Πρωί Κυριακής.
Άνοιξη καιρός και μια πόλη άδεια, ανατριχιαστικά ήσυχη από τον εγκλεισμό και τον αποκλεισμό μιας απειλητικής πανδημίας.
Φορώ τ’ αθλητικά μου Νο 40 – μεγάλο νούμερο για το μόλις 1,63 ύψος μου – και ξεκινώ την πρωινή αναρρίχηση στη συνηθισμένη διαδρομή: πεζόδρομος, πεζοδρόμιο, πεζόδρομος, πεζό… «Υποστήριξη θέλω, υποστήριξη» μια νεαρή φωνή διατιτραίνει το βαρύ πέπλο του κατά τ’ άλλα ήσυχου ανοιξιάτικου πρωινού «…δε μ’ ακούτε! Δε θέλω νουθεσίες. Αρκετά!»
«Σταμάτα να πίνεις. Συμμορφώσου στις υποχρεώσεις σου, μάζευε τα πράγματα, γίνε άνθρωπος και…» Οι φωνές τους απότομα καλύπτονται από ένα τραγούδι
«Baila con tus sueños cada día
Que esto es bien corto, ya tú sabes
Y no te preocupes de tonteras
Vive libre, libre, libre, libre»*
Και ξάφνου συννεφιάζει. Το πρωινό φως σκοτεινιάζει και στο βάθος δύο τύποι φαίνονται να περπατούν αμέριμνοι παρά τις απαγορεύσεις. Ένας ψηλός, μεγαλούτσικος σε ηλικία, με λευκό γένι, μαύρο γυαλί και καρό πουκάμισο κι ένας άλλος, που μοιάζει με μπόμπιρα, με το καπέλλο του baseball, μάγκικα τοποθετημένο στ’ όμορφο κεφάλι του. Σιγομουρμουρίζουν; Σιγοτραγουδούν; Πλησιάζω ν’ ακούσω και «…vive Libre, Libre, Libre…» του λέει και τον κοιτάζει στα μάτια.
«Ζήσε ελεύθερος, ελεύθερος, ελεύθερος…» συνεχίζει σε άπταιστα ελληνικά, με τραγουδιστή όμως ισπανική προφορά.
Ο φαινομενικά μπόμπιρας, σκεφτικός, με τα χέρια στις τσέπες, κοιτάζει τις μύτες των παπουτσιών του και ο Macha – ο άλλος- συνεχίζει: «… Αν κάποιος είχε γονείς υποστηρικτικούς, τότε είναι τυχερός. Έχει τον μπαλαντέρ στο χέρι από την κούνια του και πήρε σωστά μηνύματα ζωής. Είσαι αυτός που είσαι! Να σκέφτεσαι ό,τι σκέφτεσαι! Να αισθάνεσαι ό,τι αισθάνεσαι! Πάρε τα ρίσκα σου! Μόνος σου ψάξε τί χρειάζεσαι, γι’ αυτό σε μεγαλώνω και μεγαλώνεις και ωριμάζεις και γίνεσαι αυτοεξαρτώμενος, παιδί μου. Εγώ εδώ! Πλατφόρμα τσιμεντένια να ωθήσεις τα πόδια, ν’ ανοίξεις τα φτερά, να πετάξεις. Μα όχι μαντρότοιχος να υποστυλωθείς. Δίχτυ ασφαλείας στην ακροβασία της ζωής σου θα ‘μαι και ένα σχοινάκι, στην Αργεντινή να ‘σαι και να τραβήξεις την άκρη του, κάποιος πάντα θα υπάρχει ν’ ανταποκριθεί. Πέτα παιδί μου! Κι εγώ είμαι εδώ. Βούτα στη ζωή, απ’ αυτό, το ευνοϊκότερο σημείο σου».
Ο Aerstame τον κοίταζε σκεπτικός. Οι επόμενοι στίχοι του τραγουδιού «Ελεύθερος» ήταν ήδη στα χείλη του. «Η ζωή ταξιδεύει σ’ αυτήν την τσιγγάνικη θάλασσα. Κι εγώ με την κιθάρα στην πλάτη κι ένα τσιγάρο στο χέρι. Ο ορίζοντας καλεί τη νομάδικη ψυχή μου…»
Δεν είχε τέτοια τύχη, σαν αυτή που περιέγραφε ο Macha. Δεν ήταν προνομιούχο παιδί. Χρειαζόταν κάποιον να τον υποστηρίξει. Κάποιον, που με γλώσσα απλή, καθημερινή, μικρές κοφτές προτάσεις, θα του έδινε τα φώτα να φωτίσει το μονοπάτι του. Ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη, αντικατάσταση της αγκαλιάς και του χαδιού που δεν πήρε. Μια κουβέντα πρακτικής αξίας με τρυφερή χροιά, με διάθεση εύρεσης απαντήσεων χωρίς έτοιμες λύσεις.
