Ο Μάνος και η Δωροθέα γνωρίστηκαν πριν 2 χρόνια ένα φθινοπωρινό απόγευμα, στο προαύλιο ενός ξενώνα απεξάρτησης στο κέντρο της πόλης. Καθισμένοι σε διαφορετικά παγκάκια, με τα βλέμματα χαμηλωμένα, και τους ώμους σκυφτούς, γιατί κουβαλούσαν παρόμοια βάρη. Ήταν και οι δύο 24 ετών και κουρασμένοι . Όχι μόνο από τη ζωή – αλλά από τη μάχη με τον εαυτό τους.
Ο Μάνος, γόνος καλής οικογένειας, ορφανός από μητέρα από τα 8 του, είχε περάσει τα τελευταία 5 χρόνια σε εγκαταλειμμένα σπίτια ή πάρκα. Είχε παρατήσει τις σπουδές του, είχε χάσει τους φίλους του, και κυρίως είχε κόψει δεσμούς με τον πατέρα και τη μητριά του που τον είχαν απορρίψει σαν πρεζόνι. Ήταν σαν να είχε σβήσει τη ζωή του από το χάρτη. Το μόνο πρόσωπο που τον νοιαζόταν και τον έψαχνε ακόμα ήταν η ετεροθαλής αδελφή του. Κάθε εβδομάδα ερχόταν έξω από τα στέκια, άφηνε σακούλες με τρόφιμα και σημειώματα: «Είμαι εδώ. Όταν είσαι έτοιμος, πάμε μαζί».
Όταν τελικά μπήκε στο πρόγραμμα, ο Μάνος δεν είχε εμπιστοσύνη σε κανέναν. Αλλά η αδελφή του ερχόταν κάθε εβδομάδα στις συναντήσεις με χαμογελαστό πείσμα.
Λίγο λίγο, ο Μάνος άρχισε να μιλάει. Μετά έγραψε. Μπήκε σε ομάδες, δούλεψε με έναν μέντορα, κι άρχισε να μαθαίνει να υπάρχει ξανά χωρίς ουσίες. Όταν τελείωσε το πρόγραμμα, βρήκε δουλειά σε μια κοινωνική επιχείρηση που έδινε ευκαιρίες σε πρώην εξαρτημένους. Δύο χρόνια μετά, καθαρός και σταθερός, έγινε εκείνος ο μέντορας που χρειαζόταν κάποτε.
Η Δωροθέα ήταν διαφορετική. Ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν. Δυναμική, έξυπνη, με σπινθηροβόλο βλέμμα. Αλλά απέραντα μόνη. Στο ξενώνα έκανε κάποιες γνωριμίες, αλλά δεν πίστευε στον εαυτό της. Αρνιόταν να παρακολουθήσει τις ομάδες. Στο πρόγραμμα δεν «άνοιξε» ποτέ πραγματικά. Μιλούσε επιφανειακά, κρατούσε απόσταση. Δεν ήθελε να εξαρτάται από κανέναν, ούτε να χρωστά συναισθηματικά. Δεν είχε στήριγμα, ούτε οικογένεια, ούτε κάποιον να την περιμένει. Και πίσω απ’ όλα αυτά, υπήρχε μια παιδική ηλικία γεμάτη βία, φωνές, σπασμένα πιάτα, και αδιαφορία που πάγωνε τον αέρα. Πίστευε πως κανείς δεν την αγαπάει πραγματικά.
Βγήκε από το πρόγραμμα βιαστικά, δήθεν έτοιμη, αλλά χωρίς εργασία, χωρίς δίκτυο υποστήριξης, χωρίς πλάνο.
«Εγώ είμαι εντάξει. Δεν θέλω βοήθεια. Θέλω να ζήσω μόνη μου». Κανείς δεν την εμπόδισε.
Οι πρώτοι μήνες ήταν καλοί – φαινομενικά. Λίγους μήνες μετά, ήταν ξανά στον δρόμο. Και μια μέρα, μια βροχερή Πέμπτη, κάποιος την είδε ξανά στο ίδιο παγκάκι, μόνη με το βλέμμα χαμένο στο χώμα. Κανείς δεν έμαθε τι απέγινε. Τελικά, η Δωροθέα χάθηκε – όχι μόνο κυριολεκτικά, αλλά και από τις μνήμες των περισσοτέρων.
Συμπεράσματα:
Η ιστορία αυτή δείχνει τους δύο δρόμους που μπορεί να ακολουθήσει μια προσπάθεια επανένταξης – τον έναν που ανοίγεται με αγώνα, στήριξη και ελπίδα, και τον άλλον που κλείνει σιωπηλά, όταν δεν υπάρχει κανείς να σου κρατήσει το χέρι.
Απ’ αυτές τις δύο ιστορίες, κρατάμε πως:
Αυτό που βοηθάει είναι:
- η ανθρώπινη παρουσία – ένας τουλάχιστον άνθρωπος που δεν σε παρατά.
- η θεραπευτική κοινότητα και η ενεργή συμμετοχή σε ομάδες.
- η εργασία, η δημιουργικότητα, η αίσθηση ότι κάποιος σε χρειάζεται.
- η πίστη στην αλλαγή, έστω και δανεική στην αρχή.
Αυτό που δεν βοηθάει είναι:
- η έλλειψη στήριξης στο πρόγραμμα και μετά.
- η έλλειψη οργανωμένης επανένταξης και εξεύρεσης εργασίας.
- η βιασύνη να «τελειώνουμε» με τη θεραπεία.
- το να πιστέψει κάποιος ότι είναι μόνος του στον κόσμο.
Το ταξίδι από την εξάρτηση στην επανένταξη δεν είναι απλώς μια αλλαγή συνηθειών, αλλά μια αλλαγή ταυτότητας. Για να γίνει εφικτή, χρειάζεται χέρι βοηθείας – κι αυτό δυστυχώς δεν είναι πάντα διαθέσιμο. Όμως όταν είναι, κάνει όλη τη διαφορά.
Η επανένταξη δεν είναι επιστροφή στην παλιά ζωή – είναι οικοδόμηση μιας νέας, μαζί με όσους πιστεύουν ότι μπορεί να την αξίζεις, ακόμα κι όταν εσύ δεν το βλέπεις ακόμη.