Ο Οδυσσέας ήταν από εκείνα τα παιδιά που όλοι ζήλευαν – και όχι μόνο για την εξωτερική του εμφάνιση: ψηλός, με βλέμμα καθαρό και διαπεραστικό, αθλητικός, εξαιρετικός μαθητής, με μια αβίαστη ευγένεια, κι ένα πλατύ χαμόγελο που κέρδιζε αμέσως όποιον τον γνώριζε. Πήγαινε σε ένα από τα πιο ακριβά ιδιωτικά σχολεία της Αθήνας, ένα σχολείο όπου οι μαθητές φορούσαν designer παπούτσια και πήγαιναν διακοπές σε τέσσερις ηπείρους. Οι πάμπλουτοι γονείς του, γνωστοί στον επιχειρηματικό κόσμο, ήταν χωρισμένοι εδώ και χρόνια: ο πατέρας του ζούσε στο εξωτερικό και η μητέρα του, παρούσα μόνο τυπικά, είχε γεμίσει το τεράστιο σπίτι τους με πίνακες και σιωπή.
Στο σχολείο οι επιδόσεις του ήταν εξαιρετικές – πρώτος μαθητής – με επιτυχίες και στον αθλητισμό, ειδικά στο πένταθλο, δημοφιλής και αγαπητός σε όλες τις σχολικές παρέες. Όλοι πίστευαν ότι ο Οδυσσέας «τα είχε όλα» και ζούσε το «τέλειο παραμύθι». Κανείς όμως δεν ήξερε το εσωτερικό σκοτεινό του παρασκήνιο: ένα τεράστιο κενό, μια ανοιχτή πληγή μοναξιάς και έλλειψης αγάπης. Κάτι που βίωνε οδυνηρά, όταν έκλεινε την πόρτα κι έμενε μόνος στο υπερπολυτελές δωμάτιό του. Μια παγερή μοναξιά που γέμιζε τον χώρο και τον έκανε να νιώθει απομονωμένος, φοβισμένος, εγκλωβισμένος.
Για να ξεφύγει, στην αρχή, δοκίμασε ένα τσιγάρο με “κάτι πιο χαλαρωτικό” σε ένα πάρτι. Κι ένιωσε για λίγα λεπτά, πως μπορούσε να ξεχάσει ποιος ήταν, ή μάλλον, ποιος δεν ήταν. Από τότε, άρχισε να αναζητά αυτή την αίσθηση, όχι πολύ συχνά, ίσα-ίσα για να «τη βγάζει»…
Και στα 16 του, γνώρισε την Έλενα. Αρκετά μεγαλύτερή του, γοητευτική, με μαλλιά που έπεφταν ανέμελα στους ώμους της, φωνή χαμηλή, κι ένα γαλαζοπράσινο βλέμμα που τον κοιτούσε σαν να τον έβλεπε πραγματικά. Η παρουσία της τον άγγιξε με τρόπο που κανείς δεν τον είχε αγγίξει πριν, κι ο Οδυσσέας -ερωτευμένος φουλ- πίστεψε πως βρήκε τη λύση για όλα. Εκείνη τον πλησίασε με τρυφερότητα, τον έκανε να ανοιχτεί, να την εμπιστευτεί. Σιγά-σιγά, άρχισε να του προσφέρει ουσίες – όχι μόνο ελαφριές, αλλά και ισχυρότερες. Κι εκείνος, νιώθοντας ευάλωτος και εξαρτημένος από την ψευδαίσθηση της αποδοχής και της αγάπης της, ακολουθούσε τυφλά…
Μα όταν εκείνη εξαφανίστηκε ξαφνικά και μαθεύτηκε ότι ήταν πληρωμένη από κύκλωμα να προσεγγίζει παιδιά από πλούσιες οικογένειες, ένιωσε ξανά αυτό το γνώριμο, σκοτεινό κενό στην ψυχή του, αυτή τη φορά πολύ μεγαλύτερο, και συνδυασμένο με τον εθισμό και την εξάρτηση. Για μέρες έμεινε κλεισμένος στο δωμάτιό του, νηστικός, άυπνος, σε βαθμό που θορυβήθηκε και η αδιάφορη μητέρα του.
