λέξη;
Τον πρώτο καιρό ήταν απλός επισκέπτης.
Κατόπιν, καλεσμένος τις Τετάρτες.
Γιατί πια, κάθε Τετάρτη στις πέντε, η Πειθαρχία έστρωνε για τρεις.
Ολόλευκο τραπεζομάντηλο, μικρά ποτηράκια για κονιάκ και το παλιό πορσελάνινο σερβίτσιο με τα ελαφρά γδαρσίματα στη ράχη των φλιτζανιών, εκείνα που είχε κρατήσει από τη μητέρα της, μόνο για ξεχωριστούς καλεσμένους.
Οι Τετάρτες έγιναν κι αυτές ξεχωριστές, σαν τον ξεχωριστό καλεσμένο. Έγιναν το νέο τελετουργικό.
Τους!
Ο Άρης μιλούσε.
Έφερνε νέα από το λιμάνι, νέα για τη καινούργια παράσταση του θιάσου, για τις αλλαγές στην εφημερίδα η «Ηχώ του Λείνου».
Ο Ρίσκος έπαυε να μιλά.
Αντί για λέξεις, χαμήλωνε το βλέμμα και στριφογύριζε αργά το κουτάλι στο πιατάκι, σαν να το χόρευε.
Η Πειθαρχία χαμογελούσε. Έκοβε φέτες από το κέικ μωσαϊκό βανίλιας – σοκολάτας και τις σέρβιρε με μια ηρεμία που έκρυβε έναν μικρό σεισμό.
Η ρουτίνα αντιστεκόταν.
Αρχικά.
Ο Ρίσκος συνέχισε να έρχεται Τρίτη και Παρασκευή, μόνος, λίγο μουτρωμένος, λίγο αφηρημένος. Η Πειθαρχία προσπαθούσε να τον φέρει σε κουβέντα, μα πια εκείνος της διάβαζε χωρίς τη φωνή του. Μόνο με μια φωνή, αόριστη.
Οι Τετάρτες όμως, γίνονταν ολόφωτες.
Ο Άρης έφερνε μικρές χαρές, έφερνε καινούργιο άρωμα στο χώρο, και μια μέρα, έφερε κι ένα κασμιρένιο φουλάρι για τον Ρίσκο: «Για το λαιμό σας, που τον έχετε μόνιμα ακάλυπτο. Έχει ρεύματα εδώ».
Ο Ρίσκος κοκκίνισε.
Πρώτη φορά.
Την ίδια νύχτα, η Πειθαρχία, μόνη, έβγαλε από το ράφι το άλμπουμ με τις νεανικές της φωτογραφίες και διάβασε ξανά τους στίχους που είχε γράψει εκεί, χρόνια πριν..
«Μην αφήσεις την τάξη να σε πνίξει·
ούτε την επιθυμία να σε προδώσει.
Κράτα και τα δύο στο τραπέζι σου,
όπως το ζεστό νερό και το κρύο πορτοκάλι
Αντάμα!»
Η Ρωγμή
Ένα απόγευμα Τρίτης, ο Ρίσκος δεν ήρθε.
Ούτε την Παρασκευή.
Την Τετάρτη όμως ειχε εμφανιστεί μαζί με τον Άρη.
Ήταν αμήχανοι, μα ντυμένοι καλά. Ο Ρίσκος φορούσε για πρώτη φορά σκούρο μπλε σακάκι και το φουλάρι, που του είχε δωρίσει ο Άρης.
Η Πειθαρχία δεν είπε λέξη. Μόνο κοίταξε.
Έβγαλε το καλό σερβίτσιο, έβαλε τσάι σε τρία φλιτζάνια, και πρόσθεσε και ένα ποτήρι κόκκινο κρασί,
έτσι, χωρίς εξήγηση.
Όταν ο Άρης σηκώθηκε να τη βοηθήσει στην κουζίνα, της είπε με ειλικρίνεια σχεδόν παιδική:
«Ήταν πάντα δικός σας, το ξέρω».
«Ήταν πάντα δικός του» απάντησε εκείνη και τίναξε τα ψίχουλα από τη λευκή δαντελωτή ποδιά.
Τα ψίχουλα, που δεν υπήρχαν!
Την επόμενη Τετάρτη, οι δυο άντρες ξαναήρθαν.