Ο Macha ήταν εκεί. Μουσικός συνεργάτης στο νέο ραπ δίσκο του. Μα και φίλος, η σωστή υποστήριξη, που δεν είχε. Άντρας με απόσταγμα σοφίας, ζυμωμένος κι αυτός με τον πόνο, έχοντας περάσει τους δρόμους της φωτιάς, με εμπειρίες και πρακτικές, στοχαστικός, ήταν εκεί! Δίπλα του. Μιλούσε στον Aerstame, τον δίδασκε χωρίς να κάνει κήρυγμα. Γινόταν μαθητής μα και δάσκαλος του νεαρού ράπερ, κατέθετε μαρτυρίες και σκέψεις άλλων ανθρώπων που είχε συναντήσει στην πολυτάραχη ζωή του, ανέλυε και εξηγούσε. Τεκμηρίωνε!
Πόσο τυχερός αισθανόταν ο Aerstame. Πόσα μάθαινε με τρυφερότητα από έναν συνεργάτη, που του μιλούσε ανθρώπινα με διάθεση υποστήριξης, αναιρώντας όμως ταυτόχρονα την αυθεντία του καθοδηγητή. Χωρίς κατευθυντήριες γραμμές, μόνο με τις νότες και τους στίχους, αφορμή για προβληματισμό. Κάθε λέξη και μια νύξη, κάθε πρόταση μια μικρή ιστορία που «κάτι έλεγε» κι άφηνε στον Aerstame τη χαρά της ανακάλυψης και την ικανοποίηση της συνειδητοποίησης.
Και ο Macha σιγοτραγουδούσε «Χόρευε με τα όνειρά σου, κάθε μέρα. Ότι αυτό είναι σύντομο, το ξέρεις ήδη! Μα μην ανησυχείς για ανοησίες. Ζήσε ελεύθερος, ελεύθερος, ελεύθερος …»*
Και τους βλέπω ν’ απομακρύνονται. Ο τύπος με το καρό πουκάμισο και το λευκό γένι και ο «μπόμπιρας», που αν και απομακρύνεται, όλο ψηλώνει. Τι παράξενο! Όσο απομακρύνονται, τόσο γίνονται ισοϋψείς!
Και συνέχισα την πρωινή μου αναρρίχηση. Πεζόδρομος, πεζοδρόμιο, πεζόδρομος… Ευθυτενής, αισιόδοξη, παρατηρώντας και το δικό μου κορμί να ψηλώνει. «Ψήλωσα για να με φτάσω». Για να δω τον κόσμο ως Ευτυχία και ως παρατηρητής της ταυτόχρονα. Ως αυτοεξαρτώμενη!
Αχ! Μικρά μου! Και μ’ έναν να συνδεθείς σε τούτον τον ντουνιά… Σώζεσαι!
Υ.Γ. «Δεν μπορώ την εξάρτηση» φώναζα. Μέχρι που την έκανα δεύτερο συνθετικό και ησύχασα. ΑΥΤΟΕΞΑΡΤΗΣΗ. Κρέμομαι από εμένα. Ξέρω, δεν είμαι παντοδύναμη, είμαι ευάλωτη, χρειάζομαι τον άλλον, μα παίρνω την ευθύνη του εαυτού μου. Εγώ έχω το κλειδί, δεν «ΠΑΝ» να ‘ναι η πόρτα ανοιχτή, κλειστή, κλειδωμένη δεν είμαι! Βοήθεια χρειάζομαι μα δεν κρέμομαι στο λαιμό του άλλου. Μόνο τον χαϊδεύω, ως ευχαριστώ!
Κι αποδέχομαι
Όχι αυτόν,
που φαίνεσαι να είσαι
Μα αυτόν,
που είσαι ικανός να είσαι
Και είσαι!
–Ευτυχία
Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Αλέξη Μ., που μου χάρισε αυτό το τραγούδι την Άνοιξη της πανδημίας , καθώς και τους ερμηνευτές του υπέροχου Libre (Macha & Aerstame).