Το Πανεπιστήμιο Αθηνών ιδρύθηκε, με βασιλικό διάταγμα, το 1837. Αρχικά και μέχρι το 1841, στεγάστηκε σ’ ένα τριώροφο, ανακαινισμένο οθωμανικό αρχοντικό του 17ου αιώνα, στην Πλάκα, γνωστό ως «Οικία Κλεάνθους». Αυτό είχε πουληθεί το 1831 από μία Τουρκάλα, ονόματι Σαντέ χανούμ, στον αρχιτέκτονα Στ. Κλεάνθη, ο οποίος μαζί με τον συγκάτοικο και συνάδελφό του, Εδουάρδο Σάουμπερτ, το χρησιμοποίησαν και ως γραφείο.
Το 1834, το κτίριο ενοικιάστηκε από το ελληνικό δημόσιο για να στεγάσει το ιδρυθέν από το Καποδίστρια, Α’ Γυμνάσιο, που μεταφέρθηκε από την Αίγινα, ενώ στις 3 Μαϊου 1837, παρουσία του Όθωνα και των αρχών του τόπου, εκεί εγκαινιάστηκε το «Οθώνειον Πανεπιστήμιο», το πρώτο της Ελλάδος αλλά και ολόκληρης της Βαλκανικής Χερσονήσου και της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου.
Το Πανεπιστήμιο λειτούργησε με τέσσερεις Σχολές (Ιατρική, Δικαστική, Φιλοσοφική, Θεολογική), στελεχώθηκε από 27 καθηγητές και τα μαθήματα παρακολουθούσαν 52 φοιτητές και 75 μη εγγεγραμμένοι ακροατές.
Γρήγορα, ο χώρος κρίθηκε ανεπαρκής και το 1839 συγκροτήθηκε επιτροπή, από καθηγητές και άλλες προσωπικότητες της εποχής, «προς ανέγερσιν Ελληνικού Πανεπιστημίου» και στις 25/2/1839 έγινε έκκληση για δημόσιο έρανο για αυτό τον σκοπό.
Οι προσφορές σε χρήματα, οικόπεδα, βιβλία, ακόμη και σε ζωντανά & ελαιόδενδρα, υπήρξαν αθρόες. Συγκεντρώθηκαν αρκετά χρήματα και στις 2 Ιουλίου του 1839, ο βασιλιάς Οθωνας έθεσε τον θεμέλιο λίθο. Τα σχέδια εκπόνησε ο Χριστιανός Χάνσεν και το λαμπρό διώροφο οικοδόμημα, με το ιωνικό πρόπυλο, διακοσμημένο από τον ζωγράφο Καρλ Ραλ, αποτελεί μέρος της Αθηναϊκής Τριλογίας.
Λέγεται δε ότι, ο Γέρος του Μοριά, ο οποίος παρακολουθούσε καθημερινά τις εργασίες ανέγερσης, δείχνοντας το κτίριο που προοριζόταν για Πανεπιστήμιο και εκείνο που προοριζόταν για τα Νέα Ανάκτορα (την σημερινή Βουλή), είπε: «Τούτο δω το σπίτι (δηλαδή το Πανεπιστήμιο) θα ρίξει εκείνο το άλλο (τα Νέα Ανάκτορα-σημερινή Βουλή), και θα δώσει περισσότερα στην Πατρίδα από αυτά που μπορέσαμε να δώσουμε εμείς οι φτωχοί και αγράμματοι «Κλέφτες» με τα καριοφίλια και τις σπάθες».
Τον Νοέμβριο του 1841, το Πανεπιστήμιο, μεταφέρθηκε στο νέο κτίριο, παρότι αυτό δεν είχε ολοκληρωθεί. Οι 52 φοιτητές που είχαν εγγραφεί στο πρώτο έτος είχαν μειωθεί σε 18 ενώ αποφοίτησαν λιγότεροι. Πρώτος πτυχιούχος ήταν το 1843, ο Αναστάσιος Γούδας, της Ιατρικής που πήρε το πτυχίο του με άριστα.
Στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του Πανεπιστημίου, απαγορευόταν η φοίτηση των γυναικών. Η πρώτη Ελληνίδα που γράφτηκε σ’ αυτό, ήταν το 1891 η Σεβαστή Καλλισπέρη η οποία όμως με απόφαση του Υπουργείου αποβλήθηκε και αναγκάστηκε να συνεχίσει τις σπουδές της στο Παρίσι. Η κατάσταση άλλαξε με τα χρόνια και το 1911 φοιτούσαν στο Πανεπιστήμιο Αθηνών 31 κορίτσια. Από το 1927 καθιερώθηκαν οι εισαγωγικές εξετάσεις.
Το Πανεπιστήμιο, από τις πρώτες μέρες της ζωής του έπαιξε ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας και οι αγώνες των φοιτητών ήταν πάντα έντονοι. Αναμείχθηκαν στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, στα «Σκιαδικά» (1859) ενώ λίγο μετά την έξωση του Όθωνα, δημιουργήθηκε η πανεπιστημιακή φάλαγγα, με αφορμή της οποίας προκλήθηκαν αργότερα επεισόδια που έφτασαν σε σύγκρουση φοιτητών και κυβερνήσεως. Το 1901 συμμετείχαν στα «Ευαγγελιακά», που έγιναν εξαιτίας της μετάφρασης του Ευαγγελίου στη δημοτική.
Το Πανεπιστήμιο, μετά την έξωση του Όθωνα ονομάστηκε «Εθνικό», αλλά το όνομα που φέρει από το 1911, «Καποδιστριακό», οφείλεται στον μεγάλο ευεργέτη Ιωάννη Δομπόλη.
