«Φτου, πάλι τσαλακώθηκα»…
Ο μικρούλης Παν βλέπει το άσπρο του πουκάμισο να έχει δυο ζάρες και η έκφραση απογοήτευσης ζωγραφίζεται στα δυο μελιά τεράστια μάτια του.
Με το δεξί του χέρι ακουμπά τα μαύρα κατσαρά μαλλιά του και τα στρώνει, λες και η κίνηση αυτή θα σιδέρωνε το πουκάμισο.
Ο μικρός Παν τα ήθελε όλα στην εντέλεια. Το μπράβο, η ευχάριστη έκπληξη και η ανταμοιβή στο βλέμμα του άλλου, του ήταν απολύτως απαραίτητα. Σοβαρός, κοιταζόταν στον καθρέφτη και προσπαθούσε να βρει λύση.
Η Ευ δίπλα του, τον παρατηρούσε χαμογελαστή. Ήθελε συνεχώς να τον πειράζει και να βλέπει αυτήν την έκφραση καθαρής απορίας στα τρυφερά του μάτια. Ήταν φίλοι καρδιακοί. Πήγαιναν στο ίδιο σχολείο, μα όχι στην ίδια τάξη.
Η Ευ, με τις δύο τακτοποιημένες ξανθές κοτσίδες στα αριστερά και δεξιά του κεφαλιού της και με το ατσαλάκωτο ροζ ποπλίνα φόρεμα, άφησε ένα γελάκι να αιωρηθεί στον αέρα.
«Τι γελάς;» την κατακεραυνώνει φανερά συγχυσμένος ο Παν. Εκείνη τον κοιτάζει λίγο πονηρά, λίγο τρυφερά και πιάνει το κάτω μέρος του φορέματος και το σφίγγει στη χούφτα της.
Ο Παν εμβρόντητος της λέει «Μα τι…;»
Εκείνη με γλύκα ψιθυρίζει «No worries! Τώρα θα είμαστε δυο τσαλακωμένοι!»
Ο Παν την κοιτάζει βαθιά απορημένος μα και φανερά ανακουφισμένος με το σκέρτσο της.
Δυο παιδιά! Δυο «τέλεια», καθωσπρέπει παιδιά. Αυτός, μαθηματικό μυαλό, διαβαστερός, έχοντας κερδίσει τον πανελλήνιο διαγωνισμό στις κατασκευές Lego και τον πρότυπο διαγωνισμό μαγειρικής για ανηλίκους, ετοιμαζόταν για τον χορό αποφοίτησης του σχολείου.
Εκείνη, μελετηρή επίσης, ήσυχη και ονειροπόλα μα με γειωμένη γραφή, είχε κερδίσει τον πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος γράφοντας για το πρότυπό της, τον Αλβέρτο Σβάιτσερ. Μόλις είχε βάλει τον μικρό της αδελφό για ύπνο και είχε -με πολύ κόπο, το ομολογούσε- σιδερώσει το ροζ ποπλίνα φόρεμα για τον ίδιο χορό. Τον χορό της αποφοίτησης;
Δυο όμορφα, τέλεια παιδιά, τα «μη καμάρια» των οικογενειών τους.
Μα πώς; Θα καταλάβετε σύντομα Μικρά μου.
Λίγα ή αρκετά -όπως το δει κανείς- έτη μετά.
«Ουφ! Το τελειώνω» μονολόγησε η Ευ, στο δωμάτιο των γιατρών εφημερίας.
«… ένα παιδί με το δικό του πρωτόλειο λογισμικό θα έρθει στον κόσμο τούτο, τον ήδη διαμορφωμένο, για να του μεταλαμπαδεύσει τη γνώση. Κι αυτός θα το «σιδερώσει» και θα το «τσαλακώσει» ανάλογα με τα κοινωνικά πρότυπα. Τα πρώτα σιδεροτσαλακώματα θα συμβούν στο οικογενειακό και στο ευρύτερο περιβάλλον που θα μεγαλώσει…»
Η Ευ ολοκλήρωνε την ομιλία της και ήθελε να την κλείσει με το δεσμό προσκόλλησης. Προσπαθούσε ακόμη να καταλάβει πώς και γιατί λειτουργούσε έτσι. Συνεπής γιατρίνα, πάντα πρόθυμη και αυτοθυσιαστική, να φροντίζει συνεχώς τους άλλους, να τους ευχαριστεί, να κάνει ησυχία, να μην είναι παραπτωματική, παραβατική, να λάμπει προς τα έξω.
