Ζάλη! Ναι, αυτό αισθανόταν ο Παλ. Τη ζάλη της νίκης! Από τη μυρωδιά του μετάλλου; Χρυσό!
Ο απόηχος της Σεούλ – 4 χρόνια πίσω- φαινόταν τόσο μακρινός. Και τότε το χειροκρότημα και τότε το χτυποκάρδι και η περηφάνια: «…στην τρίτη θέση της ξιφασκίας ο Παλ Ζέκερες» θα έγραφαν την άλλη μέρα οι εφημερίδες της Βουδαπέστης. «Μας έκανες περήφανους» θα έγραφαν οι δημοσιογράφοι. Κι αυτός με το γλυκόπικρο συναίσθημα! Στόχευε το χρυσό μα …η τύχη τα έφερε αλλιώς. «Η Βαρκελώνη είναι κοντά» σκέφτηκε. «Τι είναι 4 χρόνια;»
Όμως, η μοίρα είχε αλλιώς στα κιτάπια της, τα γραμμένα για τον Παλ. Εκείνο το απόγευμα Δευτέρας –στο ρεπό της προπόνησης- περνούσε τόσο καλά. Η ζέστη του Ιουλίου – μόλις είχε μπει ο μήνας – τον ζάλιζε, μαζί με το ποτήρι του παγωμένου Chardonnay και με το άρωμά της. Έβγαινε με την Heureux ένα χρόνο τώρα. Περίεργο όνομα για γυναίκα που γεννήθηκε στη γαλλική Πολυνησία, στο Παπεέτε της Ταϊτής. Μελένια στην επιδερμίδα, μελένια και στην ψυχή, γαλήνευε τον Παλ. «Je suis Heureux»* της έλεγε, λογοπαίζοντας με το όνομά της. Ήταν στην τελική ευθεία για τους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης – του χρόνου – και η προπόνηση και η πίεση είχαν εντατικοποιηθεί. Ένας χρόνος! Τί είναι ένας χρόνος για τον άθλο ενός πρωταθλητή; Το χρυσό! Αυτό, τούτη τη φορά!
Καθώς οδηγούσε στα στενάκια της πόλης και ήταν μεθυσμένος από την ευδαιμονία –όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν- μια φωνή από αριστερά, τάραξε τη γαλήνη του. «Εεεεεεεε!» Και μετά ο θόρυβος, από λαμαρίνες που συντρίβονται. Και ο οξύς πόνος στα πλευρά και στα πόδια για αρχή. Και μετά σκοτάδι! Μόνο πού και πού, μια φωνή με όλη τη γλύκα και την αγωνία της αγάπης να του ψιθυρίζει «mon amour, mon amour».
Λίγες μέρες μετά, άρχισε να θυμάται. Ξαπλωμένος στο κρεββάτι της μονάδας αυξημένης φροντίδας του πανεπιστημιακού νοσοκομείου της Βουδαπέστης, με το σωλήνα μπηγμένο στα αριστερά πλευρά (bilau τού τον είπαν για τον πνευμοθώρακα) και την ανησυχία στα μάτια όλων και κάτι άλλο –λύπη ήταν;- προσπαθούσε να συνέλθει!
Και η είδηση, σα βόμβα νετρονίου έπεσε εκείνο το πρωινό. Η Heureux όλη τη μέρα και τη νύχτα δίπλα του, του χάιδευε το χέρι και προσεκτικά τον αγκάλιαζε. Και ο γιατρός με ύφος σοβαρό και συμπονετικό συνάμα, του ανακοινώνει… «κύριε Ζέκερες, το ατύχημα προκάλεσε κάταγμα των αριστερών πλευρών και αιμοπνευμοθώρακα και κάταγμα ενός από τους σπονδύλους της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης σας. Δεν θα μπορέσετε να περπατήσετε ξανά. Λυπάμαι ειλικρινά!».
Σ’ αυτόν μιλούσαν; Εφιάλτης ήταν; Μαύρο χιούμορ για να τον δοκιμάσουν; Και ο γιατρός συνέχισε «θα σας στείλω τον ψυχίατρο για εκτίμηση και υποστήριξη». Τον ψυχίατρο; Άρα το εννοούσαν! Μα πώς; Πώς όλα αυτά; Η Heureux τον κοιτούσε με μάτια υγρά και με όλη την αγάπη και τον πόνο ζωγραφισμένα μέσα τους! Η Heureux του! «Je suis Heureux ? » ψέλλισε. Ανάπηρος! Αυτός, ο Παλ, ο έτοιμος για το χρυσό της Βαρκελώνης;
Τώρα, ένα χρόνο μετά, εδώ στη Βαρκελώνη, μεθυσμένος και τετράτροχος στους Παραολυμπιακούς –στο αμαξίδιο- έσκυβε για να του περάσουν στο λαιμό του, το χρυσό!
Το χρυσό το πήρε! Το τίμημα μεγάλο; Όχι, ο Παλ δε σκεφτόταν έτσι. Ένα τεράστιο ΓΙΑΤΙ τρύπησε τότε, εκείνο το πρωινό στο νοσοκομείο, το κεφάλι του. «Γιατί μωρέ, τώρα έτσι; Ηθικός αθλητής με την επιθυμία πρωταθλητή. Τί το κακό;»
Αυτό το «γιατί» αναπάντητο, το άφησε πίσω του και προχώρησε. Γύρισε και κοίταξε, δίπλα στον προπονητή του, τα μάτια της Heureux του, που υγρά πάλι, έλαμπαν.
Αυτός, ο Παλ Ζέκερες, πρωταθλητής στην ξιφασκία, μ΄ έναν άθλο που δεν τον έκανε άθλιο. Και θ΄ ακολουθούσαν κι άλλοι μετά.
«Je suis Heureux!»
Το λογοπαίγνιό του προς εκείνη, που του διάβαζε τα χείλη, τώρα.
«Mon amour, Heureux»*
«Ma vie, Heureux!»*
Υ.Γ. Το γεγονός, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, είναι πραγματικό, Μικρά μου!
* «Je suis Heureux» = «Είμαι ευτυχισμένο»
* «Mon amour, Heureux»= «Αγάπη μου, Heureux»
*«Ma vie Heureux!» = «Ζωή μου, Heureux!»