Ο Ιωάννης Δομπόλης (1769 – 1849), ιδρυτής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, γεννήθηκε στη Νίζνα της Ρωσίας (νυν Ουκρανίας) και ήταν γιος του Ηπειρώτη δερματέμπορου Τριαντάφυλλου Δομπόλη, που είχε μεταναστεύσει στη Ρωσία. Μορφωμένος, γλωσσομαθής και οξυδερκής, ασχολήθηκε με το εμπόριο και με τραπεζικές επιχειρήσεις στην Αγία Πετρούπολη, επεκτείνοντας την ήδη μεγάλη περιουσία του πατέρα του. Ήταν διακεκριμένο μέλος της ελληνικής ομογένειας και συναναστρεφόταν με υψηλά ιστάμενους Ρώσους και κυβερνητικούς παράγοντες της αυτοκρατορίας. Για τις υπηρεσίες του προς την ρωσική αυλή του είχε απονεμηθεί ο τίτλος του Συμβούλου και Ιππότη.
Το 1809, γνωρίστηκε με τον Καποδίστρια, ανερχόμενο τότε στέλεχος της ρωσικής διπλωματίας και συνδέθηκε μαζί του με στενή και εγκάρδια φιλία. Η σχέση δε αυτή υπήρξε καταλυτική στις αποφάσεις του για την διάθεση της περιουσίας του. Όπως αναφέρεται στην διαθήκη του, οι δύο φίλοι «υπεσχέθημεν αλλήλοις να μεταχειρισθώμεν παν μέσον προς διάδοσιν της δημοσίας παιδεύσεως εν Ελλάδι».
Το 1818 έγινε ταμίας στη Φιλόμουσο Εταιρεία της Βιέννης (1814-1820) που είχε ιδρυθεί από τον Ιωάννη Καποδίστρια, τον Μητροπολίτη Ιγνάτιο και τον Άνθιμο Γαζή, έναν χρόνο μετά την αντίστοιχη της Αθήνας, με στόχο την μεταλαμπάδευση ευρωπαϊκού πολιτισμού στην Ελλάδα και την ανάπτυξη του πνευματικού επιπέδου των Ελλήνων.
Στις 14 Απριλίου του 1827 ο Ι. Καποδίστριας εξελέγη πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας. Εκτιμώντας τις ικανότητες του Δόμπολη τού πρότεινε να τον ακολουθήσει στην Ελλάδα, όπου τον διόρισε Ταμία της Ελλάδος και συγχρόνως Πρόβουλο της Οικονομίας, δηλαδή Υπουργό των Οικονομικών. Ο Δόμπολης παρείχε τις υπηρεσίες του αμισθί, συνδράμοντας το έργο το Καποδίστρια. Δύο περίπου χρόνια μετά, τον Νοέμβριο του 1829, παραιτήθηκε, για λόγους υγείας, και επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη.
Στις 4 Φεβρουαρίου 1849 συνέταξε τη διαθήκη του, αιτώντας από την ρωσική κυβέρνηση να φροντίσει, να μεταφερθεί στο ελληνικό δημόσιο το ποσό που θα προκύπτει (κεφάλαιο και τόκοι), μέχρι το 1906 από την κατάθεση των 232.857 αργυρών ρουβλίων της προσωπικής του περιουσίας «προς ανίδρυσιν εν Αθήναις ή εν οιαδήποτε άλλη πόλει ήτις έσται πρωτεύουσα της Ελλάδος, τω 1906, Πανεπιστημίου ονομασθησομένου Καποδιστριακού».
Επίσης ανέφερε, ότι το πανεπιστήμιο θα έπρεπε να είχε, εκτός των άλλων επιστημονικών οργάνων και εργαστηρίων, ιδιαίτερο παρεκκλήσιο για να εκκλησιάζονται σ’αυτό οι καθηγητές και οι φοιτητές. Ζήτησε δε, τη συγκεκριμένη ονομασία για το Πανεπιστήμιο, ώστε να ικανοποιήσει την υπόσχεση προς τον φίλο του Ι. Καποδίστρια.
Το 1906 η ελληνική κυβέρνηση παρέλαβε ένα μέρος του κληροδοτήματος και άρχισε να υλοποιείται η βούληση του διαθέτη. Επειδή είχε ήδη ιδρυθεί το Εθνικό Πανεπιστήμιο (1837), τα χρήματα διατέθηκαν για την ανέγερση κτηρίων, αγορά ακινήτων, την εσωτερική οργάνωση κλπ., και συγκροτήθηκαν δύο πανεπιστήμια: το Καποδιστριακό που θα περιλάμβανε τις θεωρητικές σχολές και το Εθνικό στο οποίο εντάχθηκαν οι θετικές σχολές. Τα 1932 τα δύο ιδρύματα ενώθηκαν στο γνωστό Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ). Τα ποσά του κληροδοτήματος που δεν παραδόθηκαν μέχρι το 1918 εξανεμίστηκαν με τον πληθωρισμό του ρουβλίου και δεν εισπράχθηκαν ποτέ από την ελληνική κυβέρνηση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Γιοχάλας Αθανάσιος, Καφετζάκη Τόνια, ΑΘΗΝΑ. Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία.
2. Μπουτάτος Χρήστος, ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Εκδ. ΦΥΛΑΤΟΣ. Θεσσαλονίκη 2018.
3. Παπαγεωργίου Π. Στέφανος, ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ «Άξιοι της Εθνικής Ευγνωμοσύνης». Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1997.
4. Σκουμπουρδή Άρτεμις. ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ-ΠΛΑΚΑ. Οι γειτονιές των θεών, Εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2016.