Ο Κύκλος των χαμένων Θρανίων (…σε 4 Στάσεις)

Στάση 1η
Τώρα
Οίκος Ενηλίκων στο… υπέρ τους,
με την ταμπέλα το «Ευώνυμον».
80 ετών +
(Ποιός μπορεί να θυμάται, ακριβώς;)

Ο Φαίδων καθόταν δίπλα στο παράθυρο με το φως να χαϊδεύει το αδύνατο προφίλ του. Οι λίγες ασημένιες ανταύγειες, στο λευκό του κεφάλι, έκαναν αντίθεση με το χρυσό του πρωινού ήλιου, που ζέσταινε το τζάμι του παραθύρου. Το βλέμμα του είχε κάτι από γυαλί που δεν αντανακλά, μόνο κρατάει μέσα του πράγματα. Κλειδωμένο μα όχι κενό.

Δεν κοιτούσε έξω, ούτε μέσα. Μόνο κάπου ενδιάμεσα.

Η Λένα εμφανίστηκε αθόρυβα, όχι όπως τα αερικά, μα σαν κάτι που ανήκει εκεί από πάντα. Απλώς σαν να είχε κάποιος ξεχάσει να κοιτάξει. Ήταν λεπτή, με αχνό κίτρινο, λίγο ξεθωριασμένο πια στο κάποτε ξανθό της κεφάλι και το δέρμα του προσώπου της διάφανος χάρτης, με πολλές μικρές γραμμές, διαδρομές μιας ολόκληρης ζωής.

«Κι εσύ, εδώ;» είπε εκείνη ξαφνιασμένη.

«Εσύ!…μα δεν άλλαξες καθόλου!» είπε εκείνος.

«Αυτό είναι κομπλιμέντο ή κατηγόρια κύριε… Μπρεχτ;» απάντησε ανάλαφρα η Λένα.

Γέλασαν. Χωρίς ήχο. Ήταν ένα γέλιο που κουβαλούσε πολλά ανείπωτα.

Λίγο καιρό μετά, στην αίθουσα του πρωινού ο Φαίδων καταφθάνει κρατώντας ένα φθαρμένο παλιό τετράδιο, σχολικό.

«Αχ! Πάει ξεκούτιανες» τον κοροϊδεύει η Λενιώ και ρίχνει μια γρήγορη ματιά στο … και χλομιάζει.

“Φώτης Ζερβός” έγραφε στην ετικέτα. Ο Φαίδων το άνοιξε, διάβασε τον τίτλο.

«Τι είναι φιλία;» και το έκλεισε ξανά.

«Κάποιες απαντήσεις είναι πιο βαριές απ’ τις ερωτήσεις.» μουρμούρισε.

Η Λένα δεν απάντησε. Ακούμπησε το χέρι της στο ξύλο του τραπεζιού, σα να ήθελε να κρατηθεί από κάπου.

«Δεν μιλήσαμε ποτέ για εκείνον. Όχι αληθινά.» είπε η Λένα μ’ ένα άχρωμο τόνο στη φωνή της.

«Ίσως, αν το κάναμε θα έπρεπε να μιλήσουμε και για μας.» Μουρμούρισε σχεδόν ο Φαίδων.

Στάση 2η
Τότε  
Ενήλικες στη μεσότητα του 50 +
(Εκεί θυμάσαι, μα δεν θέλεις να ξέρεις ακριβώς)
Reunion
Τα απομεινάρια μιας ζωής που δεν τελείωσε.
Χειμώνας 2000

Η αίθουσα του παλιού σχολείου είχε γεμίσει ξανά. Αυτή τη φορά με ευτραφείς περιμέτρους, φαρδιές χωρίστρες (φαλάκρα δεν την έλεγαν) και μερικά ίσως έμπειρα κοιτάγματα. Ο Φαίδων είχε σταματήσει τη δικηγορία – μπορεί ποτέ να μην την άρχισε. Ασχολιόταν όμως ενεργά με τη δημοσιογραφία. Η Λένα δίδασκε ακόμα. Και ο Φώτης … απλά δεν είχε έρθει.

«Λένε πως ζει στην Αργεντινή. Ή στην Πάτμο.» είπε η Λένα.

«Ή δεν ζει καθόλου.» ανταπάντησε ο Φαίδων.

Τα ποτήρια υψώνονταν με ευκολία. Οι ερωτήσεις, με δυσκολία. Και οι απαντήσεις πάντα να αιωρούνται, in limbo, όπως και οι ζωές.

