Η Κάλια γεννήθηκε να ξεχωρίζει. Όπου έμπαινε, μαγνήτιζε τα βλέμματα προτού καν μιλήσει. Ψηλή, εντυπωσιακή, με μάτια που δεν άφηναν περιθώριο για αμφισβήτηση, βάδιζε στον κόσμο πιστεύοντας απόλυτα ότι όλα της ανήκουν. Πρώτη παντού – στις σπουδές, στις επιδόσεις, στους αγώνες ταχύτητας. Από μικρή, έτρεχε κι έφτανε πολύ πιο μπροστά από τους άλλους – η Κάλια έτρεχε με τα πόδια, με τα όνειρα, με το μυαλό της. Αλλά η μεγάλη της αγάπη – το αυτοκίνητο – ήταν κυριολεκτικά η προέκταση της ψυχής της. Οδηγούσε από τα δώδεκά της, και βέβαια λάτρευε την ταχύτητα, τον ήχο της μηχανής, είχε την απόλυτη κυριαρχία του τιμονιού, κι όταν οδηγούσε, βίωνε μια σπάνια αίσθηση δύναμης κι ελευθερίας.
Σαν χαρακτήρας, η Κάλια ήταν «δύσκολη»: στην επικοινωνία της καυστική, αλαζονική, δεν ανεχόταν αδυναμίες, κι είχε μάθει να μη χρειάζεται κανέναν: οι άλλοι άνθρωποι ήταν θεατές, όχι συνοδοιπόροι, κι εκείνη, η «απόλυτη θεά», η σταρ της πίστας, με τη μια νίκη να διαδέχεται την άλλη!
Μέχρι τη μέρα που όλα έσβησαν.
Δεν ήταν αγώνας. Ήταν απλώς μια διαδρομή επιστροφής. Ένα λάστιχο που έσκασε, μια στροφή που την πρόδωσε. Το αυτοκίνητο σε δευτερόλεπτα καρφώθηκε σε ένα δέντρο με «εκκωφαντική σιωπή». Κι όταν η Κάλια ξύπνησε στο νοσοκομείο, δεν ένιωθε τα πόδια της.
Οι λέξεις του γιατρού βγήκαν από το στόμα του αργά, προσεκτικά, και κάθε μία χτυπούσε σαν μαχαίρι. «Παραπληγία. Ίσως για πάντα.»
Για πρώτη φορά στη ζωή της, η Κάλια ένιωσε το «απόλυτο μηδέν»: ακίνητη, νικημένη, εντελώς γυμνή από δύναμη.
Τις πρώτες εβδομάδες δεν μιλούσε σε κανέναν. Δεν έκλαιγε καν. Μόνο κοιτούσε το ταβάνι. Σκεφτόταν τις νίκες της, τα τρόπαιά της – και πώς όλα αυτά διαλύθηκαν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Η σκέψη να δώσει τέλος στην ύπαρξή της πέρασε πολλές φορές από το μυαλό της.
Μέχρι τη μέρα που τον είδε.
Ήταν ένα παιδί, γύρω στα δώδεκα, κι εκείνο σε αναπηρική καρέκλα. Την κοίταξε στα μάτια, της χαμογέλασε, και της είπε: «Κι εγώ νόμιζα πως τελείωσε η ζωή μου. Έχασα το πόδι μου. Αλλά τώρα παίζω μπάσκετ κάθε Δευτέρα. Θες να έρθεις μαζί μου μια μέρα να με δεις;»
Η Κάλια τον κοίταξε αποσβολωμένη. Δεν πήγε να τον δει στο μπάσκετ. Όχι εκείνη τη μέρα. Αλλά γύρισε στο δωμάτιό της, έψαξε και βρήκε το σημειωματάριό της, έβαλε πάνω-πάνω την ημερομηνία και έγραψε αποφασιστικά: «Αν μπορεί αυτό το παιδί να βρίσκει χαρά, μπορώ κι εγώ. Απλώς αλλάζει η πίστα».
Κι έτσι γύρισε η σελίδα στο δεύτερο κεφάλαιο της ζωής της.