Όμως, η τεράστια δύναμη ψυχής του τον σήκωσε γρήγορα: ο Οδυσσέας χτύπησε τη γροθιά στο μαχαίρι του πόνου, ρίχτηκε με τα μούτρα στο διάβασμα και στα αθλήματά του, κι άφησε πίσω του την πικρή ανάμνηση της Έλενας μαζί με τις βλαβερές ουσίες που του «δώρισε». Και το έκανε μόνος του, ατσαλώνοντας έτσι την εσωτερική του δύναμη που ξεπέρασε τον σωματικό πόνο, μεταμορφώνοντάς τον σ’ έναν πανίσχυρο – έφηβο ακόμα – που ωρίμασε πριν την ώρα του!
Πέρασε στο Πανεπιστήμιο με υποτροφία: αστέρι στα μαθήματα, αρχηγός σε ερευνητικά projects, κορυφαίος αθλητής στο πένταθλο. Ήταν στο τρίτο έτος, όταν γνώρισε την Ιόλη. Λάτρης της φιλοσοφίας, εναλλακτική, μυστήρια, τον γοήτευσε με τις συζητήσεις τους, με το πάθος της για μια “άλλη πραγματικότητα” που ήθελε πολύ να ανακαλύψει. Η σχέση τους ξεκίνησε ήσυχα, φιλικά, και σε λίγο καιρό έγιναν ζευγάρι. Και τότε, εκείνη του αποκάλυψε τον εθισμό της στην κοκαϊνη και τον έπεισε να δοκιμάσει: “Πάρε μια φορά, για να διευρύνεις τα όριά σου”, του είπε. Μόνο που δεν ήταν μία φορά: η πτώση του ήταν βίαιη, και τον ρούφηξε σε έναν κόσμο πιο σκοτεινό από ποτέ, καθώς η ανάγκη του για το λευκό δηλητήριο γινόταν όλο και πιο συχνή… Για να αντέξει, να συνεχίσει τις απίστευτες επιδόσεις του, ώσπου «κλάταρε» τελείως κι εξαφανίστηκε από όλους, όπως άλλωστε εξαφανίστηκε και η Ιόλη, που στα δύσκολα, φρόντισε να «λακίσει» κι εκείνη.
Κι αυτή τη φορά, ο πόνος και η μοναξιά έγιναν ακόμα μεγαλύτερα θεριά που τον στοίχειωσαν, κι έμεινε να βουλιάζει όλο και πιο χαμηλά, μόνος και απελπισμένος… Μέχρι που πάλι, σε ένα μικρό, ανεξήγητο κενό ανάμεσα σε δύο κρίσεις πανικού, ένιωσε την ανάγκη να σωθεί. Να μην αφήσει αυτή την εξάρτηση να νικήσει ό,τι απέμεινε από τον ίδιο. Ζήτησε βοήθεια, εξομολογήθηκε σε έναν παλιό του καθηγητή, πήγε σε κέντρο απεξάρτησης και άρχισε από το μηδέν. Ξανά. Ξαναγεννήθηκε μέσα από πόνο, ντροπή, θυμό, αλλά και ένα κομμάτι φωτός που μεγάλωνε μέσα του κάθε μέρα.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Οδυσσέας χτίζει τη δική του επιχείρηση, και γίνεται πάμπλουτος.
Αλλά το πραγματικό νόημα στη ζωή του το δίνει το «Άλμα» – ένα υπερσύγχρονο κέντρο απεξάρτησης για εφήβους.
Ένα καταφύγιο γεμάτο αποδοχή, υποστήριξη, αλήθεια και αγκαλιές. Ταυτόχρονα, δημιουργεί ένα εθνικό πρόγραμμα πρόληψης με περιοδείες σε όλα τα σχολεία. Μοιράζεται ο ίδιος την ιστορία του, και ξέρει, πως μέσα από αυτήν, κάθε φορά σώζει ένα παιδί που σιωπά, ένα παιδί που, όπως κι εκείνος κάποτε, φωνάζει χωρίς φωνή.
“Μπορείς να πέσεις. Να νιώσεις ότι χάνεσαι. Μα πάντα, πάντα μπορείς να γυρίσεις πίσω στον εαυτό σου και να χτίσεις κάτι μεγαλύτερο από τον πόνο σου. Και να γεμίσεις το κενό με φως.”