Τη Νύχτα που έφυγε ο Μπαμπάς από το Σπίτι

Μετά τον ξαφνικό θάνατο της μητέρας μου πήραμε τον μπαμπά στο σπίτι μας. Μέχρι τότε ζούσαμε οι τρεις μας, το κοριτσάκι μου που τελείωνε το δημοτικό, η πανέμορφη, κατάμαυρη γάτα μας και εγώ, κλασική εργαζόμενη γυναίκα, φορτωμένη ενοχές που έπρεπε να ασκώ μεγάλο μέρος της μητρότητας μέσω τηλεφώνου – και μάλιστα του παλιού, του σταθερού, αυτού που για να ακούσεις και να ακουστείς έπρεπε να πατάς κάθε τόσο το μηδέν.

Τα πρώτα τρία χρόνια της συγκατοίκησης ήταν χρόνια που και η Έλλη και εγώ φυλάξαμε στην καρδιά μας. Εκείνη γιατί είχε ένα γενναιόδωρο στην ψυχή, καλλιεργημένο και με μπόλικο χιούμορ, άψογο ανδρικό πρότυπο και εγώ γιατί είχα έναν υπέροχο φροντιστή, που μάθαινε την κόρη μου γεωγραφία π.χ. από βιβλίο που είχε γράψει ο ίδιος, ως αποτέλεσμα της λατρείας του για τη γνώση.

Την τέταρτη χρονιά άρχισε μια ανεπαίσθητη αλλαγή την οποία καμία από τις δύο μας δεν θέλησε να πάρει στα σοβαρά. Ξαφνικά, ο πολύ πιο ήρεμος από τον Βούδα, παππούς, είχε κάτι αλλόκοτα ξεσπάσματα θυμού και κάτι παράξενες εμμονές, όπως π χ να του δίνω κάθε μέρα λεφτά ενώ δεν έβγαινε ποτέ από το σπίτι.

Μετά, άρχισε να μπερδεύεται, ενώ δεν είχε πια την ίδια μανία για τις αγαπημένες του σειρές στην τηλεόραση. Και πάλι δεν δώσαμε τη σημασία που έπρεπε – άλλωστε, ώρες-ώρες, η υπόθεση είχε και πλάκα. Ώσπου ένα βράδυ ο παππούς με απέλυσε.

Η κόρη μου έλειπε από το σπίτι εκείνο το βράδυ και εγώ γύρισα αργά, μετά τις 2 το πρωί, κουρασμένη και σε κατάσταση ευχάριστης ηλιθιότητας, όπως έλεγε ένας φίλος όταν πίναμε 2 ποτήρια παραπάνω.

Ανυπομονώντας για το κρεβάτι μου, έβαλα το κλειδί στην πόρτα για να διαπιστώσω με φρίκη ότι στην πίσω πλευρά της κλειδαριάς είχε βάλει ο παππούς το δικό του κλειδί και συνεπώς δεν μπορούσα να μπω.

Στην αρχή το πήρα χαλαρά. Τον κάλεσα, χαμηλόφωνα είναι η αλήθεια, μόνο που φυσικά δεν με άκουσε καθότι ροχάλιζε κι εγώ δεν ήθελα να ανεβάσω τα ντεσιμπέλ της φωνής μου, δεδομένου ότι παραήταν ώρα κοινής ησυχίας.

Πέρασα αρκετή ώρα, προσπαθώντας να τραβήξω την προσοχή του, άλλοτε μιλώντας, άλλοτε χτυπώντας το κουδούνι κι άλλοτε κοπανώντας τη πόρτα με το χέρι μου. Λίγο πριν φτάσω στα όρια της υστερίας, άκουσα τις παντόφλες του να σέρνονται στο χολ. Θρίαμβος!

Του ζήτησα να μου ανοίξει κι εκείνος με ρώτησε ποια ήμουν. Νόμιζα ότι παράκουσα, αλλά απάντησα «η κόρη σου». Με ενοχλημένη φωνή είπε, «δεν σας γνωρίζω κυρία μου, εδώ είναι το σπίτι μου».

Μέσα από τον ανεξέλεγκτο συναισθηματικό πανζουρλισμό μου, βρήκα την ψυχραιμία να του ζητήσω να τραβήξει λίγο το δικό του κλειδί για να του αποδείξω ότι έχω και εγώ κλειδί, καθότι είμαστε συγκάτοικοι. Με τα πολλά, κάποιος θεός με λυπήθηκε και το έκανε. Μπήκα μέσα εκτός εαυτής και κάθε λογικής, λέγοντας, «Μα, δεν είναι δυνατόν να μην μπορώ να μπω στο σπίτι μου!». Εκείνος με κοίταξε με ακατάδεχτο, περιφρονητικό και σίγουρα απαξιωτικό ύφος και μου είπε, «Εν τοιαύτη περιπτώσει κυρία μου, νομίζω ότι η συνεργασία μας πρέπει να λήξει εδώ».
Ήταν η απόλυσή μου – και η αναχώρηση του μπαμπά μου για το σύμπαν της ολικής, οριστικής, χωρίς επιστροφή, άνοιας.

Εγγραφείτε δωρεάν στο Newsletter

Πρωτογενή άρθρα και καινούργιο περιεχόμενο στο email σας κάθε 15 ημέρες

Ακολουθήστε μας

Ακολουθήστε το κανάλι μας στο Youtube εδώ

JUST A NUMBER

Εγγραφείτε δωρεάν στο Newsletter μας

Συμπληρώστε το email σας ώστε να λαμβάνετε το newsletter μας κάθε 15 ημέρες