Και προς τα μέσα; Γιατί αυτή η αντίφαση;
Ένα κενό, ένα οδυνηρό κενό παρά την υπεραπασχόλησή της, να ταράζει τα μέσα της…
«Συγκεντρώσου! Λίγο ακόμη και την τελειώνεις. Έλα! Και είναι ήσυχη σήμερα η εφημερία!» μονολόγησε.
…«δεσμός προσκόλλησης» από τον πρώτο φροντιστή, τη μητέρα κυρίως, για ν΄ αρχίσει το παιδί να εξωτερικεύει συμπεριφορές, όπως των άμεσων αναγκών του. Η ποιότητα του δεσμού αυτού θα δημιουργήσει τον εσωτερικό τρόπο επικοινωνίας και κατανόησης, που θα αναπτύξει το παιδί και θα θέσει τις βάσεις για τον άνθρωπο που θα εξελιχθεί, με απώτερο σκοπό την αυτοπραγμάτωση. Θα τσαλακωθεί για να ξεδιπλωθεί και να ορίσει πια ο ίδιος τις πτυχές της προσωπικότητάς του, που θα του ταιριάξουν και θα τον οδηγήσουν στην ευημερία, την ευζωία και την ευδαιμονία…
«Τσαλακωθεί, πτυχές, ευ…» είπε η Ευ και τότε αναπόλησε.
«Που να ‘ναι άραγε; Και τι να κάνει; Συγχύζεται ακόμη με τις ζάρες στο πουκάμισο, που χαλούσαν την ατσαλάκωτη εικόνα του…; Ουφ!» ο ήχος του τηλεφώνου την ειδοποιούσε πως είχε περιστατικό.
Κατεβαίνει γοργά τις σκάλες και μπαίνει στην αίθουσα των επειγόντων. Η νοσοκόμα βάρδιας την ενημερώνει: «Άντρας 37 ετών, με θλαστικό τραύμα στη ραχιαία επιφάνεια του δεξιού αντιβραχίου. Τον δάγκωσε ο σκύλος του και αιμορραγεί».
«Ο σκύλος του; Δεν είναι να ΄χεις εμπιστοσύνη σε κανέναν πια και σε τίποτα» μονολογεί η Ευ και πλησιάζει ήσυχα τον ασθενή της. Ένας ψηλός, μελαχρινός άντρας, λίγο χλωμός, με κλειστά μάτια, είναι ξαπλωμένος στο κρεββάτι του εφημερίου.
«Καλησπέρα σας. Μπορώ να δω το βάθος του τραύματος; Δεν θα σας πονέσω» του λέει με καθησυχαστική φωνή καθώς ακουμπά τον δεξί του ώμο με την αριστερή της παλάμη για να τον διαβεβαιώσει. Ο νεαρός άντρας γυρίζει και το πονεμένο του βλέμμα κυριεύεται από έκπληξη.
Η Ευ τον κοιτάζει απορημένη μα συνεχίζει: «Το τραύμα σας είναι βαθύ, φτάνει έως την επιφάνεια του μυός σας, μα ευτυχώς δεν τον έχει κόψει. Θα σας καθαρίσω, θα σας ράψω, θα σας δώσω αγωγή και θα είσαστε μια χαρά… Ο σκύλος σας ε; » τον ρωτά με συμπόνοια και μια γλύκα ανθρωπιάς κατακλύζει το βλέμμα της.
«Ευ …μου!» ψελλίζει εκείνος.
«Με γνωρίζετε;» τον κοιτά ξανά και με μεγαλύτερη προσοχή. Το σκούρο μούσι κάλυπτε ένα μεγάλο μέρος του προσώπου και τα μαλλιά του σκούρα κατσαρά και… «Παν!»
Η επόμενη ώρα κύλησε με βελονοκάτοχα, μικρά βογκητά, ανάσες και κλαυσίγελο. Ο Παν, ο καρδιακός της φίλος, που είχε χαθεί. Άντρας δυο μέτρα με οικογένεια, δυο παιδιά και μηχανικός κατασκευών. «Θυμάμαι το καμάρι σου για το βραβείο της Lego. Σε καθόρισε!» του λέει η Ευ τσαχπίνικα «… και μαγειρεύεις;»
«Που χρόνος; Δουλεύω 24/7. Η κρίση άφησε πολλά θέματα άλυτα και τώρα με πνίγουν. Δεν προλαβαίνω ανάσα να πάρω, τρώω στο πόδι. Που καιρός για μαγείρεμα!»
