Μια Ιστορία από τα -ακόμη πιο Καυτά-Καλοκαίρια του Μέλλοντος 

Μια φορά κι έναν καιρό στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, στην Αγία Πελαγία -ένα μικρό χωριό σε ένα ελληνικό νησί- παραθέριζε ένα μικρό κορίτσι που το έλεγαν Αναστασία. Το χωριό κάποτε ήταν γεμάτο ζωή αυτή την εποχή: η θάλασσα δροσερή ακόμη και τον Αύγουστο, ο ήλιος σε ζέσταινε γλυκά -σαν χάδι, όχι σαν απειλή- αλμυρίκια στόλιζαν την παραλία και ένα μικρό πευκοδάσος, στον δρόμο λίγο πιο έξω από το χωριό ήταν το καμάρι του χωριού. Τα παιδιά έτρεχαν στους δρόμους, οι παραλίες ήταν γεμάτες κόσμο, το ίδιο και τα καφέ  και τα εστιατόρια δίπλα στο κύμα. Ενώ τα σπίτια είχαν όμορφους κήπους με λεμονιές, μουριές και πλουμιστές μπουκαμβίλιες και οι δρόμοι μοσχοβολούσαν αγιόκλημα, δυόσμο και βασιλικό.

Στην άκρη του χωριού υπήρχε ένα παλιό πηγάδι που έλεγαν ότι είχε μνήμη και κάθε πανσέληνο του Αυγούστου μιλούσε.  Κάθε καλοκαίρι κρατούσε μέσα του τα γέλια, τα τραγούδια, τα παγωμένα πόδια των παιδιών και τα μυστικά των ερωτευμένων.

Μα χρόνια τώρα ήταν μόνο του σχεδόν ξερό όπως. Όλο το χωριό που ήταν αγνώριστο, ταλαιπωρημένο από την ξηρασία και τις πυρκαγιές. 

Από τα αλμυρίκια είχαν μείνει μόνο κουφάρια. Τα υπαίθρια καφέ είχαν εξαφανιστεί, τα σπίτια ξερά χωρίς κήπους, έκλειναν τα παράθυρα για να μην μπει η ζέστη, η σκόνη και η απόγνωση. Τα λίγα παιδιά δεν έτρεχαν πια ούτε κολυμπούσαν.
Όλοι έβγαιναν μόνο αργά το βράδυ όταν η θερμοκρασία γινόταν υποφερτή. 

Ήταν, όπως έλεγε η γιαγιά της Αναστασίας, «καλοκαίρια που δεν τα θες ούτε για ανάμνηση».

Μια μέρα με την Πανσέληνο του Αυγούστου να φωτίζει το σεληνιακό τοπίο, η Αναστασία απελπισμένη απ’ τη ζέστη και την ερημιά, το έσκασε από το σπίτι και πλησίασε το παλιό πηγάδι. Το νερό του είχε κατέβει βαθιά, αλλά κάτι λίγο ήταν ακόμα εκεί. Κοίταξε μέσα και ψιθύρισε:

«Πες μου, πηγάδι… πώς ήταν το χωριό μας όταν η γιαγιά μου ήταν στην ηλικία μου;» 
Κι εκείνο, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, μίλησε.

Μίλησε με εικόνες, με ήχους και αρώματα. Θύμισε στην Αναστασία τα παιδικά καλοκαίρια των παππούδων της, τις μέρες με τα ποδήλατα, τα μπάνια, τις κόκκινες ντομάτες και τα καρπούζια που έσταζαν ζάχαρη, τις νύχτες με θερινό σινεμά, τζιτζίκια και παγωτό και τις βεγγέρες στο μπαλκόνι.
Της μίλησε για τα καλοκαίρια που χάθηκαν όχι από τον χρόνο, αλλά από την αμέλεια.

Και μετά… της «έδειξε» το ακόμη πιο δραματικό αύριο: Καψαλιασμένα τοπία, ερημωμένα σπίτια, μάτια ανθρώπων χωρίς λάμψη…

«Οι μεγάλοι έχουν ξεχάσει πως ήταν κάποτε», είπε το πηγάδι. «Αλλά εσύ μπορείς να τους θυμίσεις. Γιατί αν δεν φυλάξετε ό,τι απομένει θα γίνω κι εγώ ένα στόμα χωρίς σταγόνα – και το καλοκαίρι θα είναι για σας μόνο εγκαύματα και σιωπή».

