Bauta*
Μάσκα
δε θέλω
να φορώ στην έλλειψή σου,
πληρότητα να μοιάζεις
Ούτε άλλος να ’σαι
μόνο Εσύ
Χωρίς μανδύα μαύρο
Χωρίς το μαύρο τρίκωχο
Χωρίς λευκή τη μάσκα
σε βενετσιάνικη στολή
πλήρους ανωνυμίας.
Γνωστό σε θέλω.
Γνώριμο.
Οικεία η μυρωδιά σου
Μη μένεις εκεί, έξω
μόνος κι άγνωστος
στο άγριο το πλήθος
μες σε βραδιά Καρναβαλιού
που ζει ο κόσμος όλος
Εσύ ’σαι άλλος
Είσαι αλλιώτικος
Είσαι ο Αγαπημένος
-Ευτυχία
Αχ! Μικρά μου! Καρναβάλι.
Και οι μνήμες έρχονται σαν καταρράκτης να ταράξουν τη φαιδρή ατμόσφαιρα.
Θα σας πω μια ιστορία Μικρά μου, μια ιστορία που διαδραματίστηκε δυο αιώνες πίσω, μια ιστορία για μια Ντάμα, δυο Ρηγάδες και…τρεις Άσσους.
Σκηνή Α΄
Ο άγγελος αλήτης
Μάρτιος του 1817 στη Ravenna, μήνας Καρναβαλιού. Εκείνη ντυμένη στα μαύρα, με τη στολή bauta, λίαν πρωί έξω από το palazzo, που εκτελούσε χρέη τμήματος μικρού νοσοκομείου εφήβων, αναμένει το ραντεβού της.
Η ώρα περνά και κανείς δεν διαβαίνει το κατώφλι. Κτυπά τη βαριά μεταλλική πόρτα και αίφνης, ψηλός Ρήγας, ντυμένος με τη στολή του αγγέλου του έρωτα, για την επικείμενη βραδινή εορτή, εμφανίζεται και της χαμογελά. Η μάσκα καλά στερεωμένη στο πρόσωπό του, με αγγελικό χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη της και ένα ψεύδισμα του ‘σίγμα’ να συρίζει στα δόντια του καθώς την χαιρετά: «Καλημέρα σας».
Απελπισμένη η Ντάμα μας, καλά κρυμμένη πίσω από τη σκούρα στολή με τη λευκή μάσκα, βρίσκεται εκεί για οικογενειακό θέμα υγείας μα αναθαρρεύει καθώς βλέπει τη στολή του Ρήγα και τη μεταφράζει ως σημάδι καλής έκβασης. Μα λαθεύει συνάμα, καθώς παρατηρεί τη μισή στολή και δεν προσέχει την παγίδα του έρωτα, που κρατά ο Ρήγας στο αριστερό του χέρι, λίγο κρυμμένη πίσω απ’ τον μηρό του.
Κι εκεί, αρχίζουν όλα Μικρά μου!
Την ίδια βραδιά στη γιορτή του Καρναβαλιού, ο άγγελος-έρωτας σαγηνεύει τη Ντάμα και την παρασύρει στην ανηφόρα ενός ανεκπλήρωτου έρωτα.
Ψηλός, με γλυκό βλέμμα στην είσοδο των άδειων ματιών του και με το χαμόγελο πάντα καρφωμένο στα χείλη της μάσκας του, ξεκινά μια ιστορία κενή αγάπης.
Δύσκολος ο επόμενος καιρός για τη Ντάμα. Από τη μια μεριά η ιστορία γάμου μ’ έναν σκληρό σπετσιέρη, με πράσινη μάσκα καμωμένη από δέρμα φιδιού ν’ ανακατεύει σ’ ένα γουδί τα φαρμάκια κι απ’ την άλλη η μη γλύκα ενός βασανιστικού έρωτα μ’ έναν άγγελο. Η Ντάμα μας, απελπισμένη ανάμεσα σε δυο άντρες με προσωπεία, μάσκες και στολές, ζητά βοήθεια.
Και ο καιρός περνά.
Όπου μια μέρα του Αυγούστου του 1818, ο μικρός της φίλος G, με το λευκό του πόνυ έρχεται να την πάρει για aperitivo, από μια παρακμιακή γειτονιά της Ravenna. Η Ντάμα, ντυμένη στα λευκά, καθότι η υγρή ζέστη μούσκευε τα πάντα, περπατά έξω από το σταθμό των αμαξών για να φτάσει στο σημείο συνάντησης. Καθώς ανοίγει το βήμα της για να φύγει από την επικίνδυνη περιοχή, ένα παραλληλόγραμμο κόκκινο χαρτί στο πεζοδρόμιο τής τραβά την προσοχή.