Η Ευ τον κοιτάζει λυπημένα. Τα χαρακτηριστικά του ήταν τραβηγμένα από τον πόνο μα και από την κούραση. Την κούραση της ζωής; Μα είναι μόλις 37 ετών παλικάρι!
Τώρα, κάλυπτε με γάζα το περιποιημένο τραύμα. «Θα πάρεις τα φάρμακα, όπως σου δίνω τις οδηγίες και θα κόψουμε τα ράμματα σε περίπου 10 ημέρες. Θα σου κλείσω ραντεβού. Αυτό είναι το προσωπικό μου τηλέφωνο. Θα χαρώ να κάνουμε ένα …catch up».
Τον αγκαλιάζει όπως ήταν ξαπλωμένος και φιλάει το μέτωπό του με αγάπη. Όμως, το επόμενο περιστατικό την καλεί. Δεν έχει άλλο χρόνο! Δεν έχει…
Έτη μετά! Ξανά!
Η διάλεξη είχε πάει άριστα! 45 ολόκληρα λεπτά τους κράτησε το ενδιαφέρον. Η ανάλυση του προφίλ του αυτοανοσιακού ασθενή –πέρα από τη συμπτωματολογική και μοριακή προσέγγιση- τους εντυπωσίασε. Πάντα εντυπωσίαζε με τις άρτιες ομιλίες της. Τίποτα δεν άφηνε στην τύχη. Όλα οργανωμένα, με τέλειο τρόπο σχεδιασμένα, μελετημένα και με άγχος επενδεδυμένα. Και πάντα ένα τεράστιο «γιατί», πικρό ως επίγευση, να καλύπτει τη γλυκιά γεύση της επιτυχίας.
«Τα παιδιά δεν είναι πράγματα που πρέπει να διαμορφωθούν. Είναι ανθρώπινα πλάσματα και χρειάζεται να ξεδιπλωθούν. Όποια προσπάθεια διαμόρφωσης θα οδηγήσει στην παραμόρφωση και αυτή στη νόσο. Το ανθρώπινο πλάσμα θα «υπακούσει» αρχικά μα θα «επαναστατήσει» αργότερα κι αν δεν σπάσει τα δεσμά της παραμόρφωσης, θα αυτονοσήσει» ήταν το επιστέγασμα της ομιλίας της. Το κοινό χειροκρότησε εντυπωσιασμένο.
Η θεωρία μάθησης και κοινωνικής συμπεριφοράς, δηλαδή πώς οι άνθρωποι καταλαβαίνουν μέσω της παρατήρησης, της μίμησης και της δημιουργίας μοντέλου, είχε δώσει κάποιες εξηγήσεις για την επίδραση του άμεσου περιβάλλοντος στην κληρονομούμενη ευαισθησία της αυτοανοσίας.
«Το άτομο θα «αντιγράψει» όχι μόνο τον κώδικα του DNA μα και τις εκφράσεις, τις φοβίες, τους τρόπους αντιμετώπισης των προβλημάτων και τις συμπεριφορές των προτύπων της οικογένειας και του ευρύτερου περιβάλλοντος.
Το άτομο (ειδικά το μικρό παιδί) έλκεται από πράγματα που θα μιμηθεί ή τα αγνοεί κι αυτό έχει να κάνει με τη γνωσιακή και τη συναισθηματική διέγερση, που προκαλείται από το πρότυπο. Κι εκεί, η ανασφάλεια και η εξαρτητική συμπεριφορά του παιδιού θα το ωθήσουν να μιμηθεί για να γίνει αποδεκτό από το πρότυπο.
Το ήρεμο και υποστηρικτικό περιβάλλον με σταθερό, ζεστό συναίσθημα, θα σεβαστεί την ατομικότητα του παιδιού, τις ανάγκες του και θα του δώσει τα εφόδια να προσαρμοστεί κοινωνικά, να σεβαστεί τα ατομικά του χαρακτηριστικά, τις ανάγκες του και ν’ αγαπήσει τον εαυτό του».
Η φωνή της Ευ είχε μια ήρεμη γλύκα και το βλέμμα της πράο, ατένιζε το κοινό. Ήθελε να καταλάβουν, να διορθώσουν, να σωθούν και να σώσουν.
