Ο Αντρέας δεν ήταν «ήρωας» από εκείνους που φωνάζουν ή ξεχωρίζουν σε μια αίθουσα. Ήταν ένας συνηθισμένος άντρας, με μια δουλειά απαιτητική στον τομέα των οικονομικών, μια γυναίκα που λάτρευε και δύο παιδιά στο γυμνάσιο. Ήταν από τους ανθρώπους που προσπαθούν σιωπηλά, χωρίς παράπονα, κουβαλώντας αγωνίες και ευθύνες σαν αόρατο σακίδιο στην πλάτη μόνος του, για να μην επιβαρύνει κανέναν. Τα τελευταία χρόνια δούλευε κυρίως από το σπίτι, καθώς με αναγκαστική τηλεργασία την περίοδο του covid, αποφάσισαν με τη γλυκιά γυναίκα του, τη Μαρίνα, να μετακομίσουν μόνιμα στο πατρικό της, στο Νέο Βουτζά – ένα σπίτι που αγαπούσαν, μια μονοκατοικία με μεγάλη αυλή, λουσμένη στο πράσινο και γεμάτη όμορφες παιδικές μνήμες.
Τα πράγματα κυλούσαν ήρεμα για την ήσυχη οικογένεια, χωρίς τίποτα να προμηνύει την καταιγίδα που ερχόταν.
Ο «κατήφορος» ξεκίνησε από τη Μαρίνα, όταν κάποια πρωινά του Απριλίου, άρχισε να αισθάνεται κουρασμένη, να έχει ανεξήγητους πόνους και αδυναμία. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων ήρθαν σαν καταπέλτης: επιθετικός καρκίνος. Ξαφνικά, ο κόσμος του Αντρέα μίκρυνε, οι μέρες γέμισαν με επισκέψεις στο νοσοκομείο, συζητήσεις με γιατρούς, ακτινοθεραπείες και μια σταθερή, κοφτερή αγωνία στο στήθος. Και σαν να μην έφτανε αυτό, στη δουλειά του οι απαιτήσεις εκτοξεύθηκαν: ένας νέος διευθυντής, που για να αποδείξει τον εαυτό του στους ιδιοκτήτες της επιχείρησης, έβαλε υπερβολικούς στόχους σε όλους, κι ο Αντρέας έπρεπε να δουλεύει υπέρεμετρα, με emails ως αργά το βράδυ και τηλεδιασκέψεις που έμοιαζαν με ανάκριση.
Έτσι μπήκε το καλοκαίρι, κι έφτασε ο Ιούλιος, ένας καυτός μήνας που ο αέρας δεν ανασαίνει, και που ο ήλιος από ευεργέτης γίνεται εχθρός. Καθώς έπιναν τον απογευματινό καφέ τους συζητώντας, ο Αντρέας και η Μαρίνα είδαν από το μπαλκόνι τον μαύρο καπνό να ανεβαίνει. Δεν έδωσαν σημασία στην αρχή: «Μακριά είναι», είπαν. Όμως μέσα σε 45 λεπτά, ο αέρας γύρισε, και η φωτιά έμοιαζε να σαν να τρέχει χωρίς σταματημό. Ο Αντρέας ίσα που πρόλαβε να βάλει στα παιδιά από ένα σακίδιο με βασικά πράγματα. Η Μαρίνα, αποδυναμωμένη, μάζεψε ότι μπορούσε και προσπάθησε να κρατήσει ψυχραιμία. Τρέχοντας, μόλις που πρόλαβαν να απομακρυνθούν με το αυτοκίνητο λίγο πριν τυλίξουν οι φλόγες το σπίτι…
Όταν γύρισαν, στη θέση του σπιτιού τους δεν υπήρχε τίποτα. Ούτε παιδικά σχέδια στο ψυγείο, ούτε βιβλία, ούτε αναμνήσεις: όλα έγιναν στάχτη, όπως και οι φωτογραφίες του γάμου τους, τα παιχνίδια των παιδιών, το ημερολόγιο της Μαρίνας που έγραφε τις μικρές της νίκες απέναντι στον καρκίνο.
Την πρώτη εβδομάδα κοιμούνταν χωρισμένοι σε σπίτια φίλων και συγγενών. Τα παιδιά, σοκαρισμένα, κάθονταν συρρικνωμένα χέρι-χέρι και δεν μιλούσαν πολύ. Η Μαρίνα, εξαντλημένη, προσπαθούσε ακολουθώντας τις οδηγίες των γιατρών να διατηρηθεί ψύχραιμη. Και ο Αντρέας, μόνος του μέσα σ’ αυτή την ολική καταστροφή προσπαθούσε να σταθεί όρθιος, με τα χέρια του να τρέμουν από την κούραση και την ευθύνη. Ώσπου κάποια στιγμή ένιωσε να σπάει. Όχι απλώς να λυγίζει -να σπάει- προσπαθώντας όπως πάντα να το κρύβει από τους άλλους.
