Η φράση-σλόγκαν του Ανδρέα Παπανδρέου, κάπου το 1980 ακουγόταν παράξενη σε μένα, κάπως αυτονόητη. Και αναρωτιόμουν γιατί το λέει και το ξαναλέει. Που να ανήκει δηλαδή;
Και μου εξηγούσαν οι μεγαλύτεροι και σοφότεροι (;) τις εξαρτήσεις μας από υπερδυνάμεις κλπ.
Ξαναέρχεται στο μυαλό μου αυτές τις μέρες ακούγοντας φίλους και γνωστούς να μοιράζονται εμπειρίες από τα νησιά μας.
Δεν έχει σημασία αν εσύ θες να πληρώσεις ένα πανάκριβο ξενοδοχείο κι εγώ ένα πολύ φτηνό δωμάτιο.
Αν εσύ θες να φας αστακό και εγώ είμαι οκ με ένα σουβλάκι.
Αν εσύ πας με ένα υπέροχο σκάφος κι εγώ όχι.
Αν θα πληρώσεις 10 ποτά κι εγώ ένα.
Είναι επιλογές και δυνατότητες.
Πώς όμως δεν μπορούμε να πάμε θάλασσα;
Με ποιον τρόπο επιτρέπουμε στις παραλίες να γίνουν ξενοδοχεία με 200 ευρώ την ημέρα.
Τι θα πει αφήσαμε 50% ελεύθερο; Σε μια μικρή παραλία αυτό είναι σαν το απόλυτο τίποτα.
Γιατί πρέπει να κουβαλάμε ομπρέλες; Να ψάχνουμε το τελευταίο αρμυρίκι; Και μια ομπρέλα να κάνει 100 ευρώ.
Και δεν είναι σε ένα νησί… Εξαπλώνεται…
Χάθηκε η λογική; Γιατί οι ξαπλώστρες να είναι καναπέδες;
Ειδικά εφόσον και η σκιά αλλάζει κάτω από την ομπρέλα, μπορεί και να πληρώνεις και να μην έχεις σκιά και να αδυνατείς να μεταφέρεις θηριώδη ξύλινα κρεβάτια.
Η θάλασσα δεν είναι πολυτέλεια. Η θάλασσα είναι δικαίωμα, όχι προνόμιο.
Δεν μπορεί όλα να χωράνε στη λογική προσφορά-ζήτηση.
Κοροϊδεύαμε τον υπερτουρισμό. Είδαμε άλλες χώρες που το πλήρωσαν ακριβά.
Δεν έχουμε λόγο να κάνουμε τα λάθη άλλων.
Κάντε τα πράγματα απλά.
Βάλτε λογικές τιμές, λογικές ξαπλώστρες και αφήστε τις παραλίες σε όλους.
Τόσο χαζοί είναι στην Ισπανία που βάζουν πλαφόν;
Όσοι μπορούν να δώσουν μια λογική τιμή οκ. Όλοι όμως να μπορούν να πάνε.
Αλλιώς, δεν μας ανήκει τίποτα.