«Βλέπω σε επισκέφτηκε το πνεύμα των Χριστουγέννων», λέει ο άνδρας μου σηκώνοντας το βλέμμα από την εφημερίδα του και παρατηρώντας με, με κάποια ανησυχία, καθώς βρίσκομαι σε ασταθή ισορροπία στην κορυφή μιας όχι πολύ σταθερής σπαστής σκάλας, να τεντώνομαι να φορέσω το αστέρι στην κορυφή του Χριστουγεννιάτικου δέντρου, υπό τους ήχους του Last Christmas.
Και στη συνέχεια, «Αλήθεια, σε ποια χρωματική σου περίοδο είσαι εφέτος;», καθώς έχει ευγενικά αποδεχθεί το θράσος μου να αποκαλώ, ως άλλος Πικάσο, τις κατά καιρούς χρωματικές προτιμήσεις μου ως καλλιτεχνικές «περιόδους» Χριστουγεννιάτικου στολισμού, παράδειγμα η κόκκινη και χρυσή περίοδος μου, η μπορντό και χρυσή, η κάτασπρη με κρυσταλλάκια, η οικολογική πράσινη, η μπλε-μωβ με ασημί…ακόμα και η μαύρη λαμέ φάση μου.
Με αποτέλεσμα βέβαια, να βρεθούμε με τέτοιο στοκ Χριστουγεννιάτικων στολισμών στην αποθήκη μας που σοβαρά σκέφτηκα κάποτε να ανοίξω ένα εποχικό pop-up store – και βέβαια μετά από πιο νηφάλια σκέψη να ξε-στοκάρω επιτυχώς, χαρίζοντας κούτες ολόκληρες σε φιλανθρωπικά μπαζάρ.
Ανατρέχοντας στην αρκετών δεκαετιών «σταδιοδρομία» μου ως νοικοκυρά-σύζυγος-μητέρα, και με τη βοήθεια οικογενειακού φωτογραφικού υλικού, συνειδητοποιώ πόσο οι διάφορες φάσεις της ευρύτερης ζωής μου αποτυπώθηκαν, έστω και αχνά, στον Χριστουγεννιάτικο στολισμό των σπιτιών μας.
Χριστούγεννα με μωρά, με μικρά παιδιά; Έκρηξη χρωμάτων, παιχνίδια και βιβλία με παραμύθια και αγγελάκια και λιχουδιές, διάσπαρτα σε όλο το σπίτι.
Χριστουγεννιάτικο τραπέζι με καλεσμένους (και) τους γονείς, δηλαδή παππούδες-γιαγιάδες; Ιδιαίτερη προσοχή (και) στο στρώσιμο του τραπεζιού για να χαρεί η μαμά μου ότι ελήφθη η σκυτάλη της άξιας (της) οικοδέσποινας, ίσως και να νιώσει ότι πήγε και λίγο παρακάτω η δάδα του art de la table (ελπίζοντας, εγώ).
Χριστούγεννα με όοοοολη την ευρύτερη οικογένεια, παρούσες αι γενεαί πάσαι, μέχρι τρίτου βαθμού συγγένειας; Τα πάντα όλα στη διακόσμηση, τα στολίδια στο τραπέζι ανταγωνίζονται σε χώρο τα σερβίτσια με τα εδέσματα. Ακόμα και Χριστούγεννα τετ-α-τετ επί Covid ή ακόμα Χριστούγεννα καλεσμένοι αλλού, ωστόσο, διαπιστώνω ότι ένας κοινός κανόνας, σιωπηρός αλλά αδιαφιλονίκητος, διέπει το «ύφος» του στολισμού που επιλέγω κι αυτός είναι πάντα η πληθωρικότητα, τα άπειρα φωτάκια, το φορτωμένο τραπέζι, το χαρμόσυνο πνεύμα και το παραμυθένιο στοιχείο.
Όλα αυτά μπορεί ακόμα και στο όριο του κιτς (βλέπε «αυτή ντύθηκε σαν Χριστουγεννιάτικο δέντρο») αλλά, συγγνώμη, για μένα το στιλ των Χριστουγέννων και το «μίνιμαλ», αφαιρετικό έως… εξαφανίσεως ύφος είναι δυο πράγματα τόσο αντιφατικά και άσχετα κι αντίθετα όσο η αφρίζουσα σαμπάνια και το ηρεμιστικό τίλιο.
Και θα συνεχίσω να το κάνω όσο μπορώ, ειδικά σε καιρούς σκοτεινούς και ζοφερούς γιατί ίσως έτσι μπορεί να προσθέτουμε μια νότα παρηγοριάς και χαράς στην όποια συμπαράσταση,που έμπρακτα θα προσφέρουμε ελπίζω, σε όσους στερούνται, πονούν, πενθούν.
Δεν έχω καταφέρει ωστόσο ομολογώ να συμβιβαστώ με την όλο και πιο νωρίς αρχή των στολισμών – που την εξήγηση τους, την υπεράσπιση ή την καταδίκη της θα βρείτε στα άρθρα αυτού του τεύχους μας.
Δεν στολίζω λοιπόν ποτέ πριν του Αγίου Νικολάου- που ήταν πολύ αγαπημένη γιορτή στο σπίτι το πατρικό καθότι γιόρταζε ο μπαμπάς μου.
Αν με αυτο-ψυχαναλύσω, νομίζω όμως ότι ο λόγος είναι για να παρατείνω την χαρά της προσμονής της γιορτής παρά οτιδήποτε άλλο.
Το ξέρω ότι ανήκω στη μειοψηφία γι’ αυτό δεν θα ευχηθώ καλή επιτυχία στους στολισμούς σας, μιας και καθώς διαβάζετε αυτές τις γραμμές, έχετε μάλλον στολίσει ήδη.
Εύχομαι από καρδιάς λοιπόν, και του χρόνου!