Σκύβει, το σηκώνει, το γυρίζει και μένει εμβρόντητη. Ένας Άσσος κούπα στη μέση του πουθενά. Ένα παιγνιόχαρτο της trappola, μεταφράζεται απ’ τη Ντάμα μας, ως συμπαντικό σημάδι βοήθειας.
Άσσος κούπα, η Αγάπη!
Και οι δύσκολοι μήνες συνεχίζονται με τη Ντάμα να προσπαθεί να ισορροπεί ανάμεσα σε δυο βάρκες. Απ’ τη μια της λύσης της σκληρής σχέσης με τα φαρμάκια του σπετσιέρη και απ’ την άλλη της προσπάθειας να κόψει το δίχτυ της σαγήνης του αγγέλου του έρωτα.
Σκηνή Β΄
Η μισή αλήθεια
Αποκριά του έτους 1819. Δυο χρόνια απ’ τη μοιραία συνάντηση, βρίσκουν τη Ντάμα να έχει λύσει τη μια βάρκα με το ένα πόδι να αιωρείται, μα την άλλη με το δίχτυ της σαγήνης μέσα, να την κρατά «καλά».
Βροχερό πρωινό, πριν τη βραδιά Καρναβαλιού. Η Ντάμα, βιαστική, λίγο σκυφτή, με την κουκούλα της κάπας να προστατεύει το κεφάλι απ’ τη βροχή, περπατά στο πεζοδρόμιο, όπου ξαφνικά στο ρείθρο του, μες στο ρυάκι του νερού, παρατηρεί ένα μισό κόκκινο χαρτί. Σταματά απότομα και βρέχοντας τα δάχτυλα, το σηκώνει και γυρίζοντάς το, μένει άφωνη. Ένας μισός Άσσος κούπα, μα αυτήν τη φορά με γραμμένο μήνυμα επάνω και υπογραμμισμένο «Ξέρεις». Η γερή κράση της, την κρατά ορθή και στέρεη. «Ξέρω; Ξέρω! Τι ξέρω;» αναφωνεί κοιτώντας το γκρίζο μελαγχολικό ουρανό της ιταλικής πόλης.
Το ίδιο βράδυ η Ντάμα, στη γιορτή του Καρναβαλιού, βρίσκεται πάλι παγιδευμένη στη σαγήνη και κινείται ανήσυχη στο δίχτυ χωρίς να μπορεί να ξεφύγει. Ακόμα! Μα η γνώση ενός «Ξέρεις!» αρχίζει ν’ ανθίζει στου νου της τα παρτέρια.
Και περνά έτσι ο επόμενος χρόνος, μέχρι το Καρναβάλι του 1820, όπου κι αποφασίζει να μετακομίσει ψηλά. Στα ψηλότερα της ιταλικής γης. Στη βορινή Βενετία.
Σκηνή Γ΄
Η πανούκλα και η κούπα
Ο Μάρτης του 1820, βρίσκει τη Ντάμα μας στην υγρή πόλη της Βενετίας, με το δίχτυ της σαγήνης κομμένο μα όχι αποκομμένο.
Τα δάκρυα μπερδεύονταν με τις στάλες της βροχής και δεν φαίνονταν. Σκέψεις, εικόνες, έντονα συναισθήματα και η βαριά είδηση να φτάνει. Πανούκλα!
Η χαρά της εορταστικής ατμόσφαιρας του Βενετσιάνικου Καρναβαλιού σβήνει από τη σκοτεινιά της αρρώστιας. La Peste.*
Άνθρωποι τρομαγμένοι να κρύβονται στις στοές, με στολές και με μάσκες. La piaga.
Και η Ντάμα μόνη, χωρίς φόβο όμως στο στέρνο να το μικραίνει, δέχεται πρόσκληση κρυφής χοροεσπερίδας εορτασμού της ζωής, κόντρα στην πρόβλεψη θανάτου.
Βράδυ. Ντυμένη στο μπλε βελούδο με τ’ ασημένια κεντήματα τής στολής τής νύχτας και τη μαύρη κάπα για να καλύπτει το εσωτερικό, γλιστρά σα σκιά στα σκοτεινά σοκάκια της βροχερής πόλης. Σε μια γωνιά, λίγο πριν τον τελικό προορισμό, κάτι αχνοφαίνεται στο φως του φεγγαριού, μέσα σε μια μικρή λίμνη νερού. Κάτι κόκκινο. Σταματά, το σηκώνει και καθώς το γυρίζει, αισθάνεται την αόρατη Μοίρα να της κλείνει το μάτι. Ο τρίτος Άσσος κούπα, μες στην πανούκλα! Η Αγάπη να κολυμπά και να μην πνίγεται στο κρύο, λασπωμένο νερό της Βενετίας!