«Εσείς οι δύο δεν είχατε κάτι;» ρώτησε κάποιος, με ένα γελάκι που θα μπορούσε να είναι χαριτωμένα πονηρό, μα το μόνο που έβγαζε ήταν μια παλιοκαιρισμένη ανοησία. Ο Φαίδων άναψε τσιγάρο.

«Είχαμε κάτι, ακριβώς επειδή δεν είχαμε ποτέ τίποτα» και κοίταξε με το βλέμμα εκείνο που έχει κάτι από γυαλί που δεν αντανακλά, μόνο κρατάει μέσα του πράγματα. Κλειδωμένο μα όχι κενό. Η Λένα ήπιε μια γουλιά.

«Όχι δεν είχαμε. Επειδή είχαμε τον ίδιο φίλο» σχολίασε αινιγματικά. Έγινε μια σιωπή μικρή, που έμοιαζε μεγάλη. Σα να ήξεραν όλοι γιατί μιλούσαν. Για κάτι που δεν ειπώθηκε ποτέ, αλλά υπήρχε πάντα. Κάποιος έβγαλε μια παλιά φωτογραφία για να σπάσει την άβολη στιγμή. Τρεις μαθητές. Ένας με φακίδες, μία με πλεξούδες κι ένας με βλέμμα αλλού. Ο τρίτος, αυτός που έλειπε σήμερα, χαμογελούσε αμήχανα. Σα να ήξερε ότι δεν θα μείνει ή ότι δεν ταιριάζει στο κάδρο τους.

Στάση 3η
Πολύ πίσω
Ηλικία 22
(Εκεί που και θυμάσαι και θέλεις να ξέρεις, γιατί όλη η ζωή ζωγραφίζεται μπροστά σου – ή έτσι νομίζεις.)
Πανεπιστήμιο
Ιούνιος 1968

Στο καφέ πίσω απ’ τη Νομική, οι φοιτητές συζητούσαν θεωρίες για τον κόσμο, την επανάσταση και το μέλλον τους. Ο Γαλλικός Μάης είχε ανάψει τα αίματα. Τα γεγονότα είχαν ξεκινήσει ως κινητοποιήσεις των μαθητών και φοιτητών και επεκτάθηκαν με γενική απεργία των Γάλλων εργατών, σε διαστάσεις επανάστασης.

«Θα δείτε! Σε πολύ λίγο, θα διαλυθεί η γαλλική εθνοσυνέλευση και ο Ντε Γκωλ θα προκηρύξει εκλογές» είπε με θέρμη ο Φαίδων, μα με αναντίστοιχα χαμηλή ένταση φωνής. Χούντα γαρ! Φλέρταρε ήδη με τη δημοσιογραφία. Η Λένα κράταγε σημειώσεις με σφιγμένο σαγόνι που έδειχνε πείσμα και με κόκκινο στυλό γιατί θεωρούσε πως ταίριαζε στην επανάσταση…τους.

Και ο Φώτης; Αυτός έγραφε ποιήματα χωρίς τίτλο και χανόταν συχνά χωρίς ειδοποίηση.

«Σήμερα θα έρθει.» είπε η Λένα.

«Αν έρθει!» πρόσθεσε ο Φαίδων.

«Πάντα έρχεται όταν δεν τον περιμένεις.» σχολίασε εκείνη.

Και όντως, ήρθε. Με ένα σακάκι που δεν ταίριαζε στην ηλικία του και ένα βλέμμα που ταίριαζε σε όλες τις ηλικίες. Κάθισε. Δεν παρήγγειλε τίποτα.

«Αν ποτέ γράψετε κάτι για μένα, να λέει την αλήθεια μου» είπε. «Ότι δεν ήξερα πώς να μείνω.»

«Πού θα πας;» τον ρώτησε η Λένα, με κάτι αδιευκρίνιστο μα πονεμένο στο βλέμμα της.

«Μακριά από ονόματα» είπε διφορούμενα εκείνος. «Μα πιο κοντά σε αυτό που ήμουν πριν με φωνάξετε» απάντησε, σα να απήγγειλε στίχο από ένα αλληγορικό ποίημα. Και σηκώθηκε. Δεν φίλησε κανέναν. Δεν αποχαιρέτησε. Μόνο έφυγε. Όχι σαν δραπέτης. Μα σαν εκείνον που ξέρει πως, αν μείνει λίγο ακόμα, θα πρέπει να εξηγήσει τον εαυτό του. Και δεν ήξερε πώς!