«Η οικογενειακή βία και κακοποίηση, η συναισθηματική αδιαφορία ή η στέρηση, καταγράφονται ως τραυματικές εμπειρίες –τρομακτικές γιατί συμβαίνουν μέσα στη φωλιά- και σημειώνουν υψηλά επίπεδα εσωτερικού άγχους και ειδικά, υπερέκκρισης κορτιζόλης, που επεμβαίνουν δυσχερώς στην ομαλή ανάπτυξη και είναι βασικός μηχανισμός πυροδότησης αυτοάνοσων.
Η φωνή της Ευ είχε τώρα έναν ανεπαίσθητο λυγμό. Το αλλεργικό άσθμα, το ευερέθιστο έντερο, οι κνιδώσεις και τόσα άλλα που την ταλαιπωρούσαν χρόνια πέρασαν σαν αστραπή μπροστά της. Κι αυτό το αδιαχείριστο εσωτερικό άγχος της παρά την τελειομανία της;
«Παρά ή και;» αναρωτήθηκε σιωπηλά για ένα δευτερόλεπτο.
«Πρέπει να συγκεντρωθείς, να συνεχίσεις» μια φωνούλα μέσα της, της ψιθύρισε.
«The bad object, το «κακό αντικείμενο», που δεν του αξίζει η χαρά, η υγεία, η αγάπη, ο έρωτας, η ζωή, αισθάνεται το άτομο με αυτοάνοσα. Η ανάγκη του για πρότυπα και η εξιδανίκευση αυτών, το σημαδεύει. Κι αν είναι θετικά -επιστήμης, αθλητισμού, γραμμάτων, τεχνών- έχουν θετική επιρροή στους στόχους και στον δρόμο του. Κι εκεί, ιδανικά, από μιμητής θα γίνει αντιγραφέας και αναδημιουργός, βάζοντας τη σφραγίδα του στο έργο του, το ξεχωριστό του έργο!
Και η ατομική ευθύνη; Πώς καθορίζεται, παρά τα «τρομακτικά γεγονότα»; ρώτησε ρητορικά η Ευ το κοινό.
Είχε υιοθετήσει τελευταία τη φράση «το τρομακτικό γεγονός» στη θέση του «τραύματος».
Και συνέχισε : «Όχι μόνο οι παράγοντες του περιβάλλοντος μα και η συγκεκριμένη δομή του εγκεφάλου του ατόμου θα το επηρεάσουν. Οι πρωτογενείς παράγοντες του πόσο διαθέσιμο είναι στις εμπειρίες, το πόσο ευσυνείδητο, εξωστρεφές, συνεργάσιμο και ο νευρωτισμός του, θα καθορίσουν την προσωπικότητα. Και το πιο βασικό ίσως απ΄ όλα, η ψυχική ανθεκτικότητα για την αντιμετώπιση των τρομακτικών και εντέλει, τραυματικών γεγονότων, μα και για την ανασύνθεσή τους και την ανάκαμψη του ατόμου στη ζωή του. Η απουσία οκνηρίας για την ανάληψη της προσωπικής ευθύνης. Τα «πρέπει» της γαλουχίας έγιναν η εσωτερική φωνή του γονιού -καταστροφική ή ευοδωτική- που επικροτεί ή επικρίνει τις αποφάσεις του ατόμου. Ακόμη και η απλή καθημερινότητα έχει επηρεαστεί απ’ αυτό. Το μωσαϊκό της προσωπικότητας επηρεάζεται από εκατοντάδες παράγοντες και εμπειρίες. Εκεί, όμως είναι η ατομική ευθύνη μας να χαρτογραφήσουμε στην προσωπικότητά μας τι είναι συμβατό και σε αρμονία με την ατομικότητά μας και να το διορθώσουμε για να μη νοσήσουμε. Μα για να γυρίσει ο ήλιος, θέλει δουλειά πολλή!»
Το ενθουσιασμένο κοινό της κατάμεστης αίθουσας σηκώθηκε όρθιο και χειροκροτούσε τη ιατροφιλόσοφο –όπως την είχαν χαρακτηρίσει τα τελευταία χρόνια. Ταμπέλες, πάλι!
Και τότε, τον είδε! Ψηλός με επιβλητικό παρουσιαστικό, καθόταν στα μπροστινά καθίσματα.