Η Αναστασία γύρισε και μίλησε στη γιαγιά της. Εκείνη χαμογέλασε πικρά αρχικά, αλλά το πρόσωπό της φωτίστηκε γιατί το πηγάδι είχε μιλήσει και πάλι. Αυτός ήταν ένας καλός οιωνός: «Το καλοκαίρι, παιδί μου, ήταν κάποτε δώρο. Εμείς το κάναμε κατάρα. Αλλά μπορείς ακόμα να σώσεις κάτι. Να φυτέψεις. Να φροντίσεις. Να θυμίσεις. Να πεις την ιστορία…»

Από εκείνη τη μέρα, η Αναστασία βρήκε νέο σκοπό. Ξεκίνησε από κάτι απλό: ένα λιλιπούτειο μποστάνι πίσω απ’ το σπίτι. Φύτεψε δυόσμο και βασιλικό. Κάθε πρωί τα πότιζε με το ποτιστήρι που βρήκε η γιαγιά στην αποθήκη με το λίγο νερό που περίσσευε και με ιστορίες που της είχε ψιθυρίσει το πηγάδι. «Πιες, μικρέ βασιλικέ,» έλεγε, «και θυμήσου πώς ήταν κάποτε ο κόσμος». 

Μάζεψε άλλα παιδιά και τους είπε τις ιστορίες του πηγαδιού. Έστησαν έναν πίνακα όπου κάθε παιδί έγραφε πώς θα ήθελε να είναι ο κόσμος όταν μεγαλώσει. Και τα παιδιά ζωγράφιζαν κήπους ολάνθιστους, ανθρώπους να τραγουδούν και να χορεύουν και πηγάδια  που γελούν. Και διοργάνωσαν μαζί  το πρώτο «Φεστιβάλ Μνήμης δροσερού καλοκαιριού». 

Κάλεσαν και τη γιαγιά της Αναστασίας να τους πει πώς μύριζε το χώμα μετά τη βροχή. (Ένα παιδί έβαλε τα κλάματα – δεν ήξερε καν τι πάει να πει “βροχή το καλοκαίρι”).

Ένας-ένας οι μεγάλοι βοήθησαν, φύτεψαν δέντρα, καθάρισαν το παλιό μονοπάτι προς το ρέμα που είχε πια στεγνώσει. Ήρθαν επισκέπτες από την πόλη. Έφεραν νερό, σπόρους, εργαλεία. Άκουσαν, έμαθαν, συγκινήθηκαν.

Και μια μέρα, ένας γεωπόνος είπε: «Εδώ ίσως μπορεί να ξαναγεννηθεί δάσος. Αρκεί να το θέλετε πιο πολύ από το Wi-Fi σας».

Και το ήθελαν. Όλοι μαζί δούλεψαν σκληρά και επιτηρούσαν το έργο τους να μη καεί. Και σιγά σιγά, το χωριό άρχισε να πρασινίζει – όχι μόνο στα κλαδιά, αλλά και στις καρδιές.

Το πηγάδι, από τότε, δεν σταμάτησε να θυμάται και να μιλάει. Μα τώρα, δεν ήταν πια μόνο του.

Λένε πως αν περάσεις από την Αγία Πελαγία ένα καλοκαίρι, θα δεις παιδιά να παίζουν στη σκιά κάτω από τα νέα δέντρα. Θα μυρίσεις δυόσμο  και βασιλικό. Και θα ακούσεις, ίσως, έναν ήχο που μοιάζει με γέλιο νερού…

Ίσως είναι το πηγάδι.

Ίσως είναι το δροσερό καλοκαίρι που επέστρεψε. Κι αν πλησιάσεις το πηγάδι, θα ακούσεις ψιθυριστά παραμύθια για έναν κόσμο που σώθηκε όχι με μαγεία, αλλά με ένα ποτιστήρι, λίγο θάρρος και πολλή θέληση. 

Και θα σκεφτεί κανείς: 

Ίσως δεν είναι αργά. Αρκεί να έχουμε θέληση και λίγη Αναστασία μέσα μας.

Άρθρα Τρέχοντος Τεύχους

Εγγραφείτε δωρεάν στο Newsletter

Πρωτογενή άρθρα και καινούργιο περιεχόμενο στο email σας κάθε 15 ημέρες

Ακολουθήστε μας

Ακολουθήστε το κανάλι μας στο Youtube εδώ

JUST A NUMBER

Εγγραφείτε δωρεάν στο Newsletter μας

Συμπληρώστε το email σας ώστε να λαμβάνετε το newsletter μας κάθε 15 ημέρες

JUST A NUMBER

Εγραφείτε στο Newsletter μας