Στάση 4η
Άγουρο τότε
Ηλικία 10-11
(Δεν θυμάσαι ακριβώς γιατί δε ξέρεις τι είναι ηλικία).
Δημοτικό
Φθινόπωρο 1956 ή μήπως 1957;

Η αίθουσα μύριζε κιμωλία, ξύλο και δισταγμό. Το πρωινό βροχερό, μουντό σκηνικό φθινοπώρου. Η αίθουσα, λίγο παγωμένη, προμήνυε έναν δύσκολο χειμώνα. Και η δασκάλα να δίνει το θέμα.

«Τι είναι φιλία;»

Ο Φαίδων έγραψε: «Φιλία είναι να μη σε πειράζει που ο άλλος είναι καλύτερος από σένα, σε κάτι που δεν ξέρεις ακόμα ότι σε νοιάζει.»

Η Λένα έγραψε: «Φιλία είναι να κρατάς το μυστικό του άλλου. Ακόμα κι αν δεν σου το είπε ποτέ ο ίδιος.»

Ο Φώτης έγραψε: «Φιλία είναι να θυμάσαι το πρόσωπο του φίλου, ακόμα κι όταν αλλάζει. Ή όταν φεύγει.»

Ήταν η πρώτη φορά που έδεσαν και οι τρεις, τότε. Εκείνη τη χρονιά, έπαιζαν συνεχώς μαζί. Στο κυνηγητό, ο Φώτης σταματούσε λίγο πριν τους αγγίξει. Σαν να μην ήθελε να τους «πιάσει». Ίσως γιατί, μέσα του, ήξερε πως κάποτε θα έπρεπε να φύγει. Και πως το να τους ακουμπήσει πολύ, θα έκανε τον αποχωρισμό πιο δύσκολο.

Επίλογος
Ξανά στο Παρόν.

Ο Φαίδων και η Λένα κάθονταν τώρα δίπλα-δίπλα στο ίδιο τραπεζάκι, στο «Ευώνυμον». Το τετράδιο του Φώτη ήταν ανοιχτό. Η σελίδα του ξεθωριασμένη αλλά ευανάγνωστη. Ακόμα.

«Πώς βρέθηκε στα χέρια σου;» τον ρώτησε. Ο Φαίδων την κοίταξε μ’ αυτό το βλέμμα – γυαλί που δεν αντανακλά – και είπε σιγανά «Μου το έδωσε, πριν την εξορία. Ήταν το μόνο που είχε κρατήσει. “Δικό μας ενθύμιο” είπε. “Πολύτιμο”!».

Η Λένα το χάιδεψε. «Ξέρεις τι κατάλαβα;»

«Τι;» ρώτησε σιγανά ο Φαίδων.

«Ότι η φιλία δεν είναι ούτε διάρκεια, ούτε σταθερότητα. Είναι η σκηνή, που ο άλλος γίνεται η επιφάνεια και ίσως και το βάθος σου, χωρίς να το ξέρει.»

«Κι εσύ βλέπεις κάτι που δεν ήξερες ότι κουβαλάς.» πρόσθεσε ο Φαίδων. Κοίταξαν ο ένας τον άλλον. Δεν είχαν γίνει ποτέ ζευγάρι. Δεν χρειάστηκε; Η παρουσία τους είχε άλλη μορφή. Πιο ήσυχη. Πιο σταθερή. Ήταν το είδος της σχέσης που δεν ζει απ’ τα μαζί, αλλά απ’ τα θυμάσαι; Ο Φώτης δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά. Ίσως ζει. Ίσως όχι. Μα το τετράδιο με την έκθεση του, ήταν εκεί. Πάνω του, τώρα, υπήρχε άλλη μια γραμμή. Προσθήκη με μολύβι. Κάποιος – κανείς δεν ήξερε ποιος – είχε γράψει:

«Και φιλία είναι να μη θυμώνεις που ο άλλος δεν έμεινε. Να του φυλάς θέση, αν θελήσει να  γυρίσει».

Τέλος.

Ή καλύτερα … νέα σελίδα. Για όσους σκέφτονται να ξαναγράψουν στο παλιό τους τετράδιο.

Υ.Γ.: Χωρίς άλλα σχόλια δικά μου, μόνο δικά σας. Μικρά μου!

Άρθρα Τρέχοντος Τεύχους

Εγγραφείτε δωρεάν στο Newsletter

Πρωτογενή άρθρα και καινούργιο περιεχόμενο στο email σας κάθε 15 ημέρες

Ακολουθήστε μας

Ακολουθήστε το κανάλι μας στο Youtube εδώ

JUST A NUMBER

Εγγραφείτε δωρεάν στο Newsletter μας

Συμπληρώστε το email σας ώστε να λαμβάνετε το newsletter μας κάθε 15 ημέρες