Ακροατές άρχισαν να πλησιάζουν το πόντιουμ, είτε για να τη συγχαρούν, είτε για να λύσουν απορίες τους. Αυτή ήταν η πιο ευχάριστη και δυσάρεστη ώρα των ομιλιών. Η ένταση του κόσμου ήταν σαρωτική, την πλημμύριζε και της προκαλούσε υπερπλήρωση και ταραχή. Όμως, πάντα πίεζε τον εαυτό της να μη το δείχνει και να αντέχει.
Με κλεφτές ματιές, τον έψαχνε ανάμεσα στο κοινό, μα δεν τον είδε. Η υπόλοιπη μισή ώρα κύλησε έτσι αργά, σαν ταινία τρόμου, σαν κι αυτές που την πήγαινε η μητέρα της στα επτά της για να διασκεδάσει. Ο τρόμος της μικρής Ευ, ήταν η διασκέδαση της μητέρας στις ταινίες τρόμου.
Επιτέλους, είχε βγει έξω. Στο πίσω, απομονωμένο πάρκινγκ που χρησιμοποιούσαν οι ομιλητές και οι υπάλληλοι του κτιρίου, επικρατούσε ησυχία. Η Ευ κάθισε σ’ ένα πεζούλι κι έκλεισε τα μάτια, παίρνοντας βαθιές ανάσες. «Τέλειωσε κι αυτό! Μια χαρά!» μονολόγησε.
Ένα χέρι ακούμπησε το δεξί της ώμο και την τρόμαξε καθώς την έβγαλε από τις σκέψεις της.
«Ποιος..; τί…;» γύρισε να κοιτάξει.
Αυτός, ο Παν της!
Στο ένα λεπτό σιγής, τον επισκόπησε. Φαινόταν κουρασμένος. Οι ρυτίδες οριζόντιες στο μέτωπο και κάθετες ανάμεσα στα φρύδια, φανέρωναν τη συχνή απορία, τη συνοφρύωση, τη λύπη. Τα μάτια του μελιά, όπως πάντα, μα θλιμμένα. Ίσα που διακρινόταν η τρυφερότητα στο βάθος του βλέμματος.
Και είχε… «Λεύκη» μουρμούρισε.
Η ζωή που επέλεξε είχε χαράξει βαθιά τα σημάδια της πάνω του.
«Ευ μου!» της χαμογέλασε.
«Πως και είσαι εδώ;» τον ρώτησε, προσπαθώντας να κρύψει τη θλίψη της για την αναγνώριση όλων των σημείων της ζημιάς.
«Ήρθα για σένα! Ψάχνοντας να βρω απαντήσεις για το χρώμα μου που με εγκατέλειπε, όπως σωστά παρατήρησες, έπεσα πάνω σ’ ένα άρθρο σου και σ’ έψαξα. Κάποιο πρωινό, με είδα στον καθρέφτη, με κοίταξα βαθιά και με ρώτησα: Γιατί έγινες κλόουν;»
Η Ευ συγκλονίστηκε από τον τρόπο που δήλωσε την ασθένεια.
«Μη!» του είπε, «Όχι έτσι! Όχι με οδύνη πάλι! Αργά, μα όχι αργά για να σωθείς και να σώσεις. Αυτό το «γιατί» στην ερώτησή σου, σ’ έφερε σ’ εμένα και αυτό σε βγάζει στο φως της αλήθειας σου. Ένα «γιατί» κινητοποιεί, σε κάνει παρατηρητή και αυτό θα σε βγάλει από τη θέση του ασθενούς. Σου έχω εμπιστοσύνη Άπαν σου», είπε η Ευ, κοιτώντας τον με άφατη αγάπη.
Εκείνος, συνεπαρμένος από την ένταση των συναισθημάτων, απάντησε «Κάποιος με εμπιστεύθηκε σ’ αυτή τη ζωή. Επιτέλους!» και με υγρά μάτια την έσφιξε πάνω του.
Πανευτυχής!
Πανευτυχείς!
Και ο μύθος τους συνεχίστηκε,
αλλιώς πια!
Υ.Γ. Μικρά μου, η μοίρα μερίζει μα η τύχη κατασκευάζει. Ό,τι και να μας έχει διανεμηθεί, όσα σκληρά πρότυπα και όσο άχαρη ζωή, κάποια στιγμή καταλαβαίνουμε. Κι εκεί είναι το κομβικό σημείο του «γιατί» που θα καθορίσει το «πώς» και θα σωθούμε. Όλα τα μπορεί ο άνθρωπος!