Και την άλλη.
Και την άλλη.
Κάθε Τετάρτη στις πέντε.
Η Πειθαρχία άλλαξε το πρόγραμμα.
Τις Τρίτες πλέον, έγραφε.
Τις Παρασκευές, διάβαζε.
Και τις Τετάρτες, κρατούσε χώρο,
όχι για έρωτα, μα για την ωριμότητα που φέρνει η απόφαση να αφήνεις τον εαυτό σου εκτός κέντρου,
μα όχι εκτός ζωής.
Επίλογος;
Κάποια Τετάρτη – Μικρά μου, για να μην ξεχνάμε τη ρουτίνα μας – μήνες μετά, ο Άρης την αποχαιρέτησε στο κατώφλι.
Την φίλησε απαλά, στο μάγουλο.
Ο Ρίσκος της άφησε ένα φάκελο.
Μέσα είχε το πρώτο του ολοκληρωμένο έργο.
Τίτλος: «Κάθε Τετάρτη στις Πέντε».
Αφιερωμένο: «Σε εκείνη που μας έδειξε το δρόμο να υπάρξουμε».
Εκείνη διάβασε.
Απόσπασμα από το θεατρικό έργο:
«Κάθε Τετάρτη στις Πέντε»
(Σκηνή 6η – Εσωτερικό, σαλόνι με τραπέζι τσαγιού. Αργά το απόγευμα. Η Τριανταφύλλη ετοιμάζει τσάι. Ο Ορφέας κάθεται στον καναπέ, παρατηρώντας το τραπεζομάντηλο. Ο Νικόλαος στέκεται δίπλα στο παράθυρο. Βρέχει.)
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΗ (χωρίς να γυρίσει):
«Έβρεξε πολύ σήμερα. Οι πατημασιές μένουν στο πλακόστρωτο σα γράμματα, ασύντακτα.
Κάποιος πέρασε, κάποιος έφυγε.
Σαν να λέει η πόλη τις επιστολές της, με νερό.»
ΝΙΚΟΛΑΟΣ (γυρίζει προς τον Ορφέα):
«Δεν την φοβάσαι τη ρουτίνα, εσύ;»
ΟΡΦΕΑΣ (χαμηλόφωνα, χωρίς να τον κοιτάξει):
«Όχι.
Μ’ αυτήν πορεύομαι.
Η συνήθεια δεν είναι το τέλος.
Είναι η απόδειξη ότι κάτι έζησε.»
(Παύση. Η ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΗ αφήνει το τσαγιερό με έναν μικρό ήχο).
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΗ:
«Η συνήθεια δεν φυλακίζει.
Η απουσία φυλακίζει.»
ΝΙΚΟΛΑΟΣ (ψιθυριστά):
«Μπορείς να συνηθίσεις κι αυτήν.»
ΟΡΦΕΑΣ:
«Ναι.
Αλλά ποτέ στις πέντε ακριβώς.»
(Σιωπή. Ακούγεται μακρινό βιολί από ένα παράθυρο. Ο ήχος δυναμώνει καθώς τα φώτα χαμηλώνουν).
(Σημείωση συγγραφέα, του Ρίσκου:
«Το έργο αυτό δεν είναι περί έρωτος.
Είναι περί παρουσίας.
Όταν ένα φλιτζάνι περιμένει κάθε Τετάρτη στις πέντε, δεν είναι για το τσάι.»)
Και τώρα,
ένα ποίημα της Πειθαρχίας Αλεξάνδρου, από το μπλε σημειωματάριό της, όπως το κράτησε φυλαγμένο μέσα στο άλμπουμ της:
Χλιαρό Νερό
Δεν ήθελα πυρετό στο μέτωπο
Μήτε πάγους στα μάτια.
Για να δροσίζουν
Ήθελα αυτό,
το χλιαρό νερό.
Που δεν καίει
ούτε παγώνει.
Μα κυλάει
με το βλέμμα στραμμένο
στο δοχείο που βράζει.
Να μη βράσει.
Αγάπη να ‘χει θερμοκρασία
που να πίνεται.
Να χωρά
σε μικρά φλιτζάνια,
με λίγο πορτοκάλι
κι αλλού λίγο λεμόνι
και τίποτα περισσότερο απ’ αυτό.
Υπογραφή
Όλοι εμείς