Η αποκατάσταση δεν ήταν μόνο σωματική: ήταν εξέλιξη ψυχής. Το κορμί της δεν υπάκουε πια – ούτε στα μικρά, ούτε στα βασικά. Κάθε προσπάθεια να σταθεί, να κινηθεί από το κρεβάτι στο αμαξίδιο, ήταν μια μικρή μάχη που την ταπείνωνε, αλλά ταυτόχρονα τη δυνάμωνε.
Έμαθε να σκύβει – όχι με ήττα, αλλά με σεβασμό. Άρχισε να ακούει τους φυσικοθεραπευτές, να μετρά προσεκτικά κάθε σύσπαση, κάθε ελάχιστη βελτίωση. Και το κορμί της, από «ξένος τόπος» ξεκίνησε ένα καινούργιο ταξίδι. Οι πρώτοι μικροί κραδασμοί ήταν στα δάχτυλα, οι πρώτες κινήσεις στα γόνατα. «Θαύμα» έλεγαν οι γιατροί… ήρθαν μέρες χωρίς πρόοδο, μόνο πόνος και κούραση. Αλλά η Κάλια συνέχιζε, με προσήλωση και πίστη.
Έπειτα ήρθε το νερό. Άρχισε να κολυμπάει, και το σώμα της φαινόταν πιο ελαφρύ, εμπιστευόταν πάλι τους μυς της, γιατί ύστερα από τόσο καιρό, τους άκουγε, τους ένιωθε!
Και μετά… ήρθε ο χορός: το άκουσε τυχαία σε μια αίθουσα αποκατάστασης. Ήταν ένα πρόγραμμα χορού για ανθρώπους σε ανάρρωση, συνδυασμένο με κινησιοθεραπεία. Μπήκε διστακτικά, αμήχανα, καθώς από μια γωνία της αίθουσας την κοιτούσε ειρωνικά ο παλιός της εαυτός, η κάποτε «θεά της ταχύτητας»…
Αλλά όταν η μουσική ξεκίνησε, η παλιά φιγούρα εξαφανίστηκε και κάτι βαθύ αναδύθηκε από μέσα της: ένα κλάμα που μεταμορφώθηκε σε κίνηση. Μια ανάμνηση του σώματος για το τι σημαίνει να εκφράζεσαι, ίσως με ατέλειες, αλλά σίγουρα με ψυχή!
Μήνες μετά, η Κάλια, παρακινούμενη από την ομάδα των φυσικοθεραπευτών, αποφάσισε να συμμετάσχει σε έναν πανελλήνιο διαγωνισμό ειδικού χορού και δημιουργικής κίνησης. Ανέβηκε στη σκηνή με τα πόδια της να τρέμουν στην αρχή… και χόρεψε χωρίς εντυπωσιασμούς, αλλά με χάρη, και βαθύ σεβασμό προς τη ζωή…
Όταν ανακοινώθηκε σαν νικήτρια, η Κάλια σηκώθηκε αργά, παρέλαβε δακρυσμένη το βραβείο της κι ευχαρίστησε. Καθώς κατέβαινε από τη σκηνή, την πλησίασε εκείνο το αγόρι από τότε: έφηβος πια, της έδειξε τη φωτογραφία με την ομάδα του μπάσκετ. Η Κάλια τον αγκάλιασε σφιχτά λέγοντας; «Εσύ μου είπες να μην τα παρατήσω. Άρα αυτή η νίκη είναι και δική σου.»
Και για πρώτη φορά στη ζωή της, ένιωσε πως το χειροκρότημα της νίκης δεν έχει καμία αξία αν δεν ζεις με αλήθεια, αγάπη, και καρδιά ανοιχτή.
Ψυχική ανθεκτικότητα δεν σημαίνει να είσαι άθραυστος. Σημαίνει να σπας – και να φτιάχνεις κάτι ομορφότερο με τα κομμάτια σου. Να ξαναγράφεις τον εαυτό σου. Όχι όπως ήσουν. Αλλά όπως έχεις πια το κουράγιο να γίνεις.