Με παγωμένα δάκτυλα τοποθετεί το παιγνιόχαρτο στην εσωτερική τσέπη τής κάπας και κάνει το βηματισμό ταχύτερο. Φτάνοντας έξω από το σκοτεινό μεσαιωνικό κτήριο, κτυπά τη βαριά εξώθυρα τρεις φορές. Μια μαύρη σκιά με μάσκα ανοίγει και η Ντάμα ψελλίζει «La vita e bella», το συνθηματικό εισόδου.
Η σκιά την οδηγεί μέσα από ένα μακρύ, υγρό, με ελαφριά μυρωδιά μούχλας, διάδρομο, στην καρδιά του palazzo. Το φως απ’ τις πολλές δάδες και τα κεριά του πολυελαίου, τυφλώνουν στην αρχή τα μάτια, μα καθώς συνηθίζουν, παρατηρούν. Η χαρά φαίνεται να ρέει μαζί με το άφθονο αλκοόλ. Ακριβά υφάσματα να καλύπτουν τα κορμιά και τα πρόσωπα και πολύχρωμα ποτήρια να περιφέρονται στα χέρια. Παντού μάσκες. Πάντα μάσκες. Η αμφιβολία σφηνώνεται στον τοίχο του νου της σαν καρφί. «Τι κάνω εδώ; Πώς γιορτάζω τη ζωή μες στην υποκρισία;» Και γυρίζει να φύγει.
Μια βαριά αντρική φωνή ενός θεόρατου άντρα, σα να κατεβαίνει απ’ το ταβάνι της αίθουσας τη σταματά: «Signora, un vino?»* και της προτείνει ένα κόκκινο κρυστάλλινο ποτήρι του Βένετο. Στο χέρι του κρατά ένα μπλε γυάλινο της Γένοβα, χαρακτηριστικό για την grappa.
Σηκώνει τα μάτια της για να τον ευχαριστήσει και με έκπληξη παρατηρεί το πρόσωπο. Δεν φορά μάσκα, παρά την ιδιοτυπία του δέρματος. Πάνω απ’ το σκούρο γένι, η σχεδόν λευκή απόχρωση της επιδερμίδας τελειώνει σε μια σκούρα περίμετρο. Vitiligo!* Κι όμως! Άντρας χωρίς μάσκα! Ίσα που της χαμογελά και τη ρωτά «Un ballo senza maschera?» και της τραβά τη δαντελένια μάσκα από τα μάτια, καθώς την παρασύρει στην άκρη της αίθουσας, στροβιλίζοντάς την στους ήχους μπαρόκ, της μουσικής του Antonio Lucio Vivaldi. Τι μυρωδιά! Το άρωμά του τη συγκλονίζει! Τα βιολιά συνεχίζουν μα η Ντάμα και ο Ρήγας μας, είναι ήδη αλλού. Χωρίς μάσκες, χωρίς πανούκλα, μόνο μ’ έναν Άσσο κούπα στα χέρια.
E le loro vite
andarono avanti*
Υ.Γ. Η ζωή είναι ένα Καρναβάλι, Μικρά μου!
Μα τι γίνεται όταν πέφτουν οι μάσκες;
Την ανάμνηση να πιω
Θέλω
Αυτόν του τον έρωτα
να τον πιω
Αργά, αργά
σ’ ένα ντελικάτο ποτήρι,
κρυστάλλινο.
κόκκινο,
Βενετσιάνικο.
Θέλω
Αυτή μου
την ανάμνηση
να του την πω
Και να τη γράψω
Σ’ ένα στιβαρό ποτήρι,
γυάλινο,
μπλε,
Γενοβέζικο.
Θέλω
Αυτή του την ανάσα
να την έχω
Και ν’ ανατριχιάζω
Σ’ ένα διάφανο μπουκάλι
Μπακαρά κλεισμένη,
δικό του,
απ’ την Τουλούζη
Θέλω
Να είσαι εδώ.
Να σε ταράζω
Με λόγια,
με χάδια,
μ’ αγγίγματα κρυφά
Σε μια αγκαλιά,
σαν από σύννεφο
καμωμένη,
γαλάζια του Θεού.
Και θα ΄σαι εδώ
Κι εσύ Θεέ μου!
*Γλωσσάρι
- στολή Bauta: χαρακτηριστική βενετσιάνικη στολή
- palazzo: μέγαρο
- trappola: τράπουλα, παγίδα, δόλος
- La peste, la piaga: πανούκλα
- La vita e bella: Η ζωή είναι ωραία
- Signora, un vino: Κυρία, ένα κρασί
- Vitiligo: λεύκη
- Un ballo senza maschera: Ένα χορό χωρίς μάσκα
- E le loro vite andarono avanti: Και οι ζωές τους είχαν πάει μπροστά
* Το ποίημα «Την Ανάμνηση Να Πιω» είναι από την συλλογή «ΔΙΕΞΟΔΟΣ ΕΡΩΤΑΣ», Ευτυχία Αλεξανδροπούλου /2021 Εκδόσεις ΚΑΠΑ