Όμως αυτή η ανώτερη, συμπαντική δύναμη δεν τον εγκατέλειψε, ακόμα και σ’ αυτή την τόσο δύσκολη στιγμή: μια νύχτα που άγρυπνος, έκλαιγε μόνος του έξω από ένα φαρμακείο, μια ηλικιωμένη γυναίκα του άφησε στο χέρι έναν σταυρό. «Για να θυμάσαι ότι δεν είσαι μόνος», του είπε και χάθηκε στο βάθος του δρόμου.
Κι εκεί έγινε η στροφή, σταδιακά, όχι με θεαματικό τρόπο, αλλά με μικρές καθημερινές αποφάσεις. Το πρωί ο Αντρέας ζήτησε άδεια από τη δουλειά του και κάθισε μαζί με τη Μαρίνα και τα παιδιά, σαν ομάδα. Ξεκίνησαν με μια λευκή κόλλα, όλοι μαζί έγραψαν τα όνειρά τους και από την άλλη κιόλας μέρα, έβαλαν μπρος για την καινούργια τους ζωή.
Νοίκιασαν ένα μικρό διαμέρισμα σε άσχημη κατάσταση: ήταν μικρό και σκοτεινό, αλλά είχε πρόσβαση σ’ ένα μικρό κηπάκο. Μόνοι τους το έβαψαν, το καθάρισαν, και αγόρασαν μεταχειρισμένα τα βασικά έπιπλα και κάποια που τους χάρισαν συγγενείς και φίλοι. Ο γιος τους, ο Μανώλης, στα 14, άρχισε να κρατά ημερολόγιο. Κατέγραφε τη ζωή τους, την πρόοδο της μαμάς, την κάθε μικρή νίκη. Η μικρή, η Εύα, στόλισε τον προσωρινό τους χώρο με ζωγραφιές: σπίτια με δέντρα, καρδιές, ουρανούς με ήλιο.
Κάθε Κυριακή έκαναν «οικογενειακό συμβούλιο». Καθόντουσαν στο πάτωμα, με ένα τετράδιο στη μέση και σημείωναν επιτυχίες, ανάγκες, εκκρεμότητες, όνειρα. Τα παιδιά ψήφιζαν για το πώς θα μοιραστούν οι δουλειές του σπιτιού. Ο Αντρέας τους δίδασκε οικονομικά με απλό τρόπο, ώστε να κατανοούν πού πάνε τα χρήματα.
Δεν ήταν μόνο οικογένεια: ήταν μια δεμένη, αγαπημένη ομάδα με κοινό σκοπό!
Η Μαρίνα, ενώ περνούσε τις τελευταίες θεραπείες, έγινε σύμβολο δύναμης, εμψυχώνοντας τους πάντες λέγοντας: «Δεν θα αφήσουμε τη φωτιά να μας πάρει κι εμάς». Ο Αντρέας, παρά την κούραση της δουλειάς, βρήκε καταφύγιο σε ακόμα πιο σημαντική δράση. Έστησε μια μικρή ομάδα εθελοντών που βοηθούσε πυρόπληκτες οικογένειες να οργανωθούν και να βρουν προσωρινή στέγη. Αυτό εκτιμήθηκε απ’ όλους και ειδικά από την εταιρία του, όπου του πρότειναν μια νέα θέση – πιο απαιτητική αλλά με ευρύτερη επιρροή. Ενθουσιασμένος παρά τον φόβο του, τη δέχτηκε, οπλισμένος με μια νέα, ανεξάντλητη δύναμη που του αποκάλυψαν οι δοκιμασίες τους.
Ένα χρόνο μετά, γιόρτασαν τα γενέθλια της Μαρίνας, που θεραπευμένη τελείως πια, είχε ετοιμάσει μια όμορφη γιορτή στον κήπο τους, για την οικογένεια και τους αγαπημένους τους. Έσβησε τα κεράκια ανάμεσα σε παιδιά που γελούσαν, φίλους που είχαν σταθεί πλάι τους, και ένα τραπέζι στρωμένο με ό,τι είχαν μαγειρέψει μαζί.
Δεν είχαν επιστρέψει εκεί που ήταν. Είχαν πάει πολύ πιο ψηλά. Γιατί όσα κι αν κάψει η φωτιά, η αγάπη μπορεί να τα ξαναχτίσει ακόμα μεγαλύτερα.