Δουλεύω στη διαφήμιση.
Το πιο συχνό πράγμα που κάνω όταν γράφω στη δουλειά είναι να αλλάζω το πληκτρολόγιο από αγγλικό σε ελληνικό.
Είτε πρόκειται για μια παρουσίαση μας σε ένα πελάτη, είτε πρόκειται για μια ενημέρωση μεταξύ συναδέλφων στην ίδια εταιρεία, γράφουμε κάτι το οποίο πάντα χρειάζεται και αγγλικά και ελληνικά.
Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί πώς θα αισθανόμουν αν έγραφα σε μια γλώσσα που να μη χρειάζεται να αλλάζω πληκτρολόγιο. Και πόσο τυχεροί ενδεχομένως αισθάνονται εκείνοι που ποτέ δεν έχει τύχει να κάνουν κάτι τέτοιο (Άγγλοι, Αμερικανοί κλπ).
Ασφαλώς δεν λέω ότι η γλώσσα μας δεν είναι πλούσια.
Σίγουρα δεν έχει να κάνει με το εάν μπορούμε να μεταφράσουμε τα πάντα από τα αγγλικά στα ελληνικά. Και το internet μπορούμε να το πούμε διαδίκτυο και το brief μπορούμε να το πούμε ενημέρωση και το AI τεχνητή νοημοσύνη.
Τείνουμε όμως οι περισσότεροι στο πιο γρήγορο, το πιο άμεσο, το πιο εύληπτο. Και έτσι η συννενόηση μεταξύ μας γίνεται πιο εύκολη.
Και η γλώσσα του marketing (δύσκολη η μετάφραση της λέξης) έχει σίγουρα αγγλική χροιά.
Οπότε τι εξυπηρετεί τελικά η γλώσσα; Φαντάζομαι πρωταρχικά την επικοινωνία.
Λογικό λοιπόν και το greeklish για να στέλνεις μηνύματα στα κινητά.
Λογικό και να μην ασχολείσαι πολύ με την ορθογραφία…
Αν πιστεύω ότι αυτό εμποδίζει τη δικιά μας γλώσσα; Όχι.
Και η δικιά μας γλώσσα εξελίσσεται και ενσωματώνει καινούργιες έννοιες.
Ας μην βλέπουμε (και) αυτό το θέμα συγκρουσιακά. Γιατί μας αρέσει (;) να πιάνουμε τα άκρα, με ελληνική νοοτροπία.
Όλα χωράνε. Όλα εξελίσσονται.
Και όπως λέει η Ελένη Αρβελέρ, «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρέπει να μαθαίνουμε και κάποια ξένη γλώσσα, για έναν λόγο απλό, για να μην νομίζουμε ότι μόνο οι Έλληνες ανακαλύψανε τα πάντα, διότι μία ξένη γλώσσα οποιαδήποτε κι αν είναι μιλάει για φόβους, για αγωνίες, για ελπίδες και αγάπες όπως ακριβώς τις ξέρουμε και στα ελληνικά».